Το μήνυμα ήταν σαφές. Η ισορροπία μεταξύ κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς δεν υφίσταται μετά τις εκλογές της τελευταίας Κυριακής. Όμως, το εκκρεμές εκκρεμεί, αφού ακόμα ισορροπία δε διαφαίνεται.
Τα δύο, πρώην πλέον, «μεγάλα» κόμματα, είχαν εγκλωβιστεί από την καθεστωτικού τύπου δέσμευση σε μια πολιτική λιτότητας που υπαγόρευσε το Βερολίνο με την υποστήριξη των χωρών ΑΑΑ. Απομένει, βέβαια, να δούμε εάν μπορούμε να μιλάμε και για πρώην «κόμματα εξουσίας».
Για την αποσύνθεση της κεντροδεξιάς, ευθύνη φέρει η σημερινή της ηγεσία. Πλέον του 9% της παράταξης αυτής βρήκε καταφύγιο στο λεγόμενο φιλελεύθερο τόξο, αφού η ΝΔ υιοθέτησε ρητορική Χρυσής Αυγής. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είναι δε γέννημα-θρέμμα του κ. Σαμαρά, αφού χωρίς την πρώιμη αντι-μνημονιακή του παντιέρα (που τάχιστα υπεστάλη), δε θα είχε γιγαντωθεί ο χώρος της λαϊκής δεξιάς. Τέλος, η Χρυσή Αυγή είναι η λογική και αυθεντική συνέπεια των αρχών και της ρητορικής Σαμαρά περί «ανακατάληψης πόλεων». Η διαίρεση αυτή μπορεί να είναι προσωρινή, μπορεί να είναι και μόνιμη, δεδομένου ότι η ΝΔ απέδειξε ότι δε διατηρεί έναν αξιακό πυρήνα που να της επιτρέπει να είναι κάτι παραπάνω από άθροισμα στελεχών.
Απομένει το ερώτημα του φάσματος της αριστεράς. Εάν πιστέψουμε εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο κ. Δραγασάκης, ή ακόμα και την περίφημη δήλωση του κ. Τσίπρα περί ανοχής στην (φανταστική) ψήφο ανοχής του κ. Καμμένου (σ.σ. και λογικά κάθε πολιτικής δύναμης πλην Χρυσής Αυγής), η αριστερά μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Μάλιστα, οι δημόσιες εμφανίσεις Δραγασάκη, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσχωρεί στη θέση της «διαπραγμάτευσης» με την Ε.Ε. της ΔΗΜΑΡ και όχι της «σταδιακής απεμπλοκής» ή άμεσης απεμπλοκής του ΚΚΕ. Εδώ έχουμε δύο ζητήματα:
1. Πρώτον, μίλησε ο κ. Δραγασάκης με τις υπόλοιπες συνιστώσες ή μόλις βρεθεί σε κυβερνητικό πόστο ο ΣΥΡΙΖΑ θα αρχίσει ν’ αποσυντίθεται; Το ερώτημα γίνεται ακόμα περισσότερο επιτακτικό, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προσεγγίζει τώρα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις. Σίγουρα, μόλις η δυνατότητα ανάληψης της εξουσίας μετουσιωθεί από σύνθημα σε υπαρκτή προοπτική (και μάλιστα με μπόνους), ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να κάνει επιλογές ή, με άλλα λόγια, «εσωτερικές εκκαθαρίσεις». Και, μάλλον, μεταξύ ψηφοφόρων και συνιστωσών, θα επιλέξει τους ψηφοφόρους, εάν υπάρχει κάποιο στοιχείο αυτοσυντήρησης. Σε αντίθετη περίπτωση, επειδή ο κόσμος θέλει υφιστάμενες επιλογές και όχι την υπόσχεση της μετά θάνατον ζωής, ο κόσμος θα στείλει ξανά το κόμμα Τσίπρα/Δραγασάκη στη ζώνη του λυκόφωτος του 3%.
2. Δεύτερον, μίλησε ο κ. Δραγάσακης με την κ. Μέρκελ και πώς ακριβώς ελπίζει να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στην Ε.Ε. χωρίς τη συνέργεια των σοσιαλδημοκρατών; Ο κ. Ολάντ είναι σε κάθε περίπτωση Σοσιαλιστής και μιλάει για πρόσθεση διαστάσεων αναπτυξιακής πολιτικής, χωρίς αφαίρεση διαστάσεων δημοσιοοικονομικής εξυγίανσης. Αυτό λέγεται «συμβιβασμός» ή «μέση λύση». Μόνο εάν γίνει δεκτή μια τέτοια στρατηγική έχουν νόημα οι προτάσεις Δραγασάκη για «προοδευτικό σύστημα φορολογίας», που, μάλιστα, «θα εξαλείψει το έλλειμμα». Μπορεί όμως να οικοδομήσει ο κάθε κ. Δραγασάκης μια τέτοια βάση διαπραγμάτευσης, ξεκινώντας από την καταγγελία του χρέους που βρίσκεται πλέον στα χέρια του «επίσημου τομέα» (βλ. κράτη-μέλη της Ε.Ε.) με μόνο σοβαρό σύμμαχο το γερμανικό Die Linke; Σε κάθε περίπτωση, μπορεί ένα ανένδοτο και αντιμνημονιακό κόμμα να διαπραγματευτεί «τις αρχές του», ή τις αρχές πολλών συνιστωσών; Και εάν η απάντηση είναι ναι, τότε, μήπως κανείς να μιλήσει για διαδοχή της λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ, αφού «η αριστερά που διατίθεται να κυβερνήσει», είναι επίσης η αριστερά που αποδέχεται ότι «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού»;
Εάν δοθεί απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, η αλήθεια είναι ότι η άρνηση του συνθήματος περί «ενότητας της αριστεράς» θα έχει κόστος για το ΚΚΕ, όπως είχε άλλωστε κόστος και σε μια παρόμοια άρνηση το 1981. Το ίδιο κόστος όμως θα έχει και για το ΣΥΡΙΖΑ η άρνηση της ψήφου εμπιστοσύνης εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει το τεκμήριο της θέλησης να κυβερνήσει. Και μάλιστα η άρνηση θα έχει μεγαλύτερες συνέπειες, αφού οι περισσότεροι νέοι ψηφοφόροι του κόμματος προέρχονται από την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ. Το ζήτημα είναι απλό: αφού το ΠΑΣΟΚ δεν κρίθηκε αξιόπιστη πρόταση εξουσίας, γιατί να μη γίνει αποδεκτή η κοινοβουλευτική του στήριξη, αφού σε μεγάλο βαθμό η εκλογική του βάση αποτελεί προέκταση αυτής του ΣΥΡΙΖΑ (και της ΔΗΜΑΡ);
Και κάπου εδώ τελειώνουν τα ψέματα. Τώρα θα φανεί εάν η πρόταση του κ. Τσίπρα και της ΔΗΜΑΡ, που προβλέπει την αποχώρηση της τρόικας, αλλά την παραμονή των κεφαλαίων της, είναι εφικτή. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δε δοκιμάσει, τότε η ευθύνη για ό,τι μπορεί να συμβεί έως το τέλος του τρέχοντος μήνα, θα τον βαρύνει αποκλειστικά. Και σε αυτήν την περίπτωση, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η ΔΗΜΑΡ, θα μπορούν να κρυφτούν πίσω από το μπόνους των 50 εδρών, αφού είτε με, είτε χωρίς αυτό, τα κουκιά δε βγαίνουν. Ο σχηματισμός κυβερνήσεων δεν μπορεί να βασιστεί στο άθροισμά συνιστωσών, αλλά μόνο στη σύνθεση κοινωνικών αιτημάτων. Αυτός είναι ένας δρόμος προς την εξουσία – που ενίοτε φθείρει – και είναι σε κάθε περίπτωση γεμάτος αντιφάσεις. Καλώς ήλθατε στον κόσμο του ΠΑΣΟΚ.
Πέρα από τις επιλογές της αριστεράς χωρίς αίσθηση του κέντρου, το ΠΑΣΟΚ πρέπει επίσης να αποφασίσει τι ρόλο θα παίξει μελλοντικά. Τη δεκαετία του 1970 αποτέλεσε καταλύτη για τη διαμόρφωση κυβερνητικής πρότασης της αριστεράς. Σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική του υπεροχή βασίστηκε σε δύο πυλώνες:
1. Πρώτον, στην ηθική υπεροχή που απέκτησε κατά την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης του τόπου, όπου έθεσε τα θεμέλια για μια νέα μεσαία τάξη. Ας θυμηθούμε ότι η εκλογική μας βάση σήμερα δεν αποτελείται από νέους.
2. Δεύτερον, στην παντοδυναμία του στο κράτος και το συνδικαλιστικό κίνημα. Ας θυμηθούμε ότι ο λόγος που κριθήκαμε «αναποτελεσματικοί μεταρρυθμιστές», είναι γιατί ουσιαστικά έπρεπε να ξεκληρίσουμε τις κοινωνικές μας αναφορές για να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα.
Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να αναζητήσει νέους πυλώνες: το «πού», «με ποιους» και «πότε», είναι ακόμα ανοικτά ερωτήματα. Ως αφετηρία έχουμε το 13,2% του εκλογικού σώματος. Αλλά δε μπορούμε πάντα να δανειζόμαστε από το παρελθόν για να βγάζουμε «μια ακόμα» εκλογική αναμέτρηση. Ακόμα και αυτό το ιστορικά ισχνό ποσοστό, τίθεται σήμερα υπό διαπραγμάτευση. Όλα εξαρτώνται από τις επιλογές μας. Σε κάθε περίπτωση, το βασικό ζήτημα αύριο δεν είναι η συλλογή «άφθαρτων στελεχών», αλλά μια ευρύτερη συζήτηση από σήμερα για το ποιοι είμαστε, τι σχέση έχουμε με το παρελθόν μας και, τελικά, τι υπόσχεση κομίζουμε για το μέλλον.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ