Το πρόσφατα εισαγμένο στην Ελλάδα μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών μέτρο επιχειρησιακής σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος με την ονομασία ΣΔΙΤ, σκοπεύει στην αποκαθήλωση του κρατικού συγκεντρωτισμού και της γραφειοκρατικής Λερναίας Ύδρας του ελληνικού παρασιτικού κατεστημένου. Ο δημόσιος πλούτος παραμένει δημόσιος, το ΤΑΙΠΕΔ σκοπεύει να παραχωρήσει με ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς πλήρους διαχειριστικής διαφάνειας, τη χρήση δημοσίων χώρων υπό μορφή ενοικίασης και πλήρους χρηματοδότησης των απαιτούμενων υποδομών από τους ιδιώτες εντολοδόχους επιχειρηματίες.
Παρακινείται έτσι το ιδιωτικό επιχειρείν να αριστεύσει στις επιδόσεις του, ανταγωνιστικά με ίσους όρους πανευρωπαϊκά και με πλήρη διαύγεια για την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας, τη μεταρρυθμιστική γοργή σύγκλιση της πιο φτωχής οικονομικά και θεσμικά καθυστερημένης χώρας των 27 εταίρων, προς τα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κοινωνικά και οικονομικά μοντέλα, της ευημερίας, αλληλεγγύης και προόδου.
Όμως ελλοχεύει ο προφανής κίνδυνος να υποχωρήσει η πολιτική ως κοινωνικός συλλογικός προγραμματισμός του πολίτη, με τελικό αποκλειστικό όφελος τα οικονομικά συμφέροντα των καπιταλιστών επενδυτών, που σαν κοράκια επιδιώκουν να κατοχυρώσουν δικαιώματα εκμετάλλευσης του δημόσιου πλούτου, με τη συνενοχή - εμπλοκή διαφθοράς της πολιτικής τάξης και ιθαγενών πολιτικάντηδων αχυρανθρώπων τους, ρυθμιστών στις αναθέσεις των δημοσίων έργων με αδιαφάνεια και υστεροβουλία, πανευρωπαϊκούς πρωταθλητές διαφθοράς.
Απειλούνται κάθετα οι κοινωνικές κατακτήσεις και δικαιώματα όπως για παράδειγμα το ασφαλιστικό, η υγεία, η παιδεία, η άμυνα, συλλογικές συμβάσεις εργασίας...
Προωθείται μια παράλληλη ιδιωτική σύνταξη με φροντίδα του ίδιου του ασφαλισμένου σε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλισης που βάζει σε κίνδυνο το ελάχιστο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων.
Η αποψίλωση της δημόσιας υγείας οδηγεί ολοένα και περισσότερο εξαναγκασμένους πολίτες, ήδη υποταγμένους στη λογική με "το φακελάκι" στα δημόσια νοσοκομεία, προς την ιδιωτική αγορά υγείας.
Η παραπαιδεία των φροντιστηρίων ενός συστήματος που ετοιμάζει απόφοιτους χωρίς γνωστική επάρκεια και μετατρέπει τα σχολεία σε εξεταστικά κέντρα παροχής σχετικών τίτλων σπουδών, μια καθαρά ελληνική πρωτοτυπία πανευρωπαϊκά!
Οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν ένα μεγάλο παρασιτικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας με χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό δυσανάλογα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που όμως καλλιεργείται σκόπιμα μακριά από τη σύγχρονη τεχνολογία με καθαρά πελατειακά κριτήρια και φανφάρες εθνικοφροσύνης.
Στην Ελλάδα δεν κατοχυρώνεται ο βασικός κοινωνικός μισθός επιβίωσης, εφόσον η χώρα βρίσκεται διαρκώς με προβληματικούς προϋπολογισμούς, υπό πτώχευση και στενή επιτήρηση διαχείρισης του χρέους έως και το 2060.
Η σχεδόν ανύπαρκτη ελληνική κοινωνία πολιτών και το έλλειμμα οργανωμένων δημοκρατικών συλλογικοτήτων, οφείλει να συγκροτηθεί επιτέλους και να δώσει μάχη αντίστασης, να επιμείνει στη σύγκλιση του ελληνικού πολιτειακού θεσμικού πλαισίου στις πιο αναπτυγμένες κοινωνικά και πολιτειακά χώρες της Βόρειας Ευρώπης, με ώριμες διεκδικήσεις διευρυμένων δικαιωμάτων και ισχυρής κοινωνικής συνοχής. Ενός σύγχρονου κράτους που δεν παράγει τίποτα στην ελεύθερη αγορά, δεν κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό σε κανέναν, είναι όμως αποτελεσματικός διαιτητής στην οικονομία και ισχυρός εγγυητής παροχών πρόνοιας και ευημερίας για όλους.
Ο προφανής κίνδυνος είναι να υποχωρήσει η σημερινή στοιχειώδης πολιτική συμμετοχή του Έλληνα, έστω και με χαρακτηριστικά ραγιαδισμού στη σατραπική, αυταρχική εξουσία με στοιχεία προσωποκεντρικά στην κρατική διαχείριση και προσωπολατρείας στην πολιτική οργάνωση, προς την πλήρη αποχή και ιδιώτευση. Να δοθεί ελεύθερος χώρος στα μονοπωλιακά ισχυρά συμφέροντα που αναπαράγουν κοινωνική αδικία και αποκλεισμούς, ώστε να παράγουν πλούτο με αποικιακούς όρους και τον επανεπενδύουν σε τρίτες χώρες με όρους στυγνής καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης εκμετάλλευσης, τύπου εξαγώμενης "δημοκρατορίας" υπό την προστασία των υπερσύγχρονων όπλων και υπάκουων μισθοφόρων, στρατευμάτων πολιτικάντηδων αχυρανθρώπων.
Όπως σημειώνει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν στις «Παράπλευρες απώλειες»:
«Η “ιδιώτευση” μεταθέτει το βαρύτατο έργο της προβολής αντίστασης ενάντια στα κοινωνικά παραγόμενα προβλήματα και της επίλυσής τους, στους ώμους ανδρών και γυναικών ατομικά, […] φέρνει τα άτομα σε αμοιβαίο ανταγωνισμό[…] ενώ αντίθετα το κοινωνικό κράτος τείνει να ενώνει τα μέλη του σε μια προσπάθεια να προστατεύσει όλα και καθένα από αυτά». Κατά τον Μπάουμαν, ένα κράτος είναι κοινωνικό όταν προωθεί την «αρχή της κοινοτικά κυρωμένης συλλογικής ασφάλειας» ενάντια στις ατομικές ατυχίες και τις επιπτώσεις τους.
Υπάρχει και άλλη μια διάσταση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής: Αποσαθρώνει τα θεμέλια στα οποία η κρατική εξουσία στηριζόταν ολοένα και περισσότερο κατά το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης νεωτερικής εποχής των κοινωνικών κατακτήσεων του Διαφωτισμού. Όταν αδυνατείς να οδηγήσεις έναν λαό στην ευημερία, συζείς δομικά με τη φτώχεια, η καλύτερη λύση για να συγκαλύψεις τις προθέσεις σου ή την αδυναμία σου, είναι να μεταφέρεις το ενδιαφέρον του αλλού, στην προσωπική του ασφάλεια εν προκειμένω, με τέτοιο τρόπο ώστε να προταχθεί έναντι της οικονομικής του ανασφάλειας που δημιουργεί ο νεοφιλελευθερισμός.
Μας λέει πάλι ο Μπάουμαν: «Το σύγχρονο (νεοφιλελεύθερο) κράτος έχοντας αναιρέσει την προηγούμενη προγραμματική του δέσμευση να πατάξει την υπαρξιακή αβεβαιότητα κι ανασφάλεια που παράγεται από την άναρχη αγορά […] πρέπει να αναζητήσει άλλες μη οικονομικές εκδοχές τρωτότητας κι αβεβαιότητας πάνω στις οποίες θα στηρίξει την αβεβαιότητά του. Αυτή η εναλλακτική λύση φαίνεται να έχει εντοπιστεί στο θέμα της προσωπικής ασφάλειας: Πραγματικοί ή υποτιθέμενοι φόβοι για απειλές ενάντια στην ανθρώπινη ζωή, τις περιουσίες ή τις κατοικίες».
Πώς θα το επιτύχει αυτό; «(Θα) πρέπει να ενισχυθεί τεχνητά ή τουλάχιστον να δραματοποιηθεί τεχνητά (το θέμα της προσωπικής ασφάλειας) σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εμπνεύσει ένα επαρκές επίπεδο φόβου και την ίδια στιγμή να υπερβεί σε βαρύτητα, να επισκιάσει και να υποβιβάσει σε δευτερεύουσα θέση την οικονομικά παραγόμενη ανασφάλεια, για την οποία η κυβέρνηση του κράτους δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα, με το τίποτα να είναι αυτό που πρόθυμα θέλει τελικά να κάνει. Ώστε η μη πραγματοποίηση των προαγγελθεισών απειλών να μπορεί να επικροτηθεί ως μεγάλη νίκη της κυβερνητικής εχεφροσύνης ενάντια στην εχθρική μοίρα: Ως αποτέλεσμα της αξιέπαινης επαγρύπνησης, φροντίδας και καλής θέλησης των οργάνων του κράτους».
Όπως για παράδειγμα η απομάκρυνση γυναικόπαιδων κυρίως από τα υπό κατάληψη κτίρια που προβλήθηκε δυσανάλογα από την κυβέρνηση, τα περιστατικά βίας σε βάρος πολιτών τις μέρες εορτασμού του Πολυτεχνείου ή στο όνομα της «προστασίας» του πανεπιστημιακού ασύλου.
Πού οδηγούν όλα αυτά τις νοητικές μας αντιλήψεις; Να προσαρμόζονται βαθμιαία και να αποδέχονται ως δημοκρατική και αναγκαία κάθε προτεραιότητα προβαλλόμενη από τους φορείς της εξουσίας, με ολική αποχή του πολίτη από την πολιτική ενημέρωση, συμμετοχή, απόφαση πάνω στα ζητήματα δημοσίου συμφέροντος και κυβέρνησης του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Μας το λένε ο Στηβ Λεβίτσκι και ο Ντάνιελ Ζίμπλατ στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες»:
«Το τραγικό παράδοξο στην περίπτωση του εκλογικού δρόμου προς τον αυταρχισμό, είναι ότι αυτοί που επιδιώκουν την κατάλυση της δημοκρατίας χρησιμοποιούν συχνά τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς ώστε σταδιακά, “ανεπαισθήτως”, ακόμη και νομιμοφανώς, να πετύχουν τον στόχο τους».
«Ο εκλογικός νόμος προς την κατάλυση της δημοκρατίας είναι και πιο ύπουλος ίσως […] Με την έννοια ότι έχουν την έγκριση εκλεγμένων νομοθετικών σωμάτων ή γίνονται αποδεκτές από τα δικαστήρια. Μάλιστα, συχνά παρουσιάζονται σαν προσπάθεια για μια “καλύτερη”, “πιο αποτελεσματική” δημοκρατία… Έτσι για πολλούς η διάβρωση και η “αποψίλωση” της δημοκρατίας δεν γίνεται καν αντιληπτή».