Η υπόθεση Μπαλτάκου, πέραν όλων των άλλων, υπενθυμίζει με τον πλέον δραματικό τρόπο την τραγική θέση της Κεντροαριστεράς στο υπάρχον εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Ο ένας οργανωμένος πυλώνας της, το ΠΑΣΟΚ, είναι δέσμιος της ανάγκης της χώρας για κυβερνητική σταθερότητα και βρίσκεται σε έναν ασφυκτικό εναγκαλισμό με τη Νέα Δημοκρατία, πλευρές της οποίας όμως δρουν με αυστηρά δικά τους κομματικά κριτήρια.
Σε πολλές περιπτώσεις προκρίνουν κυνικά την πολιτική, στελεχική και πολιτισμική επανοικοδόμηση του κράτους της Δεξιάς και αδιαφορούν πλήρως για τα κρίσιμα εθνικά διακυβεύματα. Το εναπομείναν και συνεχώς ακόμα πανταχόθεν λοιδορούμενο ΠΑΣΟΚ υφίσταται ένα τεράστιο κόστος από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Παραμένει όμως σε αυτήν γιατί θεωρεί ότι η αποχώρησή του θα μπλέξει τη χώρα σε ανεξέλεγκτες, ενδεχομένως, περιπέτειες. Ο άλλος κομματικός πυλώνας της Κεντροαριστεράς, η ΔΗΜΑΡ, αποχώρησε από τη συγκυβέρνηση, διότι παρά τις όποιες δικαιολογίες δεν άντεχε το κόστος της παραμονής και της συνευθύνης της άσκησης μιας δυσάρεστης πολιτικής. Οι δημοσκοπήσεις όμως δεν επιβράβευσαν την αποχώρηση αυτή. Πολύ περισσότερο όμως δεν φαίνεται να επιβραβεύουν και την πρόσφατη αυτοαναφορική κατασκευή του δικού της Τρίτου Πόλου της Κεντροαριστεράς. Σήμερα δε, δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων έχει επανακαθοριστεί. Παγιώθηκε ήδη ένας νέος πολιτικός και ιδεολογικός δικομματισμός. Από τη μια μεριά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ με την άκρατη δημαγωγία, την ασαφή πρότασή του και το εκρηκτικό μείγμα των αντιφατικών προσδοκιών που εξέθρεψε και συντήρησε. Από την άλλη η Νέα Δημοκρατία, η οποία παρά την ευρωπαϊκή της ρητορική διαθέτει, όπως δυστυχώς απέδειξε η περίπτωση Μπαλτάκου, ακροδεξιούς και συνωμοσιολογικούς θύλακες πολύ κοντά στην ηγεσία της. Ο νέος αυτός δικομματισμός, ο οποίος βέβαια δεν προμηνύει τίποτα το καλό για την κοινωνία και τη χώρα, πιέζει αφόρητα και πολλαπλά τον κόσμο της Κεντροαριστεράς.
Δεν φαίνεται να πιέζει όμως τους ποικιλώνυμους ηγέτες της. Αντί μάλιστα η, αποτυπωμένη και δημοσκοπικά, θλιβερή κατάσταση της Κεντροαριστεράς να λειτουργήσει ως σήμα κινδύνου και εγρήγορσης για την ενότητα και την ύπαρξή της, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Συνεχίζονται η πολυδιάσπαση του χώρου, η εμφάνιση νέων σχημάτων, οι εσωτερικοί μικροεμφύλιοι και μικροηγεμονισμοί. Αντί δε η Κεντροαριστερά, απέναντι στη διαφαινόμενη πολιτική πόλωση, να εγκύψει ενωμένη στην «περίεργη» και κρίσιμη συγκυρία και να διαμορφώσει ένα σχέδιο κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας και να λειτουργήσει και εξισορροπιστικά, σχεδόν όλοι οι ηγέτες της προσπαθούν να αυτοεπιβεβαιωθούν οι ίδιοι και οι πρακτικές τους. Ετσι, όμως, οι στρατηγοί της Κεντροαριστεράς μάλλον θα μείνουν χωρίς στρατό.