Έκλεισε την πρώτη εβδομάδα της η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε έναν καταιγισμό γεγονότων που έδωσαν άφθονη τροφή τόσο στα ΜΜΕ, όσο και στους πολίτες που έσπευσαν μάλιστα, μέσω δημοσκόπησης, να δηλώσουν ευχαριστημένοι σε ποσοστό πρωτοφανές. Είναι άραγε η εικόνα της πραγματικότητας, αυτή που δίνει το καθημερινό ρεπορτάζ τύπου «αγώνα Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού»; Οι πολίτες δικαίως είναι ευχαριστημένοι και αισιόδοξοι όπως έδειξε η πρώτη μετά τις εκλογές δημοσκόπηση; Εν τέλει, αυτή η εικόνα της επιφάνειας μπορεί να αντικατοπτρίζει μέσες-άκρες την πραγματικότητα της επιφάνειας, όχι όμως και της πραγματικότητας. Κάτω από τα φαινόμενα ρέει η αναπόφευκτη πραγματικότητα της ουσίας. Και αυτή θα αναδεχτεί αν δούμε τις εξελίξεις από κάποια απόσταση και με οργανωμένη παρατήρηση.
Με ποια πλατφόρμα διεκδίκησε και κέρδισε την κυβέρνηση το ΣΥΡΙΖΑ; Τρία ήταν τα βασικά της συνθήματα: Η κατάργηση του «μνημονίου», η αποπομπή των εποπτών της Τρόικα, το κούρεμα του χρέους και η άμεση εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Τι διαπιστώθηκε την πρώτη εβδομάδα της νέας κυβέρνησης; Οι δεσμεύσεις του μνημονίου αναγνωρίστηκαν, άρα το μνημόνιο δεν καταργήθηκε, προτάθηκε η ρύθμιση των μελλοντικών σχέσεων με τους πιστωτές πάνω στη βάση μιας νέας συμφωνίας, άρα το παλιό μνημόνιο προτείνεται ν’ αντικατασταθεί με ένα νέο που θα φέρει το όνομα «συμφωνία». Κάτι τέτοιο θα γινόταν έτσι κι αλλιώς αφού τον Δεκέμβριο είχε λήξει η ισχύς του μνημονίου και η κυβέρνηση πορεύονταν με μια δίμηνη τεχνική παράταση της ισχύος της. Επομένως, η νέα κυβέρνηση πορεύτηκε πάνω στην γραμμή συνέχειας με την προηγούμενη. Ευχάριστο, επειδή δείχνει ότι η νέα κυβέρνηση αρχίζει να αναγνωρίζει τους περιορισμούς της πραγματικότητας, με άλλα λόγια προσγειώνεται στον ρεαλισμό. Απομένει τώρα να δούμε την ουσία της νέας «συμφωνίας» που επιδιώκεται. Εδώ οι ενδείξεις είναι νεφελώδεις, και το μόνο που δηλώνεται είναι ότι το νέο πρόγραμμα θα έχει και αναπτυξιακό χαρακτήρα καθώς επίσης ότι θα διατηρήσει και τον μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό. Επί της ουσίας δεν λέγεται το παραμικρό για την το περιεχόμενο των δύο αυτών ευχάριστων στο αυτί χαρακτηριστικών. Η ουσία θα φανεί όταν θα μπουν τα πραγματικά θέματα υπό συζήτηση. Περί αυτού παρακάτω.
Σε ότι αφορά την αποπομπή της Τρόικα, η μεν κυβέρνηση δηλώνει ότι προφανώς θα υπάρχει κάποιος εναλλακτικός (θεσμικός κατά την ορολογία της) μηχανισμός εποπτείας, οι δε εταίροι μας καθ’ όλες τις ενδείξεις δέχονται ότι με την νέα συμφωνία καλό είναι να αλλάξει και ο τύπος της εποπτείας επειδή η παλιά έχει αρκούντως φθαρεί από τις δολοφονικές προσπάθειες της «προσωπικότητάς» της. Στην ουσία και οι δύο πλευρές δέχονται ότι θα υπάρξει εποπτικός μηχανισμός, πράγματα που είναι η ουσία, αλλά δεν θα λέγεται «τρόικα». Ένα νέο όργανο εποπτείας που θα εκπροσωπεί τα τρία πρόσωπα των δανειστών μας. Θα είναι μια τρόικα που δεν θα λέγεται τα τρόικα. Καλό και αυτό, επειδή η κυβέρνηση φεύγει από την μεταφυσική της «εθνικής μειοδοσίας» και προσγειώνεται στην λογική της ευρωπαϊκής εταιρικής σχέσης. Η πραγματικότητα έκανε και εδώ το θαύμα της. Το ότι παίζει με τις λέξεις είναι μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσει τα προσχήματα στο εσωτερικό, που άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις έχει δείξει ότι εύκολα αγοράζει χάντρες και καθρεφτάκια όταν θέλει να ξεφύγει τον πονοκέφαλο.
Ερχόμαστε τώρα στο κούρεμα του χρέους. Η προεκλογική ρητορική, έστω και με την χαοτική πολυσημία του Βαρουφάκη, προσγειώθηκε στη ρεαλιστική διεκδίκηση μιας ευνοϊκότερης μετατροπής του χρέους. Αλλά και αυτό είχε ήδη συμφωνηθεί μεταξύ εταίρων και της χώρας μας από την γνωστή απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής του 2012. Η ουσία είναι ότι ο χειρισμός του χρέους με φιλικά προς την ανάπτυξη κριτήρια συζητείται πάντα σε συνδυασμό προς τις δεσμεύσεις της χώρας για δομικές και δημοσιονομικές προσαρμογές. Επομένως, κι εδώ έχουμε προσγείωση σε διαδρόμους ρεαλισμού. Άλλο ένα θαύμα της πραγματικότητας.
Αλλά και το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» πλέον συζητείται με μεγαλύτερη ταπεινότητα εφόσον συναρτάται με την εξασφάλιση πρόσφορων πρωτογενών πλεονασμάτων του δημόσιου προϋπολογισμού. Αυτό μαρτυρεί το αίτημα που το οικονομικό επιτελείο έβγαλε στον αέρα ζητώντας να περιοριστεί η υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα. Το αίτημα αυτό, όμως, προφανώς θα εξεταστεί στα πλαίσια της όποιας «νέας συμφωνίας» σε συνάρτηση με την διαχείριση του χρέους, αφού τα πρωτογενή πλεονάσματα χρειάζονται μεταξύ άλλων και για να πληρώνονται οι τόκοι και τα χρεωλύσια. Δηλαδή, κι εδώ έχουμε προσγείωση στον στρωμένο διάδρομο της πραγματικότητας. Μερικές αυθαιρεσίες γνωστών για τα συντεχνιακά τους φρονήματα υπουργών, εύκολα θα συμμαζευτούν με την όποια νέα συμφωνία, αφού θα πρέπει να διορθωθούν πάνω στη βάση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων και της ασφαλιστικής αναμόρφωσης που απαιτείται για να περιοριστεί η αιμορραγία του κρατικού προϋπολογισμού για την αιμάτωση της κοινωνικής ασφάλισης. Τώρα κάνουν το εφέ τους, αλλά αργότερα θα έλθει ο λογαριασμός και εκεί θα φανεί αν δεν προτάξουν την νεοελληνική αρχοντική ρήτρα «δεν πληρώνω» . Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για μικρές αυθαιρεσίες που απλώς δείχνουν πόσο δύσκολο θα είναι για τους «ρεαλιστές» να συμπορευτούν με τους συντεχνιολάγνους στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Ίδωμεν.
Ας δούμε τώρα την μεγάλη εικόνα που συνθέτουν όλες αυτές οι εξελίξεις. Αυτή η εικόνα, άλλωστε, είναι η μόνη που θα μας βοηθήσεις να κάνουμε και τις όποιες λογικές προγνώσεις απαιτεί η εκτίμηση της συνέχειας.
Ξεκινάμε με το θεμελιώδες ερώτημα: Ποια είναι η αφετηρία που με βάση της πρέπει να εκτιμούμε την κατεύθυνση των εξελίξεων. Με άλλα λόγια, ποιος ήταν ο στρατηγικός στόχος που συμφωνήθηκε (χωρίς δυστυχώς να διακηρυχθεί με σαφήνεια) το 2010 με την υπαγωγή της χώρας στο σύστημα στήριξης της Τρόικα; Όπως δείχνει η μελέτη του πρώτου μνημονίου, στρατηγικός στόχος ήταν η εσωτερική υποτίμηση με ταυτόχρονη δημοσιονομική εξισορρόπηση. Αυτός, βέβαια, δεν ήταν ο τελικός σκοπός του εγχειρήματος, αλλά ο ενδιάμεσος στόχος προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες υγιούς ανάπτυξης στη συνέχεια από έδαφος εξυγιασμένης αφετηρίας. Αυτά δεν ξεκαθαρίστηκαν αρκούντως από την τότε κυβέρνηση και αποκρύφτηκαν από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση (ΝΔ του Σαμαρά) για να μπορέσει να στηρίξει την καταστροφική ενοχοποίηση της κυβέρνησης με όλο τον διαστροφικό εκείνο μύθο της εθνικής μειοδοσίας πάνω στον οποίο χτίστηκε ο «αντιμνημονιασμός». Έτσι πέρασε στην κοινωνία η ανέντιμη αφήγηση της κρίσης ως συνέπειας των μνημονίων και κρύφτηκε ο πραγματικό χαρακτήρας των συμφωνιών που είχαν καταστεί απαραίτητες εξ αιτίας ακριβώς της κρίσης. Η ιστορία από εκεί και πέρα είναι γνωστή. Κρύφτηκε ο στρατηγικός στόχος και καλλιεργήθηκε η ανοησία κατά την οποία την κρίση έφεραν τα μνημόνια. Πυκνή στάχτη ρίχτηκε στα μάτια του δύσμοιρα λαού!
Η ουσία είναι, όμως, ότι ο στρατηγικός στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιτεύχθηκε. Η εσωτερική υποτίμηση, είτε το θέλουμε είτε όχι, έγινε. Δεν συμβάδισαν, όμως, αποτελεσματικά και οι διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζονταν ώστε να μπορεί πια η χώρα, από την νέα ρεαλιστική αφετηρία του μειωμένου κατά 25-30% εθνικού προϊόντος, να προχωρήσεις σε εκκίνηση της αναπτυξιακής ανασυγκρότησής της. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η τραγωδία. Οι πρώτες ενδείξεις ανάταξης, το 2014-5 φάνηκαν όταν πια η κοινωνία είχε τόσο κουραστεί ώστε δεν είχε την νηφαλιότητα να εκτιμήσει με ψυχραιμία τα πράγματα. Έτσι προέκυψε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ρητορική του, όμως, προβάλλονταν προθέσεις που αντιβαίνουν κραυγαλέα προς την ανάπτυξη. Ένα σύνολο υποσχέσεων και αποκαταστάσεων της προηγούμενης κατάστασης, συνιστούν στην πραγματικότητα ισχυρό μήνυμα και πρακτική εναντίον κάθε σοβαρής επενδυτικής πρωτοβουλίας. Αυτό δείχνει ότι η νέα κυβέρνηση δεν έχει πλήρως αποδεχτεί την πραγματικότητα της εσωτερικής υποτίμησης και δεν έχει αντιληφθεί τη σχέση της με την έναρξη της οποιασδήποτε αναπτυξιακής διαδικασίας. Μοιάζει σα να πιστεύει ότι μπορεί να καταπολεμήσει την εσωτερική υποτίμηση με απλώς με την επιστροφή σε πρακτικές που ακριβώς αποτέλεσαν αντικείμενο διαρθρωτικής αλλαγής. Αυτό δεν αφορά μόνο τον τομέα της αγοράς εργασίας, αλλά ήδη επεκτάθηκε και στο ασφαλιστικό σύστημα που ακόμη δεν έχει καν ισορροπήσει οριστικά αλλά και στον έντονο κρατισμό που μυρίζουν πολλές εξαγγελίες των νέων υπουργών. Σημαδιακή μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί και η τοποθέτηση του κ. Λαφαζάνη στο σχετικό κυβερνητικό πόστο.
Για να ξεφύγει από τα ουσιαστικά προβλήματα, που δεν είναι άλλα από τις διαρθρωτικές αλλαγές, έστρεψε η κυβέρνηση το ενδιαφέρον της σχεδόν αποκλειστικά στο δημόσιο χρέος, επιδιώκοντας μια κάποια ευνοϊκή κίνηση από τους εταίρους μας, ώστε να κερδίσει εσωτερικό χρόνο με το να την εμφανίσει ως «πρώτη νίκη» σύμφωνα με την προεκλογική ρητορική της. Δεν γνωρίζει, άραγε ότι οποιαδήποτε εξέλιξη της δηλωμένης από τον χειμώνα του 2012 βούλησης των εταίρων να εξετάσουν την διαχείριση του χρέους συναρτάται άρρηκτα με το πρόγραμμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας; Έχει ακόμη λίγες μέρες περιθώριο για να κάνει ότι το αγνοεί. Γιατί με το που θα καθίσει ο Βαρουφάκης στο τραπέζι για να συζητήσει επισήμως τις προτάσεις του για το χρέος, οι εταίροι μας θα του αντιτάξουν τις απόψεις και απαιτήσεις του για τις διαρθρωτικές αλλαγές και την δημοσιονομική εξυγίανση. Τότε θα έχει έλθει η στιγμή της αλήθειας.
Στο σημείο αυτό, η κυβέρνηση εμφανίζεται να ζητά χρόνο για να εκπονήσει και να παρουσιάσει δικό της σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Γιαυτό μιλάει για την ανάγκη μιας συμφωνίας-γέφυρας. Πέραν της κοροϊδίας που αποκαλύπτει έτσι, διαψεύδοντας τις προεκλογικές της φανφάρες ότι έχει και παραέχει σχέδιο, το αίτημα δεν πρόκειται να αποσυνδέσει ούτε τις μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεις μήτε την απαίτηση να μη χειροτερεύσει η κατάσταση στην διάρκεια της ενδιάμεσης συμφωνίας. Επομένως, το ουσιαστικό ζήτημα δεν μπορεί να το αποφύγει ούτως ή άλλως. Όντας τότε σε κατάσταση νομισματικής ασφυξίας, στην πραγματικότητα θα είναι περισσότερο ευάλωτη στις όποιες πιέσεις των δανειστών μας. Το συμπέρασμα είναι απλό και εύκολο. Η μεταστροφή που τώρα κάνει η νέα κυβέρνηση σε αργή κίνηση και πίσω από ένα φανταιζί πέπλο θεατρικών παραστάσεων για εσωτερική κατανάλωση, η τελευταία φάση της τούμπας θα είναι γυμνή δια γυμνού οφθαλμού. Ας την ολοκληρώσει, βρε αδελφέ, γιατί αλλιώς θα πληρώσουμε πολύ ακριβά το θεατρικό παιχνίδι της αν δεν καταλάβει πότε τελειώνει το νούμερό της στο πολιτικό θέατρο που έχει στήσει.
Τα κρίσιμα ζητήματα ουσίας
Η συζήτηση για το χρέος κρύβει την σχέση του με τον μηχανισμό εποπτείας για την επίτευξη δομικών αλλαγών εκσυγχρονισμού. Γιαυτό δόθηκαν τα δάνεια.
Όταν ξεκαθαρίσουν τα ουσιώδη τι μένει; Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ που θολώνει τα πράγματα και δημιουργεί πεδίο αδιαφανών ενεργειών και αποφάσεων. Η ρητορικη αυτή είναι βαθιά αντιευρωπαϊκή (αντίθετη στην ευρωπαϊκή πολιτικη κουλτούρα), ανορθολογική (ιδεοληπτική) και προπάντων οπισθοδρομική.