«Επιμένω να ζωγραφίζω». Με αυτά τα λόγια παρουσιάζει τον εαυτό του στο λεύκωμα της τελευταίας του έκθεσης, που μόλις άνοιξε στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, ο ενενηντάχρονος έφηβος που λέγεται Παναγιώτης Τέτσης. Κι ο εξίσου θαλερός Βασίλης Θεοχαράκης είναι σα να του απαντά, ανοίγοντας του τους χώρους του και την καρδιά του: «Επίμενε. Κι εγώ θα επιμένω να σε στηρίζω κόντρα στους καιρούς». Γιατί η δημιουργία είναι η πιο αυθεντική πράξη αντίστασης.
Επιμένω να σκέπτομαι. Πόσοι «επώνυμοι» Έλληνες υπάρχουν άραγε ακόμα που να μπορούν να λένε και να πράττουν δημόσια κάτι τέτοιο; Χωμένοι καθώς είμαστε συλλογικά μέσα στην καθημερινότητα της κρίσης, και στην ανακύκλωση της καθημερινότητας της κρίσης, δηλαδή μέσα στη μιζέρια, πολλοί ψάχνουμε για φάρους, ή έστω για ιχνηλάτες, και πολλούς δεν βρίσκουμε. Παρά την κατακτημένη πολιτική και κοινωνική ελευθερία, μια διάχυτη φίμωση (ή μήπως είναι απλώς μια απέραντη κούραση;) λες κι έχει επιβληθεί στις πνευματικές δυνάμεις αυτού του τόπου. Σπαράγματα λέξεων και φράσεων, γενναίες αλλά μοναχικές εκκλήσεις, ένας υποδειγματικός ιδιωτικός βίος και στάση: υπάρχουν, χρειάζονται αλλά δεν αρκούν. Πάλι στα κουρασμένα αλλά ακόμα λαμπερά μάτια ανθρώπων που έχουν ζήσει πολλά και βλέπουν με διαύγεια ακόμα περισσότερα μπορούμε να καταφύγουμε, αν έχουμε την τύχη να τους γνωρίζουμε ή να τους παρακολουθούμε. Καθώς η γενιά των Τσάτσων και των Κουμάντων έχει φύγει, κάποιοι Μαρωνίτηδες και Σταθόπουλοι κρατάνε μια οπισθοφυλακή ευθύνης, χωρίς όμως την παραμικρή βεβαιότητα ότι δεν έχει ήδη καταρρεύσει.
Επιμένω να εκφράζομαι. Χρέος όχι μόνο των ταγών αλλά όσων έχουμε δημόσια παρουσία, ακόμα περισσότερο εξουσία. Έκφραση ελεύθερη, ανεξάρτητη, ειλικρινής, αλλά με την απαιτούμενη προσοχή –τον απαιτούμενο σεβασμό- στον τρόπο και το ήθος εκφοράς της. Όπως αρμόζει στην κρισιμότητα των καιρών, στο εύθραυστο της Δημοκρατίας και κυρίως στις δυσκολίες των ανθρώπων.
Επιμένω πολιτικά. Ποιος θα βρεθεί να το πει και να το πράξει χωρίς να φανεί επιτηδευμένο, εκτός τόπου και χρόνου ή αυτοδιαφημιστικό; Και πάλι οι τελευταίοι της παλιάς γενιάς κάνουν το νεύμα και μας δίνουν το χέρι: ο Παρασκευάς, ο Αλέκος… Η δική μας γενιά, η γενιά της άγονης μετάπτωσης, ασθμαίνει. Στο χώρο μας, τον θεωρητικά πιο ανοιχτό και έτοιμο για ένα νέο σάλπισμα, στη δημοκρατική Αριστερά της ευθύνης (άρα την πραγματική Αριστερά), οι σαλπιστές δεν ακούγονται ή δεν πείθουν. Χρειάζονται φωνές της αλήθειας και της τόλμης, με τα νιάτα της ψυχής και όχι αναγκαστικά της ηλικίας, με το σωστό μίγμα αυτοκριτικής και πετάγματος. Χρειάζεται πάνω απ’ όλα να βρεθούμε όσοι το πιστεύουμε, να δοθεί επιτέλους στο χώρο που υποτίθεται ότι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον ένα απτό δείγμα συλλογικότητας για την υπηρέτηση των αναγκών όχι αυτού του χώρου αλλά μιας ολόκληρης χώρας που φθίνει.
Επιμένω να ελπίζω. Ποιος θα το πει με τρόπο που να μας κάνει να το πιστέψουμε; Γιατί δεν είναι βέβαια δυνατό ν’ αφήσουμε μόνο του το γέρο ζωγράφο.