Τους τελευταίους μήνες όλο και περισσότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη κλυδωνίζονται, είτε από τις πολιτικές διαχείρισης της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, είτε από αιφνίδιες πολιτικές κρίσεις. Στη Γαλλία, το σπάσιμο του δημοκρατικού μετώπου στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, έφερε τη λαϊκιστική αριστερά του Μελανσόν στην αξιωματική αντιπολίτευση και την ακροδεξιά της Λεπέν με ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Στην Ιταλία μετά την κατάρρευση της Κυβέρνησης Ντράγκι από τα τυχοδιωκτικά πολιτικά παιγνίδια των λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων, το νεοφασιστικό κόμμα της Μελόνι φαίνεται να διεκδικεί την πρωτιά από την προοδευτική συμμαχία των Δημοκρατικών. Στην Ελλάδα, η υπόθεση της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη, η θολή αντίδραση της Κυβέρνησης περί «νόμιμης» αλλά «πολιτικά μη αποδεκτής ενέργειας», οι υποψίες για ενδεχόμενη χρήση του παράνομου λογισμικού Predator, αλλά και οι αποκαλύψεις για τον αδικαιολόγητα μεγάλο αριθμό παρακολουθήσεων πολιτών προκαλούν σήμερα μια σοβαρή πολιτική κρίση και οδηγούν προοπτικά σε μια κρίση διακυβέρνησης.
Η τελευταία υπόθεση δεν αποτελεί απλά ένα «κλυδωνισμό», ούτε αφορά μόνο προσωπικά τον Ν. Ανδρουλάκη. Είναι ένα ζήτημα ποιότητας της Δημοκρατίας, σεβασμού του Συντάγματος και των θεσμών του Κράτους Δικαίου. Συνιστά, παράλληλα, μια επικίνδυνη ρωγμή στις σχέσεις πολιτικών δυνάμεων του ευρωπαϊκού τόξου, οι οποίες με δεδομένες τις πολιτικές διαφορές τους και τις προγραμματικές αποκλίσεις τους είχαν πάντα ένα κοινό πεδίο συνεννόησης και σύγκλισης, αυτό των αρχών και αξιών της φιλελεύθερης Δημοκρατίας. Σε αυτό το πεδίο φυσικά δεν χωρούν ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, ούτε σκιές από την αναβίωση «κοριών» και παρακρατικών μεθόδων του παρελθόντος. Η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία αποδεικνύει ότι όταν οι δύο παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες, οι δυνάμεις της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, χάνουν το πεδίο συνεννόησης στα βασικά διακυβεύματα της δημοκρατικής λειτουργίας, τότε επωφελούνται οι δυνάμεις του λαϊκισμού και του πολιτικού ανορθολογισμού. Η επικίνδυνη ρωγμή στο μέτωπο των δυνάμεων του ευρωπαϊκού τόξου προκλήθηκε από την ίδια την Κυβέρνηση και από την προσπάθεια αποποίησης της πολιτικής ευθύνης της για τις απαράδεκτες, αλλά και παράνομες παρακολουθήσεις, συμπαρασύροντας μαζί και το αφήγημα περί κανονικότητας. Κανονικότητα με παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων ούτε υπήρχε ποτέ ούτε μπορεί να υπάρξει στη Δημοκρατία. Γι’ αυτό σήμερα «χαίρεται και χαμογελά» ο ΣΥΡΙΖΑ της χειραγώγησης των θεσμών και της ενορχήστρωσης σκευωριών, εφευρίσκοντας ένα παράθυρο συμψηφισμών για τη δική του καθεστωτική διακυβέρνηση. Γι’ αυτό, ο κ. Τσίπρας φτάνει να διεκδικεί όχι πια την «απλή εναλλαγή στην εξουσία», αλλά την «ανασύνταξη της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας» (!) με «επανεκκίνηση στην ΕΥΠ, στη Δικαιοσύνη, στη λειτουργία των ΜΜΕ, στις ανεξάρτητες αρχές και στους ελεγκτικούς μηχανισμούς». Σε αυτή την απόλυτη καταιγίδα, φαντάζομαι ότι τις λεπτομέρειες της «ανασύνταξης» θα τις αναλάβει ο κ. Πολάκης…
Μπροστά μας διανοίγεται μια πολιτικά δύσκολη και αχαρτογράφητη περίοδος, χωρίς δικλίδες ασφαλείας. Για να αποτραπεί η παρατεταμένη διολίσθηση στην πολιτική αστάθεια και η πολιτική κερδοφορία του λαϊκισμού δεν αρκεί πλέον μόνο η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από την Κυβέρνηση. Απαιτείται η πλήρης διαλεύκανση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, με παρέμβαση της Δικαιοσύνης και της Βουλής, καθώς και η άμεση θωράκιση της λειτουργίας των υπηρεσιών πληροφοριών με δημοκρατικές και δικαιοκρατικές εγγυήσεις ελέγχου. Η οφειλόμενη αλήθεια, όπως και η πολιτική στο Κέντρο του δημοκρατικού φάσματος έχουν συχνά μεγάλο κόστος. Είναι το κόστος της Δημοκρατίας της ευθύνης. Αλλά αυτό οι δυνάμεις του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς το γνωρίζουν, γιατί πάντα αρνήθηκαν να παίξουν την τύχη της χώρας στα ζάρια.
Πηγή: www.tanea.gr