Η Μεταπολίτευση άρχισε το 1974, είναι το μόνο σίγουρο. Εκλεισε και πότε; Ή μήπως συνεχίζεται; Πιστεύω ότι θα κλείσει, με την έννοια της ολοκλήρωσης του κύκλου, μόλις τελειώσει η θητεία της κυβέρνησης Τσίπρα. Γιατί αυτό; Ας επιχειρήσουμε να το αιτιολογήσουμε.
Στη Μεταπολίτευση κυβέρνησαν δύο κόμματα του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος. Πρώτα η ΝΔ, ως μετεξέλιξη ή παραλλαγή της παλιάς Δεξιάς. Και μετά το ΠΑΣΟΚ, ως διάδοχο σχήμα του παλιού Κέντρου. Και τα δύο κόμματα ενσωμάτωσαν, κατά καιρούς, δυνάμεις από το αντίπαλο στρατόπεδο. Η ΝΔ από τους συντηρητικούς κεντρώους και το ΠΑΣΟΚ από την παραδοσιακή Αριστερά.
Αυτό που απέμενε, για να κλείσει ο κύκλος, ήταν να κυβερνήσει και η ίδια η παραδοσιακή Αριστερά. Και αυτό συμβαίνει από τις 25 του Γενάρη του 2015, εξ ου και η σημερινή «επετειολογία». Αμφιβάλλω, όμως, αν μπορούμε να μιλάμε για επέτειο. Διότι άλλος ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις 25 του Γενάρη, άλλος στις 20 του Σεπτέμβρη και άλλον έχουμε σήμερα. Υπενθυμίζω εν τάχει:
Στις 25 του Γενάρη νίκησε αυτός και αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στις 20 του Σεπτέμβρη νίκησε ο ΣΥΡΙΖΑ που τα είχε παραμερίσει αυτά και είχε προσυμφωνήσει τη συνέχιση-και όχι την ανατροπή- της προηγούμενης μνημονιακής πολιτικής. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έφερε τον Αλέξη Τσίπρα προ αδιεξόδου, αφού άλλο επιδίωκε, όπως επιβεβαιώνουν πρόσωπα που βρέθηκαν κοντά του (εδώ και εδώ).
Σήμερα έχουμε έναν άλλον ΣΥΡΙΖΑ, ένα σχεδόν συστημικό κόμμα, που μιμείται τα κατεστημένα κόμματα σε κάθε πτυχή άσκησης της εξουσίας, την οποία προσπαθεί να κρατήσει και να παρατείνει με νύχια και με δόντια: διορίζει, επιχειρεί να ελέγξει τα άλλα κέντρα εξουσίας (Μέσα Ενημέρωσης, δικαστική εξουσία, Εκκλησία), αλλάζει το εκλογικό σύστημα για να εμποδίσει τον αντίπαλο να κυβερνήσει και τα παρόμοια.
Με όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα δεν πρωτοτυπεί. Αντιγράφει τα άλλα δύο κόμματα(ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), που προηγήθηκαν. Προσαρμόζεται ταχύτατα στις κλασικές (παραδοσιακές) μεθόδους διακυβέρνησης. Μάλιστα, σε ορισμένα έχει ξεπεράσει τους προηγούμενους. Η διαφορά του με αυτούς, τουλάχιστον στις σχέσεις με τους δανειστές, είναι ότι μέχρι πρότινος κατάφερνε να «πουλάει» καλύτερα τη συμφωνία και τις υποχωρήσεις, διότι την επένδυε με την «υπερηφάνεια» στη διαπραγμάτευση. Όμως, τώρα και αυτό ξέφτισε.
Αν δεν συμβεί κάτι εντελώς απρόβλεπτο, ο κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ θα κλείσει σε ένα (το πολύ ενάμιση) χρόνο με την εκλογική του ήττα. Τότε είναι πιθανό να κλείσει και ο κύκλος της αποκαλούμενης Μεταπολίτευσης, αφού όλες οι πολιτικές δυνάμεις, από το δεξιό έως το αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος, κυβέρνησαν και μπορούμε να αποτιμήσουμε τα πεπραγμένα τους.
Ξέρω ότι οι συντριπτικά περισσότεροι αναγνώστες –και, όπως δείχνουν οι έρευνες, οι συντριπτικά περισσότεροι ψηφοφόροι– αποτιμούν ήδη αρνητικά την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, της πρώτης στην Ελλάδα από την παραδοσιακή Αριστερά. Όμως, θα υποστηρίξω κάτι, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο, το οποίο μένει να επιβεβαιωθεί ή όχι στον ιστορικό χρόνο. Αυτό καθεαυτό το γεγονός της αριστερής διακυβέρνησης αποτελεί την πιο μεγάλη «προσφορά» του ΣΥΡΙΖΑ. Για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι κανένα κομμάτι από το πολιτικό σύστημα –όπως αυτό ορίζεται από τις έννοιες Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά– δεν έχει μείνει έξω από την άσκηση της διακυβέρνησης (μιλάμε για τις δυνάμεις που το επιδίωξαν, διότι υπάρχουν και άλλες που δεν το επιδιώκουν, πχ ΚΚΕ). Ετσι, ο κύκλος κλείνει.
Δεύτερον, διότι με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονται, αν δεν εκλείπουν οριστικά, οι ψευδαισθήσεις ότι υπάρχουν εναλλακτικοί δρόμοι άσκησης της εξουσίας ριζικά διαφορετικοί από όσους γνωρίσαμε. Και, κυρίως, εκλείπουν οι αυταπάτες ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια για σημαντική βελτίωση στη ζωή των ανθρώπων, ειδικά σήμερα που οι δεσμεύσεις τη χώρας είναι πολλές και αξεπέραστες.
Εν κατακλείδι: η απογοήτευση από την πρώτη αριστερή κυβέρνηση είναι η αρνητική όψη. Υπάρχει και η θετική: τη θέση των αυταπατών και των φαντασιώσεων, που υπήρχαν μέχρι πριν από δύο χρόνια, πήραν ο ρεαλισμός και-ελπίζουμε- η αυτογνωσία. Σε κάθε περίπτωση, τώρα πια ουδείς θα δικαιούται να λέει «δεν ήξερα». Τους ξέρουμε πλέον όλους.