Επίκληση εθνικού συμφέροντος

Χρίστος Αλεξόπουλος 06 Σεπ 2015

Έχει πολύ ενδιαφέρον η επίκληση του εθνικού συμφέροντος για τη νομιμοποίηση πολιτικών επιλογών και αποφάσεων. Αυτό δεν έχει σχέση μόνο με την Ελλάδα, αλλά αφορά στο σύνολο της την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί μάλιστα βασική παράμετρο της πολιτικής επικοινωνίας και αντιπαράθεσης για την αποκόμιση πολιτικού οφέλους. Πέρα δε από κάθε προσδιορισμό της έννοιας του εθνικού συμφέροντος στο επιστημονικό πεδίο είναι πολύ σημαντικό να δούμε, πως βιώνεται το περιεχόμενο του στις κοινωνίες της Ευρώπης και ιδιαιτέρως στην ελληνική, η οποία ταλαιπωρείται με πολύ επώδυνο τρόπο από την οικονομική κρίση, στο πλαίσιο της κοινής πορείας της Ενωμένης Ευρώπης προς το μέλλον.

 Βεβαίως το εθνικό συμφέρον,το οποίο επικαλούνται οι κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα, δεν σημαίνει, ότι ταυτίζεται με το κοινωνικό συμφέρον. Σε μεγάλο βαθμό έχει αμβλυνθεί η ρεαλιστική του διάσταση στο πλαίσιο της εξέλιξης της πραγματικότητας και έχει αποκτήσει ιδεοληπτικά χαρακτηριστικά με την εξιδανικευτική του λειτουργία σε ό,τι αφορά τον φυλετικό αυτοπροσδιορισμό των κοινωνιών. Πολλά από τα στοιχεία, που οριοθετούν την έννοια του έθνους, δεν ισχύουν στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, στο πλαίσιο της οποίας οι αλληλεξαρτήσεις των κοινωνιών στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης, από την οικονομία και τον πολιτισμό μέχρι την πολιτική, είναι καθοριστικές για την πορεία τους στο μέλλον. Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις της τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της ψηφιακής στην καθημερινότητα των πολιτών και περισσότερο των νέων στον τομέα της επικοινωνίας, καθώς και τις διαφοροποιήσεις των κοινωνικών δεδομένων λόγω της γήρανσης των ανεπτυγμένων κοινωνιών σε συνδιασμό με τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών προς αυτές, τότε γίνεται εμφανές, ότι η πραγματικότητα, η οποία δρομολόγησε την διαμόρφωση της έννοιας του εθνικού συμφέροντος, έχει αλλάξει σε αρκετά σημαντικό βαθμό.

 Στον οικονομικό τομέα, οι εξαρτήσεις των κρατών από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πολύ σημαντικές, ενώ η οικονομική ανάπτυξη είναι σε ευθεία αντιστοίχιση με την επενδυτική δραστηριότητα του κεφαλαίου ανεξάρτητα από την «εθνική» αναφορά των οικονομιών ελίτ, οι οποίες το διαχειρίζονται. Είναι μάλιστα επιθυμητό από τις εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες διαμορφώνουν και τις προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδύσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αγορά εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας μετακινείται ένα σημαντικό ποσοστό του ανθρώπινου κεφάλαιου με στόχο την απασχόληση πέρα από τα όρια της χώρας προέλευσης. Το ελληνικό παράδειγμα είναι πολύ χαρακτηριστικό. Αρκεί να λάβουμε υπόψη την μαζική μετανάστευση στην δεκαετία του 60, αλλά και αργότερα και ιδιαιτέρως κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, που αντιμετωπίζει η χώρα την τελευταία πενταετία. Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι, ότι η χώρα χάνει νέους ανθρώπους με πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ειδίκευση, την οποία χρηματοδότησε, χωρίς να καρπούται το αποτέλεσμα για την οικονομική ανάπτυξη και την βιωσιμότητα του δικού της ασφαλιστικού συστήματος, που αντιμετωπίζει δυσεπίλυτα προβλήματα.

Από το άλλο μέρος αυτή η αιμοραγία για τις χώρες προέλευσης των μετακινούμενων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την διαμόρφωση συνθηκών πολυπολιτισμικών κοινωνιών στις χώρες υποδοχής και την άμβλυνση των εθνικιστικού χαρακτήρα αντιθέσεων. Το αποτέλεσμα είναι να δρομολογούνται διαδικασίες μορφοποίησης διαφορετικών δεδομένων σε σχέση με την οικοδόμηση μιας αντίστοιχης συνείδησης, η οποία δεν ταυτίζεται με εθνικές περιχαρακώσεις. Προϋπόθεση βέβαια για να συμβεί αυτό, είναι η μη χειραγώγηση των κοινωνιών από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, οι οποίες μονοπωλούν την πρόσβαση στις διαδικασίες σχεδίασης του μέλλοντος και λήψης αποφάσεων, ενώ ελέγχουν και το σύστημα μαζικής ενημέρωσης.

Προς την ίδια κατεύθυνση της διαμόρφωσης συνθηκών, οι οποίες διευρύνουν τα όρια της ατομικής συνείδησης και της προσδίδουν ευρύτερες των εθνικών περιχαρακώσεων διαστάσεις, λειτουργεί και η κλιματική αλλαγή και οι πλανητικής εμβέλειας επιπτώσεις της. Φαινόμενα όπως η άνοδος της θερμοκρασίας ή η ρύπανση του περιβάλλοντος, τα οποία προϋποθέτουν την διεθνή συνεργασία και συνευθύνη για να αντιμετωπισθούν οι αρνητικές για τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον επιπτώσεις τους, επιβάλλουν την διεύρυνση των ορίων της ατομικής συνείδησης. Το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο και μια έρευνα του think tank Global Footprint Network, σύμφωνα με την οποία τα αέρια του διοξειδίου του άνθρακα συσσωρεύονται στην ατμόσφαιρα και δεν μπορούν να απορροφηθούν πλήρως. Και αυτό έχει πλανητικών διαστάσεων αρνητικές επιπτώσεις. Είναι εμφανές, ότι το εθνικό συμφέρον είναι πραγματώσιμο μόνο, εάν έχει συνάφεια και ισορροπεί λειτουργικά με το ευρύτερο συμφέρον και άλλων «εθνών», ενώ η οριοθέτηση του περιεχομένου αυτής της έννοιας στηρίζεται στον ορθολογισμό και δεν έχει συναισθηματικό φορτίο, αλλά αναφαίρεται στη σύγχρονη μεταμοντέρνα πραγματικότητα της κατάρρευσης των ορίων.

 Ιδιαιτέρως στον ευρωπαϊκό χώρο αυτά τα νέα δεδομένα είναι αισθητά, ανεξάρτητα από την χρήση της έννοιας από τους πολιτικούς και τα κόμματα. Το κάθε φορά περιεχόμενο, που προσδίδουν στο εθνικό συμφέρον, το πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο. Στην Ελλάδα μάλιστα αυτή η πραγματικότητα φτάνει στην υπερβολή και στην αμετροέπεια. Αρκεί να παρατηρήσει ο απλός πολίτης την πρακτική των κομμάτων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Όλα τα κόμματα, που διαχειρίσθηκαν κυβερνητική εξουσία, ανάλογα με τη θέση τους στη διαδρομή για την διεκδίκηση της υπήρξαν αντιμνημονιακά. Μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας κινήθηκαν με μνημονιακή λογική. Για να νομιμοποιήσουν δε επικοινωνιακά την αλλαγή στάσης επικαλούνται το «καλύτερο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης» με τους εταίρους και δανειστές για την προάσπιση του εθνικού συμφέροντος. Ο παραλογισμός σε πλήρη άνθιση. Οι χαρακτηριστμοί, που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, κινούνται μεταξύ λαϊκισμού και χυδαιότητας (προδότες, προσκυνημένοι, εσείς μη μιλάτε γιατί είστε στα τέσσερα). Από την άλλη πλευρά βεβαίως η ελληνική κοινωνία υφίσταται τις επιπτώσεις αυτού του παραλογισμού και όποιος μπορεί, κυρίως οι νέοι, αναζητεί καλύτερες συνθήκες ζωής σε άλλες χώρες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το «εθνικό συμφέρον» της παραμονής στην παρίδα και της συμβολής στην προσπάθεια ανάκαμψης. Ευτυχώς που οι τιμητές του εθνικού συμφέροντος δεν έφτασαν στο σημείο να λοιδορούν ακόμη και την ανθρώπινη προσπάθεια της αξιοπρεπούς επιβίωσης.

 Πραγματικά αναρωτιέται ο απλός πολίτης, πως το εθνικό συμφέρον και η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση ταυτοχρόνως είναι πραγματώσιμος στόχος. Αυτομάτως αναδύονται ερωτήματα για τις αξίες και την διαπολιτισμική προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που πρέπει να γίνουν αντικείμενο διεργασιών στο επίπεδο της ευρωπαϊκής κοινωνικής βάσης και των δομών της κοινωνίας πολιτών, ώστε το «εθνικό συμφέρον» να αποκτήσει ευρωπαϊκή αναφορά. Επίσης σε αυτή την περίοδο οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη, πέρα από τις αναγκαίες αλλαγές στην στρατηγική οικοδόμησης και ολοκλήρωσης της, τίθεται άμεσα θέμα εμπιστοσύνης όχι μόνο σε σχέση με την εκπλήρωση υποχρεώσεων (μνημονιακών) οικονομικού χαρακτήρα, αλλά και σε σχέση με τους στόχους αυτών των υποχρέωσεων και την προοπτική που ανοίγουν για τις κοινωνίες της Ευρώπης. Δυστυχώς η αδιέξοδη πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης έχει οδηγήσει στην έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις ηγέτιδες ευρωπαϊκές δυνάμεις, ότι πράγματι υπηρετούν το ευρωπαϊκό συμφέρον. Δημιουργείται η εντύπωση, ότι η πρακτική τους ωφελεί οικονομικές και πολιτικές ελίτ και όχι τις κοινωνίες αναφοράς τους. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γερμανία, η οποία δεν ακολουθεί της κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το περιβάλλον (Zeit online, 11.08.2015, „Deutschland schlampt beim Umweltschutz“). Ήδη είναι σε ισχύ 14 προειδοποιήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τη Γερμανία για μη τήρηση των κατευθύνσεων στον ενεργειακό τομέα καθώς και την υψηλή περιεκτικότητα νιτρικού άλατος στην ατμόσφαιρα και στο νερό. Αυτό δεν υπηρετεί το εθνικό συμφέρον ούτε της Γερμανίας ούτε και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκτός και αν θεωρήσουμε, ότι το οικονομικό όφελος, που προκύπτει για τις οικονομικές ελίτ στον ενεργειακό τομέα, υποκαθιστά την ποιότητα ζωής των κοινωνιών.

 Είναι δε ένα πολύ καλό παράδειγμα για το περιεχόμενο του εθνικού συμφέροντος σε συνθήκες διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, ενώ καταδεικνύει την ισορροπία, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χωρών, διότι όλες οι παράμετροι, που συνθέτουν την πραγματικότητα, διαπλέκονται και επηρεάζουν την ικανοποίηση των επιμέρους εθνικών συμφερόντων. Αυτό βεβαίως ισχύει από τη στιγμή, που το εθνικό συμφέρον συμπορεύεται με την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών. Παράλληλα είναι εμφανές, ότι αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι μεγιστοποιούνται οι δυνατότητες ιδιαιτέρως μικρών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα, κάτω από την προϋπόθεση, ότι προχωρεί με ταχείς ρυθμούς η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ώστε να υπάρχει ενιαία οικονομική διακυβέρνηση και ισόρροπη ανάπτυξη στην Ε.Ε. Προϋπόθεση για αυτής της μορφής εξελίξεις είναι η ενεργός συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ειδάλλως μια παρατήρηση του Jakob Augstein (Spiegel online, 06.08.2015, „Deutschland, dein Elend ist die Mitte“) για την Γερμανία, ότι «το πρόβλημα των Γερμανών είναι, ότι μπερδεύουν την πολιτική απάθεια με την σταθερότητα» και «στους δημοκρατικούς θεσμούς δεν λαμβάνονται αποφάσεις, εκεί που λαμβάνονται αποφάσεις δεν υπάρχει δημοκρατία», θα αποκτήσει γενικευμένη ισχύ για όλη την Ευρώπη. Σε αυτή την περίπτωση το εθνικό συμφέρον θα χαρακτηρίζεται από ακόμη περισσότερα φαντασιακά στοιχεία ως προς την λειτουργία του προς όφελος των κοινωνιών.