Βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης πραγματικότητας είναι η αναντιστοιχία μεταξύ αυτής, όπως βιώνεται από τους πολίτες σε ατομικό επίπεδο και της εικονικής αποτύπωσης της στο επικοινωνιακό πεδίο.
Κοινό στοιχείο τόσο της βιωνόμενης όσο και της επικοινωνιακής πραγματικότητας είναι η αντιμετώπιση της με εργαλείο την φαντασίωση και τον εντυπωσιασμό, που μπορεί να προκαλέσει η λογική της κοινωνίας του θεάματος.
Η εμπειρική προσέγγιση των κοινωνικών δεδομένων, για παράδειγμα, δείχνει, ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2016 το 35% του πληθυσμού στην Ελλάδα ήταν σε κίνδυνο φτώχειας (το 2015 το ποσοστό ήταν 35,7%).
Δηλαδή σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκονται 832.065 νοικοκυριά επί συνόλου 4.168.784. Με άλλα λόγια τα μέλη τους ανέρχονται σε 2.262.808 άτομα σε σύνολο 10.651.929.
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0 έως 17 ετών ανέρχεται στο 26,3% (παιδική φτώχεια), ενώ για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών το ποσοστό είναι 12,4%.
Αυτά τα στατιστικά δεδομένα στο βιωματικό πεδίο οριοθετούν μια πολύ αρνητική κατάσταση με ανάλογες προεκτάσεις στην στάση και στην ψυχολογία αυτών, που υφίστανται την φτώχεια. Όταν μάλιστα πρόκειται για νέους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούν να οραματισθούν και να σχεδιάσουν το μέλλον τους, η ριζοσπαστικοποίηση τους και η αρνητική έως απορριπτική στάση απέναντι στους θεσμούς της κοινωνίας οξύνει τις κοινωνικές συνθήκες, ενώ αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή.
Ανεξάρτητα από το εάν συνειδητοποιείται ή όχι, το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης οδηγεί σε αδιέξοδα, τα οποία είναι πολύ δύσκολα διαχειρίσιμα πολιτικά.
Σε αυτές τις συνθήκες η επικοινωνία, πολιτική και μιντιακή, μέχρι τώρα βασίζεται στην λογική της κοινωνίας του θεάματος και χρησιμοποιεί την προβληματική κατάσταση της κοινωνίας με εργαλείο τον σχολιαστικό λόγο και την εικόνα και αποδέκτη το συναίσθημα. Κυρίαρχη επιδίωξη δε είναι, να μην διαταράσσονται οι συστημικές ισορροπίες.
Βασική μέριμνα όλων είναι η λιγότερο δυνατή ενεργοποίηση του ορθολογισμού, ως μέσου για την προσέγγιση και κατανόηση της πραγματικότητας. Κοινός στόχος είναι η άσκηση επιρροής για την αποδοχή του εκφερόμενου πολιτικού ή ενημερωτικού λόγου και την διαμόρφωση των επιδιωκόμενων στάσεων, χωρίς να συνειδητοποιούνται από τους πολίτες οι επιπτώσεις τους στην πορεία τους ως ατόμων και ως κοινωνίας προς το μέλλον.
Δεν είναι τυχαίο, ότι συχνά κατά την διάρκεια της παρουσίασης ενός συμβάντος στα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών υπάρχει και μουσική υπόκρουση, με στόχο την δημιουργία του επιδιωκόμενου κλίματος και την ενεργοποίηση των ανάλογων συναισθημάτων σε σχέση με την είδηση. Το περιεχόμενο της δεν προσεγγίζεται με εργαλείο τον ορθολογισμό.
Στα σύγχρονα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα μέσα από την εικονική της αποτύπωση, η οποία όμως σε μεγάλο βαθμό είναι κατασκευασμένη από τον παραγωγό και παρουσιαστή της εικόνας και τις δυνατότητες του μέσου (τηλεοπτικού φακού).
Συνήθως η εικονική αποτύπωση της πραγματικότητας στοχεύει στην μετατροπή της σε θέαμα, το οποίο εντυπωσιάζει και μπορεί να οικοδομεί μέχρι και φαντασιώσεις, χωρίς να αναλύονται οι παράμετροι, που την συνθέτουν, ώστε οι πολίτες να λειτουργούν στις επιλογές και αποφάσεις τους για τις πιθανές διεξόδους από την πολυδιάστατη κρίση, που αντιμετωπίζουν, με γνώση της πραγματικότητας και της προοπτικής των επιλογών τους.
Στο πολιτικό πεδίο η επικοινωνία ανάλογα με την πολιτική αφετηρία και στόχευση είτε διογκώνει τα προβλήματα και καλλιεργεί τον φόβο, είτε κατασκευάζει την προοπτική επίλυσης τους, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιστορική διαδρομή και τις πραγματικές δυνατότητες της κοινωνίας και του μοντέλου οργάνωσης της.
Σε αυτό το πλαίσιο αντί για τον σχεδιασμό και την κοινοποίηση ενός ολοκληρωμένου μακροπρόθεσμου πολιτικού προγράμματος, το οποίο θα επιφέρει ριζικές και επώδυνες αλλαγές στο κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το πολιτικό σύστημα τροφοδοτεί τους πολίτες με φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση, ότι η πορεία προς αυτό είναι θέμα μόνο πολιτικών αποφάσεων και όχι μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα «ακουμπήσουν» μέχρι και τον τρόπο ζωής και τον πολύ αργό ρυθμό της δυναμικής, που αναπτύσσει η κοινωνία.
Γι’ αυτό ο πολιτικός λόγος είναι γενικευτικός και εξαντλείται σε ιδεοληπτικού χαρακτήρα προσεγγίσεις για το μέλλον, ενώ πλειοδοτεί σε αρνητικές αξιολογήσεις των αντιπάλων ως προς τις ικανότητες τους ή τις προθέσεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρακτική των «εξεταστικών επιτροπών» για τις περιόδους διακυβέρνησης από τους αντιπάλους, η οποία στοχεύει στον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών και στην αποκόμιση πολιτικού οφέλους. Μόνο που δεν καταλαβαίνουν, ότι υποσκάπτουν την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Το πιο επικίνδυνο είναι, ότι δεν γίνεται διάλογος για τις πολύ επικίνδυνες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Η διαφθορά είναι πλέον δομικό στοιχείο του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Αρκεί να αναφερθούν η φοροδιαφυγή, το πελατειακό σύστημα σε συνδυασμό με την αναξιοκρατία και την απουσία της λογικής της επίδοσης και απόδοσης στην εργασία, η συντεχνιακή πρακτική και πολλές άλλες παθογένειες, οι οποίες δεν επιτρέπουν την συμπόρευση με τις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης.
Η αντιμετώπιση τους επείγει, όμως είναι πολύ αργή και σχεδόν υποτυπώδης. Η πλειοψηφία των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού αρκείται στην εξαγγελία μεταρρυθμίσεων, οι οποίες δεν εντάσσονται σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και είτε δεν εφαρμόζονται, είτε αποδυναμώνονται στο πλαίσιο της προώθησης του κομματικού συμφέροντος είτε αυτού των οικονομικών ελίτ, οι οποίες αδυνατούν να συμπορευθούν με το κοινωνικό συμφέρον.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι εύκολος ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός των κοινωνικών συστημάτων με λειτουργικούς ρυθμούς, ώστε η χώρα να γίνει ανταγωνιστική και η κοινωνία να αποκτήσει την αναγκαία βιωσιμότητα σε βάθος χρόνου. Έτσι όμως αυτό, που δείχνουν οι καταγραφές της ΕΛΣΤΑΤ σε σχέση με την φτώχεια στην Ελλάδα, θα οδηγήσει στην κατάρρευση των κοινωνικών θεσμών και της γηράσκουσας κοινωνίας σε μια περίοδο, στην οποία συντελούνται μεγάλες αλλαγές σε πλανητικό επίπεδο και αναδιατάσσονται οι ισορροπίες (πληθυσμιακές, κλιματικές, πολιτικές, γεωπολιτικές κ.λ.π.).
Για παράδειγμα, είναι σίγουρο, ότι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών θα συνεχισθούν και σε μερικές περιπτώσεις θα ενταθούν. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η πρόσβαση σε πόσιμο νερό σε ορισμένες περιοχές, όπως είναι η Σομαλία, στην οποία μόνο το 70%, όσων κατοικούν σε πόλεις, έχει πρόσβαση, ενώ στις μη αστικές περιοχές το ποσοστό κατεβαίνει στο 20% (World Health Organisation και Unicef).
Αν μάλιστα υπολογισθεί και η κλιματική αλλαγή με τα ακραία καιρικά φαινόμενα (ξηρασίες, πλημμύρες κ.λ.π.), τότε το μέλλον δεν προδιαγράφεται ομαλό.
Δεν χρειάζεται να αναφερθεί, ότι σύμφωνα με στοιχεία του ίδιου οργανισμού (WHO, World Health Organisation) το 2015 μόνο το 54% των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο είχε πρόσβαση σε κανονικές τουαλέτες.
Γι’ αυτό η επικοινωνία, πολιτική και μιντιακή, δεν μπορεί να συνεχίσει να βασίζεται στο θέαμα και στην δημιουργία κλίματος, το οποίο δεν τεκμηριώνεται με ρεαλιστικά στοιχεία. Σε βάθος χρόνου οι κοινωνίες θα βιώσουν πολύ ισχυρές αναταράξεις, εάν η διαχείριση της πραγματικότητας στηρίζεται στην εικόνα και στην δημιουργία εντυπώσεων στους πολίτες, χωρίς να γίνεται νοητική επεξεργασία και κατανόηση των παραμέτρων, που την συνθέτουν, με βάση τον ορθολογισμό.
Η συνοχή της κοινωνίας δεν μπορεί να βασίζεται στο θέαμα και στην εντύπωση, που προκαλεί στους πολίτες, αλλά στην κατανόηση της πραγματικότητας με την αξιοποίηση του ορθολογισμού και την συνειδητοποίηση του κοινωνικού συμφέροντος τόσο σε τοπικό όσο και σε πλανητικό επίπεδο.
Ακόμη και η δημοκρατία θα καταρρεύσει, εάν η επικοινωνία σε γενικευμένο βαθμό στηρίζεται στην εικονική αποσπασματική αποτύπωση της πραγματικότητας (ό,τι «χωράει» στον τηλεοπτικό φακό) με στόχο την εξυπηρέτηση οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων. Εκτός εάν ακόμη και η δημοκρατική λειτουργία εκφυλισθεί ολοκληρωτικά σε τυπική διαδικασία εκλογής διαχειριστών κυβερνητικής εξουσίας.