Από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, έχει γίνει εμφανές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να κινείται στο επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών, εάν δεν προχωρήσει σε βαθιές τομές στον τρόπο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Ακόμη δε και όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, δεν είναι καθόλου αυτονόητη η επάνοδος στο ίδιο επίπεδο του παρελθόντος. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, αλλά για το σύνολο των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο, μεταθέτουν το κέντρο βάρους προς ανατολάς. Ενώ αυτό συμβαίνει και διαμορφώνονται άλλες ισορροπίες, διότι πληθαίνουν οι χώρες οι οποίες μπορούν να διεκδικήσουν οικονομικό και γεωπολιτικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ευρώπη σταδιακά αρχίζει να χάνει έδαφος σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική και κοινωνικοπολιτική δυναμική η οποία αναπτύσσεται στο εσωτερικό της. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ενισχύουν την παρουσία τους στον χώρο του Ειρηνικού Ωκεανού, σε στρατιωτικό επίπεδο. Αρκεί να επισημανθεί ότι 60 % των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, στο εγγύς μέλλον θα κινείται στον ειρηνικό ωκεανό μεταξύ της αμερικανικής, της ασιατικής και της αυστραλιανής ηπείρου. Αυτές οι εξελίξεις σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας, ουσιαστικά καταδεικνύουν και μάλιστα εμφατικά, τις επιπτώσεις στην Ευρώπη στον οικονομικό τομέα. Η είσοδος στο χώρο των δυναμικά αναδυόμενων οικονομιών και ανεπτυγμένων χωρών περισσότερων παικτών, διαμορφώνει και άλλες ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά και την διεκδίκηση φυσικών πόρων. Η Ευρώπη υφίσταται μεγάλες πιέσεις. Εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη και την κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη, καθώς και την ύπαρξη μη παραγωγικών και ανταγωνιστικών οικονομιών όπως η ελληνική, τότε μπορούμε να φαντασθούμε το μέγεθος του προβλήματος.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν σε πλανητικό επίπεδο, στην Ελλάδα οι εξελίξεις φανερώνουν μια κοινωνία η οποία ευρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας και αδυνατεί να αναπτύξει δυναμική. Σε σχέση με την πολιτική της διάσταση, κυριαρχεί ένας επικίνδυνος επαρχιωτισμός, στο πλαίσιο του οποίου τα όρια του πολιτικού γίγνεσθαι για ένα τμήμα του πολιτικού συστήματος, εξαντλούνται στα όρια της τοπικής κοινωνίας μίας χώρας. Και αυτό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι οι πολιτικές αποφάσεις αφορούν σε ένα κοινωνικό σύστημα (Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης), το οποίο λειτουργεί υπερεθνικά, ενώ υπάρχει και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμική αναφορά και πλαίσιο λειτουργίας. Το τελευταίο έγινε εμφανές με την επιστολή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Martin Schulz, προς τον Έλληνα πρωθυπουργό, σε σχέση με την απόφαση της κυβέρνησης για το κλείσιμο της Ε.Ρ.Τ.
Η απόφαση Σαμαρά, πέρα από υψηλό βαθμό διακινδύνευσης και αντιδημοκρατική λογική, έχει και έντονα στοιχεία μεσιανισμού, στο πλαίσιο του οποίου υποκαθίσταται η κοινωνική βούληση από την πρωθυπουργική απόφαση χωρίς την ύπαρξη διαλόγου, ακόμη και με τους εταίρους στο πλαίσιο της τρικομματικής κυβέρνησης. Εύλογα δημιουργείται η αίσθηση ότι πρόκειται για μια μονοδιάστατη και μονολιθική λειτουργία, η οποία υπερβαίνει τα όρια της ορθολογικής σκέψης και του ρεαλισμού και διέπεται από στοιχεία μικρομεγαλισμού. Αυτό βεβαίως χαρακτηρίζει γενικότερα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία ηγούνται κομμάτων που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα. Οι μεγαλοστομίες και οι υπερβολές στον πολιτικό λόγο κυριαρχούν και η πολιτική επικοινωνία εκφυλίζεται σε εργαλείο χειραγώγησης τής έτσι κι αλλιώς μαζικής κοινωνίας. Αυτή την περίοδο της κρίσης όμως, αυτού του είδους η πολιτική λειτουργία δεν είναι χρήσιμη. Οι κοινωνίες του μέλλοντος δεν μπορούν να βασίζονται σε απλούς καταναλωτές πολιτικής και άτομα τα οποία χωρίς ελεύθερη βούληση χειραγωγούνται συνεχώς. Η διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα σε όλο και πιο σύνθετες μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με το παρελθόν, προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτών με κριτική σκέψη και δυνατότητα κατανόησης και επεξεργασίας αυτής της πολυπλοκότητας. Η Ελλάδα μάλιστα, ως μικρή και περιφερειακή χώρα, έχει ανάγκη τέτοιους πολίτες για να επιβιώσει στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο πλανήτη και να διεκδικήσει ισότιμο ρόλο σε μια ενοποιημένη Ευρώπη. Τίποτε δεν χαρίζεται και οι από μηχανής θεοί της αρχαιότητας δεν υπάρχουν πια. Η δε νοοτροπία ότι όλοι οφείλουν στην Ελλάδα και τους Έλληνες, είναι επικίνδυνη. Η καλλιέργεια αυτής της λογικής οδηγεί στην εσωστρέφεια και στην απομόνωση, διότι διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Και τότε έχουμε επικίνδυνες, εθνικιστικού τύπου εσωτερικές εξελίξεις.
Βεβαίως οι πολιτικές στρεβλώσεις στην Ελλάδα, μετατρέπονται σε παράγοντες αποσταθεροποίησης όταν δεν γίνονται αντικείμενο διαλόγου και δεν οδηγούν σε συναινέσεις. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συγκυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Τα κυβερνητικά κόμματα, με ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας, φαίνεται να συνεννοούνται μόνο σε θέματα μνημονίου. Πέρα από αυτά, κυριαρχεί η μονοκομματική κυβερνητική λογική του πρωθυπουργού. Το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τα προβλήματα και οι εσωτερικές κυβερνητικές αντιπαραθέσεις σε σχέση με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και την Ε.Ρ.Τ. Ό,τι δηλαδή υπερβαίνει αυτά που είναι υποχρεωμένοι να εκτελέσουν από το μνημόνιο, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διαλόγου των κυβερνητικών εταίρων, ο οποίος θα καταλήξει στις απαραίτητες για την χάραξη πολιτικών, συναινέσεις. Ο μικρομεγαλισμός ο οποίος χαρακτηρίζει το πρώτο κόμμα και τον πρωθυπουργό, λειτουργεί ως νομιμοποιητικός παράγων για τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν γίνονται αποδεκτές όχι μόνο από τους κυβερνητικούς εταίρους, αλλά και από την πλειοψηφία στη Βουλή. Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να γίνει επεξεργασία πολιτικών και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός του μέλλοντος, από την κυβερνητική πλειοψηφία. Μια χώρα η οποία κυβερνάται από ένα τέτοιο σχήμα, δεν μπορεί να έχει βάσιμες ελπίδες για θετική πορεία και αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, όπως αυτή που αντιμετωπίζει τώρα. Η ανικανότητα ανάπτυξης διαλόγου, ο οποίος στηρίζεται σε στρατηγικό σχεδιασμό και επιστημονική τεκμηρίωση, ώστε να καταστούν δυνατές συγκλίσεις και συναινέσεις, χαρακτηρίζει το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον πρόεδρο του ομιλούντα και θα βγάλει τα ανάλογα συμπεράσματα. Ισχύουν τα ίδια. Κυριαρχούν, ο μεσιανισμός και ο μικρομεγαλισμός. Δημιουργείται η αίσθηση ότι η δυναμική της εξέλιξης, εξαρτάται από ταχυδακτυλουργικές αλχημείες και ιδεολογήματα και όχι από αναλυτική και συστηματική προσέγγιση της πραγματικότητας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο και την επεξεργασία ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού, ο οποίος εξειδικεύεται σε πολιτικές ανά τομέα.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ δύσκολο να αναδειχθούν πολιτικοί σχηματισμοί οι οποίοι μπορούν να αναπτύξουν μια διαφορετική ποιοτικά λειτουργία, εάν στο πεδίο του εκλογικού σώματος, λόγω μεγέθους, δεν πείθουν για την κυβερνησιμότητά τους. Και τούτο, διότι η ελληνική κοινωνία έχει μάθει να λειτουργεί πολιτικά με κριτήρια τα οποία πηγάζουν από αυτές τις στρεβλώσεις, οι οποίες οριοθετούνται από τον μεσιανισμό και το μικρομεγαλισμό. Αρκεί να δημιουργούν την εικονική προοπτική του ονείρου για μια φαντασιακή πραγματικότητα, η οποία διασφαλίζει την εκπλήρωση των καταναλωτικών επιθυμιών και γενικά μια ποιότητα ζωής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Αυτή τη δυσκολία πρέπει να αντιμετωπίσει και να υπερβεί και ο πολιτικός χώρος της κεντροαριστεράς, κάτω από την προϋπόθεση βεβαίως, ότι τόσο τα κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, όσο και εκπρόσωποι του κοινωνικού χώρου αναφοράς, θα αρχίσουν άμεσα συστηματικό διάλογο με στόχο την ανασύσταση ενός σύγχρονου δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχηματισμού.
Το πρόβλημα της Ε.Ρ.Τ. ανέδειξε και μία άλλη επικίνδυνη πολιτισμική στρέβλωση, η οποία έχει παρόμοια με τον πολιτικό μεσιανισμό και μικρομεγαλισμό, χαρακτηριστικά. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ισχυρισμός ότι η Ε.Ρ.Τ. παράγει πολιτισμό. Οι επικοινωνιακές ανάγκες για την προώθηση των θέσεων των εργαζομένων στις δύσκολες συνθήκες γι’ αυτούς και όχι μόνο, τους οδήγησε σε αυτή τη θέση. Το δίκαιο ενός αγώνα όμως, δεν σημαίνει ότι δικαιολογεί κάθε ισχυρισμό. Απεναντίας, σε βάθος χρόνου, θα αποδειχθεί βλαπτικός. Η εξιδανίκευση του πολιτισμικού παρελθόντος και η εικονική προβολή του στο παρόν, δεν σημαίνει ότι έχουμε και σύγχρονη παραγωγή πολιτισμού. Η Ελλάδα, παρά την ένταξή της στην κατηγορία των ανεπτυγμένων χωρών μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, πολιτισμικά καταναλώνει αξίες, επειδή είναι περιφερειακή καταναλωτική κοινωνία. Εκείνο που γίνεται στη χώρα μας στο πλαίσιο της λογικής της περιφερειακής κοινωνίας του θεάματος, είναι η αναπαραγωγή και κατανάλωση ανάλογων αυτής της λογικής αξιών, οι οποίες παράγονται στις ανεπτυγμένες χώρες, που κινούνται στον πυρήνα των χωρών αυτής της κατηγορίας και ταυτοχρόνως έχουν και γεωστρατηγικό εκτόπισμα με την αντίστοιχη επιρροή. Εξάλλου, οι πολιτισμικές αξίες παράγονται στο κοινωνικό πεδίο. Δυστυχώς εκεί δεν αναπτύσσεται δυναμική και αυτό επιδρά πολύ αρνητικά. Ήδη έχει αρχίσει με εντεινόμενο ρυθμό η πολιτισμική μετάβαση σε μια περίοδο έντονης ρευστότητας, στην οποία η αναζήτηση σύγχρονης ταυτότητας συνεχώς γίνεται πιο δύσκολη. Η ταχύτητα της εξέλιξης και η παγκοσμοποίηση, υπερβαίνουν τις δυνατότητες των κοινωνιών να αναπτύξουν σταθερές και με προοπτική στο χρόνο αξίες. Εξάλλου αυτό προϋποθέτει έντονη δραστηριοποίηση του σύγχρονου ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι και αυτό είναι πολύ δύσκολο, διότι ο ελεύθερος χρόνος είναι ανεπαρκής. Το μεγαλύτερο τμήμα του χρόνου αξιοποιείται για την διεκπεραίωση ρόλων από το άτομο, οι οποίοι υπηρετούν την αναπαραγωγή των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων και κυρίως του οικονομικού και του εργασιακού. Εάν δεν αναπτυχθεί αντίρροπη δυναμική, τότε ίσως η ελληνική κοινωνία να αναζητεί μάταια τη σύγχρονη πολιτισμική ταυτότητα, η οποία θα αποτελεί τη συνέχεια μίας ιστορικής διαδρομής, η οποία αποτέλεσε σημείο αναφοράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Από την έναρξη του 21ου αιώνα και μετά, βρισκόμαστε σε αυτή την καθοδική πορεία. Ο πολιτισμός ταυτίζεται με το θέαμα, το οποίο οριοθετείται αξιολογικά από το βαθμό καταναλωσιμότητάς του. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση αποτελεί το μέσο για την επικοινωνιακή διαχείριση πολιτισμικών προϊόντων, είτε με τη μορφή θεάματος, είτε με τη μορφή ακροάματος, σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
Τελικά, η Ε.Ρ.Τ. λειτούργησε ως αφορμή για την ανάδειξη πολιτικών και πολιτισμικών στρεβλώσεων, οι οποίες πρέπει να συνειδητοποιηθούν και να αποτελέσουν αφετηρία για την ενεργοποίηση των πολιτών και την ανάπτυξη κοινωνικής δυναμικής, η οποία θα προσπεράσει τις ξεπερασμένες πολιτικές λογικές και το γερασμένο και ξεπερασμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα πολιτικό σύστημα και την προέκτασή του, τον συνδικαλιστικό χώρο. Αυτό είναι πραγματοποιήσιμο με εργαλείο το δημοκρατικό διάλογο και την συνεχή αναζήτηση συναινέσεων, οι οποίες θα βασίζονται στην ανάλυση της πραγματικότητας σε βάθος και τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του μέλλοντος. Μακριά από ιδεολογήματα, μεσιανισμούς και μικρομεγαλισμούς. Για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος, είναι αδήριτη ανάγκη να αναλάβει την ευθύνη που της αναλογεί, η διανόηση. Με τη βοήθεια της γνώσης είναι σχεδιάσιμο το μέλλον, όχι με την αναγνωρισιμότητα της κοινωνίας του θεάματος.