Το κυρίαρχο αφήγημα της mainstream ιδεολογικής ανάλυσης είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται εδώ και χρόνια σε κρίση, τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό ειδικότερα επίπεδο. Έχω την εντύπωση ότι ακόμα κι εμείς οι σοσιαλδημοκράτες έχουμε αποδεχτεί εκ κεκτημένης ταχύτητας σχεδόν μοιρολατρικά την βασιμότητα της εκτίμησης αυτής, παραγνωρίζοντας μια σειρά ουσιωδών μεταβολών στον τρόπο λειτουργίας του παγκόσμιου καπιταλισμού, όσο και του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που αμφισβητούν πια ανοιχτά και θεμελιωμένα την κοινή αυτή αντίληψη.
Η σοσιαλδημοκρατία βρισκόταν πράγματι σε κρίση από τα τέλη της δεκαετίας του 70 μέχρι το 2008. Κι όταν μιλούμε για κρίση δεν εννοούμε αυστηρά μια κρίση εκλογικής απήχησης (που και αυτή σημειώθηκε από ένα σημείο και μετά), αλλά κυρίως μια κρίση ιδεολογικών εργαλείων αντιμετώπισης των προκλήσεων του σύγχρονου κόσμου. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τα αμήχανα ιδεολογήματα περί «τρίτου δρόμου» που εμφανίστηκαν και από το ταχέως ιδεολογικά εξελισσόμενο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 80 μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον σοβιετικής παρακμής και θριάμβου του ριγκανοθατσερικού νεοφιλελευθερισμού, αλλά και (σε διαφορετική μορφή και περιεχόμενο) τη δεκαετία του 90 στη Μ. Βρετανία του Τόνι Μπλερ.
Αποκορύφωμα της αμηχανίας αυτής που κατέληξε εν τέλει σε μια σχεδόν άνευ όρων παράδοση στη φιλελεύθερη λογική υπήρξε η περίφημη «ατζέντα 2010» στη Γερμανία του σοσιαλιστή Σρέντερ. Μια (νέο)φιλελεύθερη επί της ουσίας οικονομική πολιτική με κεντροαριστερή ταμπέλα που οδήγησε όμως στο γερμανικό θαύμα. Προβληματίστηκε τότε κανείς με αυτή την αντίφαση; Αν χρειαζόταν η σοσιαλδημοκρατία να καταφύγει σε φιλελεύθερα εργαλεία προκειμένου να πετύχει ένα οικονομικό θαύμα τότε είναι προφανές ότι βρισκόταν ενώπιον υπαρξιακού αδιεξόδου.
Πράγματι έτσι ήταν. Η σμίλευση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας (ταχύτητα στην κίνηση κεφαλαίων, φορολογικοί παράδεισοι, χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός) ήταν φανερό πως έδινε το προβάδισμα στον φιλελευθερισμό, ο οποίος ήταν εκ της φύσεώς του πιο προσαρμοστικός και πιο δεκτικός στις νέες συνθήκες, αφαιρώντας ζωτικό χώρο ύπαρξης από την σοσιαλδημοκρατία. Η φρενήρης παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δεν μεταφράστηκε και σε παγκοσμιοποίηση της πολιτικής, συνεπώς ο κρατικοπαρεμβατισμός πέρασε σε δεύτερη μοίρα, κατέστη αδύναμος να παρέμβει και να καθορίσει τα πράγματα.
Η ιστορία όμως δεν κινείται ευθύγραμμα. Κάθε ιστορική περίοδος έχει τα ιδιαίτερα προτάγματα και τις αναγκαιότητές της. Έχει στροφές και πισωγυρίσματα που ανατρέπουν πεπλανημένες βεβαιότητες και απατηλές οριστικότητες. Φάνηκε ότι η κατεύθυνση αυτή προσέγγισε κάποτε τα ακρότατα όριά της απειλώντας πια τη βιωσιμότητα και λειτουργικότητα του ίδιου του καπιταλισμού. Χρειάστηκε το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 στις ΗΠΑ (ένα προϊόν καθαρά του αχαλίνωτου χρηματοπιστωτισμού) προκειμένου να ξαναγίνει η σοσιαλδημοκρατία επίκαιρη και να παρατηρείται πλέον το αντίστροφο φαινόμενο: φιλελεύθερες/συντηρητικές/δεξιές κυβερνήσεις να καταφεύγουν σε σοσιαλδημοκρατικές/κρατικοπαρεμβατικές επιλογές προκειμένου να αποτρέψουν την κατάρρευση των εθνικών τους οικονομιών!
Γιατί τι άλλο πέρα από επιλογές μιας αμιγώς σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας υπήρξαν οι θεσμοί της αυστηρότερης δημόσιας εποπτείας του τρόπου λειτουργίας των τραπεζών, οι διασώσεις με κρατικό χρήμα μεγάλων ιδιωτικών βιομηχανιών, οι περιορισμοί στα bonus των τραπεζικών στελεχών, η ακραιφνής πιστωτική χαλάρωση δια χειρός Μπερνάκι και μια σειρά από άλλα πράγματα;
Βεβαίως, και στην Ευρώπη παρατηρείται πλέον το ίδιο φαινόμενο με την συνήθη όμως καθυστέρηση σε σχέση με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το πρώτο ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή ήδη έγινε και δεν είναι άλλο από το περίφημο πακέτο πιστωτικής χαλάρωσης Ντράγκι, άσχετα βεβαίως αν η χώρα μας για λόγους εθνικών ιδιαιτεροτήτων αδυνατεί να το εκμεταλλευτεί. Η ουσία είναι ότι το μέχρι πρότινος φαινομενικά απαρασάλευτο δίπολο «λιτότητα-μεταρρυθμίσεις» ως πανάκεια εξόδου από την κρίση μπολιάζεται πλέον και με το ζέσταμα των πραγματικών οικονομιών. Τούτο δεν σημαίνει ότι έχουμε φτάσει φυσικά στο επιθυμητό επίπεδο. Μια αρχή έχει γίνει μόνο και απομένουν πολλά και ουσιαστικά βήματα ακόμα.
Μήπως λοιπόν έχει έρθει η στιγμή να αναθαρρήσουμε; Μήπως πρέπει να αρχίσουμε σταδιακά να συνειδητοποιούμε ότι τόσο η διεθνής οικονομία, όσο και το κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι που πρωτίστως μας αφορά έχουν αρχίσει να μετακινούνται προς τη δική μας ατζέντα; Μήπως ωριμάζουν οι συνθήκες για μια νέα πολύπλευρη ιδεολογική αντεπίθεση;
Νομίζω ότι η απάντηση οφείλει να είναι θετική. Επειδή όμως διανύουμε μια περίεργη μεταβατική εποχή που εκτός από την ελπίδα μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας που ανατέλλει παρατηρείται και το απειλητικό φάσμα της εθνικής περιχαράκωσης είτε στην ακροδεξιά είτε στην ακροαριστερή του παραλλαγή αυτό που οφείλουμε πρώτιστα να κάνουμε είναι να οριοθετήσουμε με σαφήνεια το ιδεολογικό μας γήπεδο, όχι για να το περιχαρακώσουμε και να το αποκόψουμε από φιλελεύθερες ή αριστερές ωσμώσεις (πράγμα καθόλα χρήσιμο και απαραίτητο σε μια τόσο σύνθετη, πολυπρισματική και περίπλοκη εποχή), αλλά για να θεμελιώσουμε βαθιά τη βάση της ιδεολογικής μας διαπραγμάτευσης και αλληλεπίδρασης. Να συστηθούμε αυτοτελώς και με το δικό μας όνομα στο ραντεβού με άλλους χώρους, προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ αν θέλουμε να επιτύχουμε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα στην ανταγωνιστική ιδεολογική διαπάλη.
Ως εκ τούτου πρέπει να είμαστε συνεννοημένοι. Στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες συνθήκες, καθώς και στον κακοτράχαλο δρόμο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν μπορούν να υπάρξουν νησίδες σοσιαλδημοκρατίας σε μια μόνο χώρα (για να θυμηθούμε και την σταλινική τερατολογία περί «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα»). Η σοσιαλδημοκρατία θα επικρατήσει αν νικήσει ιδεολογικά κι εν τέλει εκλογικά στο επίπεδο των συνολικών ευρωπαϊκών συσχετισμών. Δεν είμαστε σε αυτή τη φάση ακόμα. Αυτός είναι και ο λόγος που στην μνημονιακή Ελλάδα ήταν μαθηματικά αδύνατο να υπάρξει σοσιαλδημοκρατική διέξοδος και αυτό ήταν που δεν κατόρθωσαν να εξηγήσουν ορισμένοι πάλαι ποτέ υπουργοί της αλήστου μνήμης κυβέρνησης ΓΑΠ που έβγαιναν αμήχανα κι έλεγαν εκείνο το φοβερό «παίρνουμε μέτρα εκτός του ιδεολογικού μας πλαισίου, αλλά απαραίτητα για την έξοδο από την κρίση», προκαλώντας την εύλογη ένσταση «μα αν το ιδεολογικό σας πλαίσιο δεν προσφέρει έξοδο από την κρίση τότε γιατί το ασπάζεστε»;
Κι επειδή πρέπει απαραιτήτως να μετουσιώσουμε την ιδεολογία σε πολιτική ας περάσουμε για τη διευκόλυνση της ανάλυσης από τον όρο «σοσιαλδημοκρατία» στον όρο «κεντροαριστερά».
Γιατί δεν είμαστε αριστεροί.
Η κεντροαριστερά ΔΕΝ είναι αριστερά. Αριστερά είναι η αριστερά. Η κεντροαριστερά είναι πρωτίστως κέντρο συνεπικουρούμενο από αριστερά. Ένα κέντρο που γέρνει στα αριστερά. Δεν είμαστε αριστερά γιατί δεν αμφισβητούμε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν αρνούμαστε το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς, αναγνωρίζουμε το κέρδος, την ανταγωνιστικότητα και την ιδιωτική επιχειρηματικότητα ως κινητήριους μοχλούς της οικονομίας. Δεν φλερτάρουμε με λογικές κουρέματος χρεών, μαζικών εθνικοποιήσεων τομέων της οικονομίας, κρατικών μονοπωλίων και κεντρικού προγραμματισμού στο επίπεδο της παραγωγής. Γιατί δεν πιστεύουμε ότι ο αντιπαραγωγικός κρατισμός και συντεχνιασμός του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ο πελατειακός προστατευτισμός συνιστούν φιλολαϊκή επιλογή, αλλά αντίθετα τροχοπέδη οικονομικής ανάπτυξης.
Γιατί δεν είμαστε κεντροδεξιοί.
Γιατί πρωτίστως αμφισβητούμε το σημερινό κυρίαρχο ευρωπαϊκό μοντέλο που είναι παιδί της πλειοψηφούσας ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας. Γιατί δεν είμαστε άκρατα πληθωρισμοφοβικοί και πιστεύουμε ότι η πιστωτική χαλάρωση και το ζέσταμα της πραγματικής οικονομίας αποτελεί αναγκαία (όχι ικανή όμως) συνθήκη για την έξοδο από την κρίση. Γιατί χωρίς να αρνούμαστε την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής και της εξάλειψης των καταναλωτικών ελλειμμάτων θεωρούμε ότι η Ευρώπη πρέπει να περάσει στη λύση του ευρωομολόγου μέσα στο πλαίσιο της ολοκλήρωσής της και γιατί θεωρούμε πως η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη επιβάλλει την αύξηση της κατανάλωσης στις χώρες του πλεονασματικού βορά προς ανακούφιση του ελλειμματικού νότου.
Γιατί δεν είμαστε νεοφιλελεύθεροι.
Διότι δεν πιστεύουμε στο δόγμα «όσο το δυνατόν χαμηλότεροι φόροι παντού». Γιατί επιζητούμε ένα επαρκές και ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος, προστάτη των πραγματικά αδύναμων που χρειάζεται κοινωνικές μεταβιβάσεις και εγγυητή ίσων ευκαιριών για όλους. Γιατί νομίζουμε ότι οι οικονομικά ισχυροί πρέπει να συμβάλλουν περισσότερο στα δημόσια έσοδα,γιατί δεν αποδεχόμαστε μοιρολατρικά την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά τείνουμε στον μετριασμό τους. Γιατί απορρίπτουμε ένα παραγωγικό μοντέλο που εδράζεται στην συνεχή υποτίμηση του κόστους εργασίας και στην πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων (απελευθέρωση απολύσεων, χτύπημα συλλογικών συμβάσεων, εργοδοτική αυθαιρεσία, πλήρως ελαστικές εργασιακές σχέσεις, περιορισμός του δικαιώματος στην απεργία). Γιατί θεωρούμε ότι το συγκριτικό παραγωγικό πλεονέκτημα μπορεί να βασιστεί στην ποιότητα, στην πάταξη των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, στην σταθερότητα των κανόνων του παιχνιδιού, στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, στην άρση των εμποδίων της επιχειρηματικότητας. Γιατί δεν απορρίπτουμε αξιωματικά κάθε έννοια κρατικής παρέμβασης και πιστεύουμε στην αξία των δημόσιων επενδύσεων ως επικουρικό εργαλείο υποβοήθησης της οικονομικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης. Διότι δεν θεωρούμε βιώσιμο το μοντέλο του ανεξέλεγκτου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού που παράγει φούσκες χωρίς συγκροτημένη δημόσια εποπτεία ούτε θεωρούμε υγιή τα φαινόμενα των φορολογικών παραδείσων που στερούν μυθικά ποσά από την δημόσια φορολόγηση και συνεισφορά στα κοινά βάρη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά ένα συνοπτικό (κατά το δυνατόν) περίγραμμα. Νομίζω όμως πως σκιαγραφούν με σχετική επάρκεια τις συντεταγμένες πάνω στις οποίες πρέπει να σχεδιαστεί η νέα ανατέλλουσα και αντεπιτιθέμενη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά. Ο σύγχρονος κόσμος την έχει ανάγκη περισσότερο παρά ποτέ.