Τον τελευταίο χρόνο αποκτήσαμε «οικειότητα» με άλλον έναν σύνθετο οικονομικό (πρωτίστως αλλά όχι αποκλειστικά) όρο. Την «επενδυτική βαθμίδα». Όλοι ομνύουν σε αυτόν, ενώ φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης προέβλεπαν την απόκτηση του «ιερού δισκοπότηρου» ήδη από το 2022. Το πιθανότερο, βέβαια, είναι να τον αποκτήσουμε στο τέλος του 2023 ή στο λυκαυγές του 2024.
Καταρχάς, τι εννοούμε με το συγκεκριμένο όρο; Από οικονομική άποψη, ο όρος «επενδυτική βαθμίδα» δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα όρο αποσαφήνισης και αφορά στα ομόλογα των κρατών τα οποία έχουν αξιολογηθεί από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης ως ομόλογα με επαρκή πιστοληπτική ικανότητα, για τα οποία ο κίνδυνος αθέτησης υποχρέωσης δεν είναι υψηλός.Όσο χαμηλότερα βρίσκεται ένα κράτος στις βαθμίδες αξιολόγησης, τόσο μεγαλύτερος θεωρείται ότι είναι ο κίνδυνος αθέτησης του χρέους, με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού να αυξάνεται, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό και καθηλώνοντας το κράτος όσον αφορά τις δυνατότητες και τη διαχειριστική ευελιξία του.
Για τη χώρα μας, ζητούμενο είναι «επενδυτική βαθμίδα» να προσδώσουν τουλάχιστον δύο οίκοι αξιολόγησης – εντός του 2024, ώστε μετά τις 31/12/2024, οπότε ολοκληρώνεται το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, να γίνονται αποδεκτά ως collateral τα ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν έχει αποκλειστικά οικονομικό περιεχόμενο. Αντιθέτως, για την επίτευξή του δεν αρκεί απλώς η εκπλήρωση της πρόβλεψης του στόχου πρωτογενούς ελλείμματος του 2022, ή ακόμα η επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, όπως ανακριβώς υποστηρίζεται στα μέσα ενημέρωσης. Αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί η εμπέδωση της πεποίθησης πως τα δημόσια οικονομικά είναι βιώσιμα, η οικονομική μεγέθυνση είναι μεσοπρόθεσμα εξελικτικά διατηρήσιμη, και οι ανισορροπίες στο εξωτερικό ισοζύγιο προσωρινές. Επιπρόσθετα, πως η λειτουργία κρίσιμων θεσμών όπως η δημοσιονομική διαφάνεια, η κοινοβουλευτική λογοδοσία, και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης υπηρετούν την πολιτική σταθερότητα και υποστηρίζουν κατ’ αυτόν τον τρόποτην οικονομική ανθεκτικότητα. Με άλλους λόγους, η ανάκτηση και διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας προϋποθέτει την αναβάθμιση της χώρας τόσο σε οικονομικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο.
Και ενώ στην οικονομία, κατά γενική ομολογία τα πήγαμε αρκετά καλά, με εξαίρεση την αντιφατική και κοινωνικά άδικη αντιμετώπιση του φαινομένου της ακρίβειας, ουδόλως μπορεί να υποστηριχθεί κάτι αντίστοιχο για τις πρωτοβουλίες θεσμικής θωράκισης της χώρας. Πώς μπορεί να υποστηρίζει κανείς ότι οι θεσμοί λειτουργούν όταν ανώτατα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας εμπλέκονται στα πλοκάμια του υποκόσμου και η πολιτική ηγεσία τους καλύπτει; Πώς μπορεί να πιστεύουμε ότι είμαστε δημοκρατική χώρα όταν επί μήνες δε δίνονται πειστικές απαντήσεις στο σκάνδαλο των υποκλοπών; Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι αναβαθμιζόμαστε σε θεσμικό επίπεδο, τη στιγμή που η Δικαιοσύνη αποτυγχάνει να εντοπίσει (πόσω μάλλον να τιμωρήσει) τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς στις ανωτέρω περιπτώσεις; Τέλος, τίνι τρόπο εμβαθύνουμε σε θεσμούς κοινωνικής λογοδοσίας όταν κακίζουμε την ΑΔΑΕ που πήγε να κάνει τη δουλειά της;
Και εάν κάποιος καλόπιστος αναγνώστης θεωρεί τα ανωτέρω κινδυνολογία ας διαβάσει το άρθρο των FinancialTimesτης περασμένης εβδομάδας, όπου με σαφήνεια διατυπώνονταν μεν η άποψη ότι «από καθαρά μακροοικονομική άποψη, η Ελλάδα έχει δικαίωμα να ελπίζει ότι θα αποκτήσει, μέσα στη χρονιά, την επενδυτική βαθμίδα», αλλά, στη συνέχεια, προειδοποιούσε πως «η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα απαιτήσει κάτι περισσότερο από πρωτογενή πλεονάσματα». Θα απαιτήσει, επισήμανε το άρθρο, «να δείξει η Ελλάδα ότι διαθέτει ισχυρούς θεσμούς και ανεξάρτητη δικαιοσύνη».
Όσοι θέλουν να ζουν σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό και ταυτόχρονα ισχυρό κράτος δεν πρέπει να λησμονούν ότι ισχυροί θεσμοί και οικονομία πάνε μαζί. Όχι χώρια. Μόνον έτσι «μένουμε Ευρώπη»…
Πηγή: www.makthes.gr