Στην επικαιρότητα της οικονομικής πολιτικής κυριαρχούν τα θέματα της βαθιάς ύφεσης και του εκρηκτικού δημόσιου χρέους. Και τα δύο είναι όντως απειλητικά, αλλά κανένα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτοτελώς γιατί και τα δύο αποτελούν παράγωγα ενός άλλου προβλήματος ακόμα πιο επικίνδυνου: της παραγωγικής κατάρρευσης της χώρας με τη μαζική ανεργία του εργατικού δυναμικού και τη μαζική αποεπένδυση κεφαλαίου.
Η δημόσια συζήτηση για αυτές τις γενεσιουργές αιτίες και για το πώς είναι δυνατόν να θεραπευθούν είναι ελάχιστη ή εντελώς ανύπαρκτη. Οι μεν άνεργοι αναφέρονται μόνο ως ένα στατιστικό νούμερο κάθε τρίμηνο, αφού για κακή τους τύχη ανήκουν στον επάρατο ιδιωτικό τομέα και όλη η φροντίδα του πολιτικού συστήματος είναι αφοσιωμένη στην προάσπιση της κρατικής απασχόλησης και μόνο. Ακόμα και στην πρόσφατη τηλεοπτική διελκυστίνδα των πολιτικών αρχηγών, η λέξη «ανεργία» ακούστηκε μόνο μία φορά ως ένα δευτερεύον σχόλιο. Στο θέμα της αποεπένδυσης η σιωπή είναι ακόμα πιο εκκωφαντική, παρά το κύμα από κλειστά εργοστάσια, κατεβασμένα ρολά και κατεστραμμένες υποδομές που κατακλύζει τη χώρα την τελευταία πενταετία. Για να δει κανείς το μέγεθος της αποεπένδυσης, ας αναλογιστεί ότι το 2008 γίνονταν περίπου 23 δισ. ευρώ καθαρές νέες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, ενώ το 2014 ήταν αρνητικές στα -13 δισ. ευρώ. Οχι μόνο, δηλαδή, δεν δημιουργείται νέο παραγωγικό κεφάλαιο, αλλά γίνεται ραγδαία αποξήλωση και όσου απέμεινε.
Εάν θέλουμε η οικονομία την επόμενη πενταετία να επανέλθει στα επίπεδα παραγωγής που είχε το 2008, χρειάζεται μέχρι το 2020 να γίνουν περίπου 90-100 δισ. ευρώ νέες παραγωγικές επενδύσεις σε όλη την κλίμακα επιχειρήσεων. Με πρώτη ματιά, το νούμερο φαίνεται απλησίαστο αλλά είναι απολύτως εφικτό. Αρκεί βέβαια να τηρηθούν κάποιες βασικές προϋποθέσεις και τότε οι πηγές από όπου μπορούν να αντληθούν αυτά τα χρήματα είναι οι ακόλουθες:
Πρώτα από όλα, οι δημόσιες επενδύσεις με το νέο πρόγραμμα ΕΣΠΑ μπορούν να ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ, αν η Ελλάδα επιδείξει ικανότητα σχεδιασμού και επιλογής σημαντικών παραγωγικών έργων αντί της διασποράς σε μικροέργα, όπως συχνά γινόταν στο παρελθόν για να ικανοποιηθούν διάφορες πελατειακές ομάδες και περιοχές.
Δεύτερον, η επιστροφή των διαφυγόντων κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα το οποίο θα τα διοχετεύσει μετά σε δυναμικές νέες επενδύσεις και όχι στη νεκρανάσταση αποτυχημένων επιχειρήσεων. Για να επιστρέψουν οι καταθέσεις αρκούν μόνο τρία πράγματα: πολιτική σταθερότητα, αποκλεισμός «κουρέματος» και να ξεχαστεί ο κίνδυνος του Grexit. Οσο και να φαίνεται αισιόδοξο, και τα τρία είναι απολύτως εφικτά. Ας σκεφτεί κανείς ότι στη σημερινή Βουλή κανένα κόμμα δεν θέτει πλέον θέμα επιστροφής στη δραχμή, ούτε καν το ΚΚΕ που με παρρησία δήλωσε προεκλογικά ότι ένα Grexit θα καταστρέψει πρώτα την εργατική τάξη. Ακόμα και τα μισά διαφυγόντα να επιστρέψουν στις τράπεζες, μπορούν να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις περίπου 50 δισ. ευρώ.
Τρίτον, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων που αφθονούν στη διεθνή αγορά και δεν έχουν πού να κατευθυνθούν για επενδύσεις: Αν τα κεφάλαιά τους πάνε στις χώρες της Ευρωζώνης θα έχουν σχεδόν μηδενικές αποδόσεις. Αν πάνε σε αναδυόμενες περιφερειακές οικονομίες, οι πιο πολλές έχουν γίνει εμπόλεμες ζώνες. Η Κίνα προσγειώθηκε απότομα και η Ινδία είναι θεσμικός λαβύρινθος (μεγαλύτερος ακόμα και από την Ελλάδα). Ο συνδυασμός επενδυτικής ξηρασίας και πολιτικής αβεβαιότητας που επικράτησε τα προηγούμενα χρόνια έχει κάνει τη χώρα μας ιδανικό επενδυτικό προορισμό με ικανοποιητικές αποδόσεις, υποθέτοντας βέβαια ότι εφεξής επικρατεί σταθερότητα.
Τέταρτον, η επενδυτική αφύπνιση της Ευρωπαϊκής Ενωσης επί προεδρίας Γιούνκερ και το ομώνυμο μεγαλεπήβολο Σχέδιο για χρηματοδότηση μεγάλων παραγωγικών έργων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕΠ). Το σχέδιο εκπονήθηκε διότι πρόβλημα αποεπένδυσης υφίσταται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, απλώς στην Ελλάδα είναι κατά πολύ οξύτερο και το μερίδιο που θα διεκδικήσει μπορεί να είναι αναλογικά μεγαλύτερο. Η συμμετοχή της ΕΤΕΠ σε μεγάλα επενδυτικά έργα θα δράσει ως πιστοδοτική εγγύηση για τις ενδιαφερόμενες ελληνικές επιχειρήσεις που ακόμα είναι τραυματισμένες από την αφαίμαξη ρευστότητας και δύσκολα μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια απευθείας από τις διεθνείς αγορές.
Πέμπτον και πιο σημαντικό είναι η ανάδυση της χώρας μας ως κόμβου σε τρεις τομείς που θα προσελκύσουν μαζικές επενδύσεις τα επόμενα χρόνια: ενέργεια, τουρισμός και μεταφορές. Στην ενέργεια γιατί όλα τα δίκτυα καυσίμων από Ανατολή προς Νότια Ευρώπη θα περάσουν από ελληνικό χώμα. Στον τουρισμό γιατί η προσέλευση αυξάνεται ραγδαία και οι εγκαταστάσεις υποδοχής μαζικού τουρισμού είναι ακόμα ελάχιστες. Στις μεταφορές γιατί τα εμπορεύματα της Κίνας και της Ινδίας προς την Ευρώπη δεν θέλουν να φτάσουν ούτε μέσω Ρωσίας, ούτε ανάμεσα από τα πολεμικά μέτωπα Ιράκ και Τουρκίας. Καλύτερα μέσω Κρήτης, Πειραιά και Αστακού και ας είναι λίγο ακριβότερα τα ναύλα.
Στα ευνοϊκά δεδομένα προστέθηκε πρόσφατα και η επανένταξη του Ιράν στις διεθνείς αγορές μετά την πολιτική Ομπάμα να τερματίσει το εμπάργκο με την ιστορική αυτή χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι την επομένη ακριβώς που ανακοινώθηκε η Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα, έσπευσαν στην Τεχεράνη οι μεγαλύτερες γερμανικές και γαλλικές επιχειρήσεις. Το προσεχές διάστημα το Ιράν θα εξορμήσει εμπορευματικά και επενδυτικά προς τη Δύση και ο χάρτης αποδεικνύεται και πάλι ότι είναι φιλέλληνας. Η δίοδος προς Βορρά και Δυσμάς είναι εμπόλεμη, άρα η μόνη φυσιολογική διέξοδος των περσικών εξαγωγών θα είναι μέσω Σουέζ και από εκεί πάλι Πειραιά και Θεσσαλονίκη. Ας σκεφτεί κανείς πόσες οικονομικές συμφωνίες Ελλάδας-Ιράν μπορούν να γίνουν και εύκολα θα φτάσει και θα ξεπεράσει τον απαιτούμενο στόχο επενδύσεων.
Συμπερασματικά, από όποια πλευρά και να εξετάσει κανείς το ζήτημα προσέλκυσης κεφαλαίων βλέπει ότι η Ελλάδα μοιάζει με ένα συμπιεσμένο ελατήριο ευκαιριών και μπροστά της έχει δύο επιλογές: Η μία είναι να συνεχίσει να το πατάει με το πέλμα της αδράνειας, της αδιαφορίας και της αβεβαιότητας. Η άλλη να το απελευθερώσει και να δημιουργήσει έτσι ένα κύμα μαζικών επενδύσεων και μαζικής απασχόλησης που θα ξαναβάλει τη χώρα σε μια θετική προοπτική. Μετά όλες οι συζητήσεις για μεταρρυθμίσεις, αναπτυξιακά μοντέλα, μείωση του χρέους και μνημόνια μπορεί ξαφνικά να γίνουν ευκολότερες. Και μάλλον πιο ουσιαστικές.
* Τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις βασίζονται στην πρόσφατη μελέτη του συγγραφέα «Under investment and unemployment in the Euro Area», Τράπεζα της Ελλάδος, 2015.