Η Συνθήκης της Λισαβόνας δίνει στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας. Το άρθρο 8β παρ. 4 προβλέπει ότι πολίτες της Ενωσης, υπήκοοι τουλάχιστον επτά κρατών-μελών, εφόσον συγκεντρωθούν ένα εκατομμύριο υπογραφές, «μπορούν να καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ενωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών».
Με βάση αυτήν την πρόβλεψη, το «Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη» www.todiktio.eu έχει οργανώσει την πρώτη ελληνική νομοθετική πρωτοβουλία www.invest-in-education.eu. Η πρόταση που υποβάλλεται είναι να μην υπολογίζεται στο δημοσιονομικό έλλειμμα εκείνο το τμήμα των δαπανών για την Παιδεία με το οποίο ένα κράτος-μέλος καλύπτει τη διαφορά από τον μέσο όρο του ποσοστού του ΑΕΠ που δαπανάται για την παιδεία στην ευρωζώνη.
Αυτό σημαίνει ότι αν ένα κράτος-μέλος δαπανά για την Παιδεία το 2% του ΑΕΠ και ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι 5% του ΑΕΠ, το 3% που απαιτείται ώστε οι δαπάνες για την Παιδεία να εξισωθούν με τον μέσο όρο της ευρωζώνης δεν θα υπολογίζεται στο έλλειμμα και, κατά συνέπεια, δεν θα ενεργοποιεί τους μηχανισμούς επιτήρησης και διόρθωσης που προβλέπονται στο πλαίσιο της δημοσιονομικής σταθερότητας. Παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως αυτό το ζήτημα φαίνεται τεχνικό, έχει μια πολύ σημαντική πολιτική, οικονομική και κοινωνική διάσταση και έναν εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα, ιδίως για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και, βεβαίως, για την Ελλάδα, η οποία, στην προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης, έχει περιορίσει σε απαράδεκτα επίπεδα τις δαπάνες για την Παιδεία.
Η οικονομική διάσταση είναι προφανής: βασική προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση είναι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό και στην Παιδεία. Αυτή η απλή αλήθεια έχει επιβεβαιωθεί σε όλες τις χώρες που γνώρισαν σοβαρές οικονομικές κρίσεις. Εκείνες που επένδυσαν στην παιδεία ανέκαμψαν πολύ πιο γρήγορα και δημιούργησαν τις βάσεις για σταθερή ανάπτυξη. Αντίθετα, όσες χώρες παραμέλησαν την εκπαίδευση και την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού γνώρισαν μακρόχρονες περιόδους στασιμότητας και υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων.
Αλλά επένδυση στην Παιδεία σημαίνει: μελέτη των προβλημάτων του εκπαιδευτικού συστήματος, εντοπισμός των αδύνατων σημείων, μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με σαφείς στόχους, συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και συνεχή αξιολόγηση.
Γι’ αυτόν τον λόγο, η πρόταση να μην υπολογίζονται στο έλλειμμα οι δαπάνες για την Παιδεία συνοδεύεται από μια απαράκαμπτη προϋπόθεση: το κράτος-μέλος που ζητά την εξαίρεση είναι υποχρεωμένο να υποβάλει ταυτόχρονα ένα επεξεργασμένο και κοστολογημένο πρόγραμμα παρεμβάσεων στο εκπαιδευτικό σύστημα με βάση τα προβλήματα που έχει εντοπίσει και τους στόχους που έχει θέσει. Η Επιτροπή εγκρίνει το πρόγραμμα και παρακολουθεί την εκτέλεσή του.
Είναι αυτονόητο ότι η επεξεργασία, η εφαρμογή και η αξιολόγηση ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων για την Παιδεία είναι ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα, που απαιτεί δημόσιο διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις, τόσο των πολιτικών δυνάμεων, όσο και των κοινωνικών εταίρων. Η Παιδεία είναι ένα κεφαλαιώδες δημόσιο αγαθό και σε αυτό το πεδίο δεν μπορεί να έχουν θέση πελατειακές παροχές, συντεχνιακά συμφέροντα και προσωπικές ιδιοτέλειες.
Παρά τις ατέλειες και τις σοβαρές ανισότητες, η δημόσια δωρεάν Παιδεία είναι ένα μεγάλο επίτευγμα των χωρών της Ευρώπης, και της Ελλάδας, που πρέπει να αποτελεί την αφετηρία και τη βάση του δημόσιου διαλόγου. Τα προβλήματα που διαπιστώνονται είναι συνάρτηση του μαζικού χαρακτήρα της Παιδείας και συνδέονται με την ποιότητα της εκπαίδευσης και την ικανότητά της να ανταποκρίνεται τόσο στις ανάγκες της αγοράς όσο και στα σχέδια ζωής των νέων ανθρώπων. Αυτή η βαθύτατη κοινωνική διάσταση, που δεν περιορίζεται στο τεράστιο ζήτημα της ανεργίας των νέων, είναι ένα από τα ζητούμενα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος για την Παιδεία.
Η πρωτοβουλία του «Δικτύου», ενταγμένη σ’ αυτήν την προοπτική, δεν αποβλέπει μόνον στην εξεύρεση πόρων για την Παιδεία. Αναδεικνύει την Παιδεία σε κορυφαίο ευρωπαϊκό διακύβευμα και καλεί όλους τους Ευρωπαίους πολίτες να δημιουργήσουν δίκτυα αλληλεγγύης και να αναπτύξουν κοινές μορφές δράσης για ένα ζήτημα που μας αφορά όλους.