Η αίσθηση είναι ότι έχουμε μπει ήδη στην τελευταία πράξη του δράματος. Αίσθηση που έγινε πολύ πιο έντονη από προχθές, Τρίτη, ότι η ελληνική κυβέρνηση επιμένει να επιδιώκει πολιτική λύση μέσα σε εξαιρετικά βαρύ, έως αρνητικό, κλίμα για την ίδια και τη χώρα. Μακάρι, λοιπόν, να διαψευστούν οι φόβοι που έχουν κυριεύσει τους λογικούς πολίτες αυτού του τόπου, αλλά οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Ολα όσα γίνονται και θα γίνουν μέχρι την επόμενη Δευτέρα, ημέρα συνάντησης του Αλ. Τσίπρα με την Αγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο, αλλά και μετά, το εθνικιστικό θέαμα που στήνεται στις 25 Μαρτίου και θυμίζει άλλες εποχές, ίσως και η επίσκεψη του πρωθυπουργού στη Μόσχα στις 8 Απριλίου, δημιουργούν δυσάρεστες σκέψεις και αφήνουν πικρή γεύση στο στόμα.
Η τελευταία πράξη του δράματος που βιώνουμε πάλι ως Ελλάδα και ως Ελληνες αποδεικνύεται προδιαγεγραμμένη. Αποτελεί, ουσιαστικά, την κορύφωση μιας πορείας που η δισυπόστατη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ξεκίνησε από χρόνια –από τότε που τα δύο κόμματα ήταν στην αντιπολίτευση– και οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε ρήξη, εφόσον επέμεναν σε αυτήν. Η συγκεκριμένη πορεία έφερε το δίδυμο στην εξουσία, στην ίδια γραμμή πορεύονται ως κυβέρνηση και τις αμέσως επόμενες ημέρες θα πρέπει να πάρουν απόφαση, είτε προς την κατεύθυνση της προσαρμογής στους κανόνες της Ευρωζώνης και στις απαιτήσεις των δανειστών, αλλά και της αναγνώρισης της οικονομικής πραγματικότητας, είτε προς την κατεύθυνση της εξόδου για να ακολουθήσει η Ελλάδα τον δικό της δρόμο με… αξιοπρέπεια και πλήρη ανεξαρτησία.
Ολα τα μηνύματα και τα σημάδια από τους δανειστές και τους εκπροσώπους τους δείχνουν ότι μπροστά σε αυτό το δίλημμα θα βρεθεί πια ο πρωθυπουργός, μετά την ολοκλήρωση των ελιγμών και των επαφών του στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Το πιθανότερο είναι ότι η επιμονή στην αναζήτηση πολιτικής λύσης με διάφορα επιχειρήματα και επικοινωνιακά ευρήματα (π.χ. το χρέος είναι πολιτικό ή ότι θα τους ξοφλήσουμε με αέρα) δεν θα έχει αίσιο τέλος. Η καγκελάριος της Γερμανίας ξεκαθάρισε πώς βλέπει τη συνάντηση της Δευτέρας και αν επρόκειτο να εξαιρεθεί η Ελλάδα από τους κανόνες και τις απαιτήσεις του προγράμματος στήριξης με πολιτική απόφαση, οι εταίροι θα την έκαναν προεκλογικά δώρο στην προηγούμενη, όχι μετεκλογικά στη νέα κυβέρνηση. Γιατί ως πολιτική λύση εννοείται, προφανώς, να δίνουν χρήματα οι δανειστές και η κυβέρνηση να τα διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα.
Το ερώτημα είναι πώς και γιατί ένα αριστερό κόμμα και μια αριστερή κυβέρνηση κατά δήλωση της ηγεσίας και των στελεχών τους –φυσικά υπάρχουν ισχυρότατες αντενδείξεις κρίνοντας από τους συγκυβερνήτες και άλλα φαινόμενα, όπως η φιέστα που οργανώνεται για τον εορτασμό της…νέας παλιγγενεσίας στις 25 Μαρτίου– έπεσαν τόσο έξω στις εκτιμήσεις τους προ και μετά τις εκλογές, για τις διαθέσεις των υπόλοιπων Ευρωπαίων και γενικότερα των δανειστών. Αποκλείεται τόσο πολιτικοποιημένοι, υποτίθεται, άνθρωποι να μην καταλάβαιναν και να μην αντιλαμβάνονται ακόμη τους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη και διεθνώς. Πολύ απλά επεδίωκαν τη ρήξη για να οδηγήσουν τη χώρα εκεί που επιθυμούν και ταυτόχρονα να αλλάξουν την Ευρώπη και τον κόσμο εκεί που οι ίδιοι οραματίζονται.
Επικοινωνιακά, απευθυνόμενη στο εσωτερικό, η κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιρρίψει τις ευθύνες για τη ρήξη στην άλλη πλευρά. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Από την πρώτη στιγμή και χρησιμοποιώντας ποικιλία μεθόδων, υπαναχωρεί, παλινωδεί, κωλυσιεργεί, αθετεί και επιχειρεί να ξεφύγει ακόμη και από τη δική της υπογραφή, της 20ής Φεβρουαρίου. Αγνωστο τι σκέπτεται για την επόμενη ημέρα, όταν δηλαδή η ρήξη με τους εταίρους επισημοποιηθεί. Το βέβαιο είναι ότι το μέλλον της χώρας και των πολιτών της διαγράφεται άδηλο και σκοτεινό, πιθανότατα εκτός Δύσης!