Πριν από 10 περίπου μήνες, την περίοδο των εκλογών του Μαϊου –Ιουνίου του 2012 το δίλημμα ευρώ ή δραχμή, διάσωση ή χρεοκοπία τέθηκε με τον πιο ισχυρό και επιτακτικό τρόπο. Τότε, οι πολίτες μεν αποφάσισαν τη διάσωση της Χώρας μας δίνοντας την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης από τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις που στήριζαν και στηρίζουν την ευρωπαϊκή υπόσταση της Ελλάδας, που πίστευαν και πιστεύουν στην αναγκαιότητα παραμονής της Χώρας μας στο ευρώ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομαλότητα κατ’ αρχήν στην οικονομία μας, αλλά και γενικότερα η κοινωνική συνοχή, που είναι και οι δύο βασικές προϋποθέσεις για την ομαλή λειτουργία του κράτους.
Κάποιοι άλλοι τότε, όταν τους δόθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης (όχι ότι την ήθελαν…) , έσπευσαν αρχικά να την περιφέρουν ως άλλο τρόπαιο ανάμεσα σε συνδικαλιστικούς και κοινωνικούς φορείς, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μελλοντική στήριξή τους, όταν θα ήταν πραγματικά έτοιμοι να κυβερνήσουν, μετέπειτα, όμως, την παρέδωσαν περιφρονητικά. Αυτοί οι ίδιοι μιλούσαν για ωμό εκβιασμό του ελληνικού λαού και σενάρια καταστροφολογίας για δήθεν χρεοκοπία της Χώρας μας, που δε θα επιβεβαιώνονταν ποτέ, στοχοποιώντας ευθέως το ΠΑΣΟΚ, ως διακινητή τους.
Τις τελευταίες ημέρες γίναμε όλοι μάρτυρες της πραγματικής εικόνας της χρεοκοπίας της με τα γεγονότα της Κύπρου. Αυτό, για το οποίο μας προειδοποιούσαν προεκλογικά στην Ελλάδα, έγινε πράξη σε μία μόλις ημέρα: Κλειστές Τράπεζες για μέρες, αδυναμία εκταμίευσης από τα ΑΤΜ έστω και ενός ευρώ, άδεια ράφια σε μεγάλα καταστήματα τροφίμων, άδεια ράφια σε φαρμακεία, με ό,τι συνεπάγονται όλα αυτά για την κυπριακή οικονομία.
Φαίνεται, όμως, ότι αυτοί που μιλούσαν για κινδυνολογία βλέπουν τη δική τους αλήθεια με τα δικά τους μάτια, η οποία αλήθεια τους απέχει μακράν από την αλήθεια που βιώνει καθημερινά κάθε Έλληνας και από την αλήθεια που βιώνουν οι αδελφοί μας Κύπριοι. Και αυτό γιατί, ξαφνικά έγινε λόγος περί δημοψηφίσματος στην Κύπρο, προκειμένου να αποφασίσει ο κυπριακός λαός εάν επιθυμεί να παραμείνει η Χώρα του στο ευρώ ή όχι. Αυτό το περίφημο δημοψήφισμα που στην Ελλάδα ήταν καταστροφικό, εκεί μοιάζει σωτήριο και καθ’ όλα δημοκρατικό.
Όμως δε σταματούν εκεί. Νοσταλγούν την προ ευρώ Ελλάδα, την Ελλάδα της δραχμής, τότε που η Χώρα μας ήταν μια και μόνο κουκκίδα στον παγκόσμιο χάρτη, χωρίς να διαδραματίζει κανέναν γεωπολιτικό ρόλο, χωρίς να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη θεμελίωση του οράματος της ενωμένης Ευρώπης, όσο και αν το όραμα αυτό δοκιμάζεται σήμερα, χωρίς να έχει μια στρατηγική θέση στο κατασκεύασμα της οικονομικής και νομισματικής Ένωσης. Και δε τη νοσταλγούν απλά, έχουν θέσει ως στόχο να κάνουν και τον ελληνικό λαό να τη νοσταλγήσει με δηλώσεις του τύπου ‘’ Δε λέμε πάση θυσία ΝΑΙ στο ευρώ ‘’, δια στόματος του εκπροσώπου τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες την επόμενη ημέρα θα αναιρεθούν υπό τη γενική πολιτική κατακραυγή. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος εκπρόσωπος, ο κοινοβουλευτικός αυτή τη φορά, υπερμάχεται της παραμονής της Χώρας μας στη ζώνη του Ευρώ, γεγονός που μας κάνει να αναρωτιόμαστε, ποιος τελικά εκφράζει την επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ και αν την εκφράζει μόνο ο ένας, γιατί δεν την εκφράζει και ο άλλος, αφού και οι δύο έχουν το ρόλο του εκπροσώπου ;
Και τελικά το ερώτημα που τίθεται δεν είναι ποια Ευρώπη ή ποια Ελλάδα θέλουμε, της δραχμής ή του ΕΥΡΩ, αλλά ποιους πολιτικούς θέλουμε να τη διεκδικήσουν, να τη διαμορφώσουν και να τη διοικήσουν. Διότι καταλαβαίνουμε όλοι ότι η Ελλάδα, στην παρούσα δύσκολη συγκυρία που καλείται να αντιμετωπίσει, πρέπει να έχει πολιτικούς με τη στοιχειώδη σοβαρότητα να σταθούν στο ύψος των μεγάλων απαιτήσεων της εποχής, να μην πάσχουν από διγλωσσία, να εγγυώνται την ασφάλεια των πολιτών σε ένα Κράτος με ομαλή λειτουργία, καθώς επίσης και πολιτικούς που βλέπουν με τα μάτια της κοινής αλήθειας και όχι της δικής τους αλήθειας. Γιατί μπορεί η αλήθεια ποτέ να μην είναι μία, ο πολιτικός, όμως, οφείλει να υπηρετεί για την ανατροπή της μίας και μοναδικής αλήθειας, αυτής που βιώνει καθημερινά ο πολίτης και δυσκολεύει την διαβίωσή του. Οιαδήποτε άλλη προσπάθεια αποπροσανατολισμού από τον κοινό στόχο, που είναι η παραμονή της Χώρας μας στο Ευρώ και η ισχυροποίησή της στη νομισματική Ένωση, μόνο ως επικίνδυνη μπορέι να θεωρηθεί. Και δυστυχώς στην Ελλάδα το κοινοβουλευτικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κινείται σε επικίνδυνα μονοπάτια, από τη μία διατυμπανίζοντας την αριστερή ιδεολογία του και από την άλλη συμμαχώντας ακόμα και με τον ‘’διάβολο’’, κάνοντας πράξη την περίφημη δήλωση του αρχηγού του , δείχνοντας ότι τελικά τις ‘’συμμαχίες’’ τις χρησιμοποιεί μόνο ως επικοινωνιακές φούσκες και όχι για το συμφέρον της Χώρας μας.
Με τέτοια επικίνδυνα κοινοβουλευτικά υλικά λοιπόν το ευτυχές είναι ότι έχουμε το πλεονέκτημα ως πολίτες συνειδητοποιημένοι πλέον να διακρίνουμε τους πολιτικούς εκείνους που θα μας διασφαλίσουν όσο το δυνατό ομαλότερη διαβίωση, στην παγκόσμια οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική φρενίτιδα που μας έπληξε και συνεχίζει να μας πλήττει. Πολιτικούς που θα διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή με όποιο πολιτικό κόστος. Πολιτικούς των οποίων ένα μεγαλοπρεπές ΟΧΙ θα συνοδεύεται και από μια μεγαλεπίβολη αντιπρόταση, μια μεγαλοπρεπής αντιμνημονιακή στάση θα συνοδεύεται από ένα βιώσιμο και ρεαλιστικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, χωρίς δεσμεύσεις σε ξένες δυνάμεις, αν και είναι δύσκολο να αλλάξει η συνταγή του δανεισμού από τη μία ημέρα στην άλλη, όμως όταν το ευαγγελίζεσαι, πρέπει να μπορείς και να το εφαρμόσεις.
Είμαι σίγουρη ότι αν η Ελλάδα βίωνε την σκληρή πραγματικότητα της ‘’στεγνής’’ από ρευστό αγοράς που βιώνει σήμερα η Κύπρος, όλοι αυτοί που κατηγορούσαν και κατηγορούν το ΠΑΣΟΚ για κινδυνολογία, ακόμα θα έψαχναν για εναλλακτική πρόταση, αρκεί που θα είχαν πει ΟΧΙ , αρκεί που θα είχαν γίνει αρεστοί στους εν δυνάμει ψηφοφόρους τους, αρκεί που δε θα αναλάμβαναν πολιτικό κόστος. Το κόστος, όμως, ενός λαού που με δική σου υπαιτιότητα ζει στα όρια της εξαθλίωσης, μόνο και μόνο γιατί δεν τόλμησες να ρίξεις γροθιά στο μαχαίρι, δε διαγράφεται από την ιστορία και ίσως τελικά είναι και το πιο βαρύ…
.
Η Νανά Βρυώνη είναι Δικηγόρος, Μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ
.