Έπεφτε βαθειά σιωπή…

Εύη Δεληπέτρου 22 Μαϊ 2013

Σήμερα χρειάζεται πιθανά περισσότερο από κάθε άλλη φορά να δούμε καθαρά. Να «κρατήσουμε ξύπνιο το μυαλό μας στους σκοτεινούς καιρούς» όπως τόσο εύστοχα και ίσως συγκινητικά το έθεσε ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Η αξία αυτής της σχεδόν κατηγορικής επιταγής δεν μειώνεται από το αναπόφευκτο του οποιουδήποτε λάθους. Γιατί θα είναι ένα χειρότερο και σχεδόν εγκληματικό λάθος να συνεχίζουμε να ζούμε μέσα σε παραδόσεις που δεν ασκούν μόνο μια πολιτική μυθοπλαστικής νοσταλγίας, αλλα ειναι κατ’ουσίαν συντηρητικές και εν πολλοίς αντιδημοκρατικές. Κι αυτό όχι μόνο γιατί διαχειρίζονται μια τεράστια πολιτισμική και πολιτική ήττα, χωρίς να την κατανοούν, αλλά και γιατί επιδέξια και αποτελεσματικά διαχειρίζονται δίκτυα ηττημένων αλλά ακόμα ισχυρών πελατών, και δεν πολιτεύονται αλλά δημαγωγούν.

Το να δούμε καθαρά, να θεωρήσουμε και να αναθεωρήσουμε, δεν είναι εύκολο. Ισως χάσαμε αυτή την ευκαιρία όταν δεν αντέξαμε το βάρος του αστέγου, που έχει το προνόμιο να ζυγίζεται μονίμως μεταξύ ουρανού και γης, αφού δεν έχει στέγη. Ισως είναι ίδιον αυτού που παραμένει αριστερός η ανάγκη συνεχούς συστέγασης. Όμως, πλέον, κατοικούμε σε ερείπια. Χρειάζεται, τουλάχιστον, να σταματήσουμε οριστικά να μιλάμε με αποφθέγματα.

Ενα από αυτά τα αποφθέγματα είναι και «η ανάγκη συσπείρωσης των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού». Αυτοί που το χρησιμοποιούν και μάλιστα ως συμπύκνωση μιας πολιτικής στρατηγικής, είναι προφανές ότι θεωρούν την πολιτική ως την τέχνη της απλοποίησης, της δημαγωγικής συντόμευσης και συσκότισης δια της νοσταλγίας. Γιατί αυτό που γνωρίσαμε σαν σοσιαλισμός στον 20ο αιώνα, ευτυχώς για την ανθρωπότητα στα περισότερα μέρη του κόσμου ειναι νεκρό, και η αυταπάτη ότι η δημοκρατία μπορει να υπάρχει στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας νοσταλγών αναθεωρητισμός που αρνείτο να δεχθεί ότι ηττήθηκε, που ήθελε να έχει δίκιο και πριν και τώρα και εν τέλει να συνεχίζει να πολιτεύεται, γιατι αντιλαμβανόταν την πολιτική γνωσιολογικά, ως εφαρμογή μίας αλήθειας. Γιατί δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι, για μια σειρά λόγους, λίγα απο αυτά τα οποία θελήσαμε και για τα οποία ελπίσαμε γίναν πραγματικότητα, ίσως όχι τίποτα, αλλά για μας λίγα. Γιατί συνέχισε να ιδεολογοκοπεί και να πολιτεύεται και όταν δεν είχε να πει τίποτα. Γι αυτόν το λόγο όμως έχει μεγάλη ευθύνη για τους σκοτεινούς καιρούς. Γιατί ποτέ δεν συζήτησε την προβληματική σχέση δημοκρατίας και σοσιαλισμού, γιατι πάντα αντιλαμβανόταν την δημοκρατία ως θεσμική επάρκεια ή την ταύτιζε με τον κοινοβουλευτισμό, και δεν κατανόησε ότι παράλληλα με δημοκρατικούς κατά τα άλλα θεσμούς, μπορούν δυστυχώς να ανθούν και να αναπτύσσονται βαθύτατα αντιδημοκρατικές πρακτικές. Γιατί ποτέ δεν κατανόησε την πολιτική ως διαπαιδαγώγηση και άσκηση πολιτών, αλλά ως διαπαιδαγώγηση και άσκηση επαγγελματικών πολιτικών στελεχών. Γιατί όπου και όταν άσκησε εξουσία κατά κανόνα διεφθάρη και διέφθειρε και κατανόησε την πολιτική ως πεδίο διαμάχης φίλων και εχθρών, ως μέσο που αγιάζει τον οποιοδήποτε ιδεοληπτικό ή ακόμα και ιδιοτελή σκοπό, και όχι ως έναν, αλλά όχι βέβαια τον μοναδικό, καθ’εαυτό σκοπό ζωής.

Τώρα καλεί εμάς και τους νέους ανθρώπους που εν αντιθέσει με μας δεν τον ακούν, σε μία νέα μάχη οπισθοφυλακών. Διεκδικεί να διατηρήσει τον τίτλο του αριστερού, τη στιγμή που δεν μπορεί στοιχειωδώς να τον ορίσει. Η έννοια της αριστεράς, με ευθύνη όλων ημών που υπήρξαμε αριστεροί, είναι κενή περιεχομένου, όταν δεν παραπέμπει σε έναν επικίνδυνο ριζοσπαστικό ακτιβισμό. Βέβαια δεν είμαστε δεξιοί. Αλλά αυτό δεν λέει πολλά. Πιθανά κάποτε, εμείς και κυρίως νεότεροι που θα δώσουν τις σημερινές μάχες για ελευθερία, δημοκρατία και δικαιοσύνη, να ορίσουν ξανά το τι μπορεί να σημαίνει αριστερά. Όμως πρός το παρόν έχουμε ηττηθει στο πεδίο των ιδεών και αριστερός, όταν δεν σημαίνει κάτι τύπου Ζίζεκ, σημαίνει ό,τι περίπου σημαίνει αυτός που είναι πολιτικά …βόρειος. Και το να εμμένουμε στον χαρακτηρισμό «αριστερός» σαν αυτός να μας προσδίδει κάποια ιδεολογική ηγεμονία, ή έστω κάποια καθαρή πολιτική νοηματοδότηση, στερείται πλέον της όποιας αξίας. Αν επιμείνουμε σε έναν τρίτο πολιτικό κεντρο-«αριστερό» πόλο, και όχι σέ μία σύνθεση δημοκρατικών, φιλελεύθερων και μεταρυθμιστικών δυνάμεων, απλώς αποκλείουμε όλους τους δημοκράτες πολίτες και νέους ανθρώπους που δεν αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, και αποκλείοντας θα αυτοαποκλειστούμε. Σήμερα χρειάζεται κυρίως να μην πολιτευτούμε ως θεματοφύλακες μιας ιδεολογικής παράδοσης, ως δικολάβοι συμφερόντων, ως προστάτες κοινωνικών ομάδων, ούτε βέβαια ως ωροσκόποι και καιροσκόποι του μέλλοντος η ευαγγελιστές, αλλά ως πολίτες διαπαιδαγωγούμενοι και διαπαιδαγωγούντες, που σκέπτονται και μιλούν, που δεν μένουν σιωπηλοί και συμπράττουν τώρα που πέφτει βαθιά σιωπή. Γιατί τελικά όρος για «να κρατήσουμε ξύπνιο το μυαλό μας», είναι να μιλήσουμε επιτέλους καθαρά.

Για να το καταφέρουμε αυτό όμως χρειάζεται, ανάμεσα σε πολλά άλλα, να ξεκαθαρίσουμε και ποιό είναι το πρόβλημα με το δικηγόρο που πολιτεύεται. Η αποστολή του έμπειρου δικηγόρου – πολιτικού είναι να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα συμφέροντα πελατών και ομάδων πίεσης. Σ’ αυτό ο δικηγόρος είναι καλύτερος από οποιονδήποτε πολιτικό γιατί μπορεί να υπερασπιστεί ακόμα και υποθέσεις που είναι αδύναμες, γιατί ακριβώς μπορεί να παρουσιάσει μια τεχνικά καλύτερα τεκμηριωμένη υπόθεση, την οποία τελικά κερδίζει γιατί έχει την επιδεξιότητα να παρουσιάσει ένα strong case ακόμα και για ένα weak cause.

Θέτοντάς το στενά, ο δικηγόρος πολιτικός πολιτεύεται – εκ θέσεως αν όχι και εκ φύσεως – προς άγραν πελατών, ομάδων συμφερόντων και χτίζει τη φήμη του όχι πάνω στις θέσεις που υπερασπίζεται, γιατί εν τέλει δεν υπερασπίζεται θέσεις αλλά πελάτες. Όταν χρησιμοποιεί τη λέξη «ευθύνη» – και το κάνει κατά κόρον – δεν εννοεί την ευθύνη των συνεπειών που απορρέουν από τις πράξεις του ή την ευθύνη κάποιας απαραίτητης συνέπειας λόγων και έργων αλλά την υπευθυνότητα, συνέπεια και αποτελεσματικότητα με τις οποίες υπερασπίζεται και προωθεί τα συμφέροντα πελατειακών κοινωνικών ομάδων. Είναι μια πολιτική, δημαγωγική υπευθυνότητα χωρίς αρχές. Και είναι χωρίς αρχές γιατί αυτός ο τρόπος του πολιτεύεσθαι ονοματίζει τα συμφέροντα αξιωματικά ως δίκαια και τα μετατρέπει δημαγωγικά σε δικαιώματα, των οποίων ο δικηγόρος – πολιτικός αναλαμβάνει εργολαβικά την υπεράσπιση. Ετσι σκοπός και αρχή της πολιτικής γίνεται η υπεράσπιση συμφερόντων και όχι το «δίκαιο», η διατήρηση και προώθηση πελατειακών επικαρπιών και όχι η κοινωνική δικαιοσύνη, το πελατειακό κράτος και όχι το κράτος δικαίου.

Ο πολιτικός αυτός επιχειρηματίας είναι πιθανόν να δημιούργησε τις πρώτες του πελατειακές σχέσεις ως δικηγόρος που απέκτησε κάποια ειδίκευση σε υπεράσπιση ομάδων πίεσης, προώθηση συνδικαλιστικών συμφερόντων και διαμεσολάβηση πολλαπλών τοπικών «αιτημάτων» προς την κεντρική εξουσία. Για να είναι αποτελεσματικός χρειαζόταν ταυτόχρονα να ζει για την πολιτική και από την πολιτική, να ταυτίζει δηλαδή τη ζωή του με τον πολιτικό του βίο και να συνδυάζει την εργατικότητα και την υπομονή ενός ζηλωτή με την κομφορμιστική σοβαρότητα του συμπαθούς. Να μην παίρνει ποτέ ο ίδιος θέσεις αρχών αλλά να φαίνεται ότι σύρεται μια προς τη μία και μία προς την άλλη κατεύθυνση από πιο «ιδεοληπτικούς» συνεργάτες των οποίων ο «ριζοσπαστισμός» βεβαιώνει τη δική του μετριοπάθεια και αίσθηση του μέτρου. Φαντάζει πάντοτε ως ο ειρηνοποιός, ο κατ’ εξοχήν δημοκράτης που συμβιβάζει αντιθετικές απόψεις για το καλό όλων, όταν απλά γνωρίζει καλά το «διαίρει και βασίλευε» και την τέχνη του να διαχειρίζεται την πολιτική με όρους δικονομίας. Γιατί στην ουσία ζει το απωθημένο όνειρο του πολιτικού δικαστή, στου οποίου την έδρα τελικά και τα δύο μέρη πλησιάζουν. Ομνύει, βέβαια στην ελευθερία της σκέψης και του διαλόγου, όμως όταν η συζήτηση πάει έστω να ανοίξει, φορά την τήβεννο, κουνά το καμπανάκι και κηρύσσει λήξη των εργασιών, για να επιστρέψει σε ανύποπτο χρόνο ως θιασώτης της συζήτησης και της συναίνεσης.

Επειδή είναι πολιτικός επιχειρηματίας και όχι πολιτικός, δικολάβος και όχι υπερασπιστής του δικαίου, προύχοντας και όχι άνθρωπος των ιδεών, ξέρει πολύ καλά ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να εκφράσει κοινωνικές πλειοψηφίες αλλά μπορεί να διεκδικήσει μόνο μερίδιο της εξουσίας, αν διατηρήσει το κρίσιμο 5%. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι χωρίς καμία αιδώ μοιράζει θέσεις και εργολαβίες σε παλαιούς και νέους πελάτες, οι οποίοι γρήγορα στοιχίζονται για να πάρουν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, την ίδια στιγμή που ορκίζονται σε μια αριστεροφροσύνη, που δεν είναι παρά προβιά αντιδημοκρατικού συντηρητισμού. Και εμείς «οι άλλοι» τα ψιθυρίζουμε όλα αυτά μεταξύ μας αλλά δεν μιλούμε επι της ουσίας. Και έτσι πέφτει σιγά-σιγά το βαθύ πέπλο της νύχτας. Και μόνο διερωτώμαστε εναγωνίως : Τι να κάνουμε;

Θα έπρεπε όμως κάτι να μας έχει διδάξει η πικρή πείρα όλων ανεξαιρέτως των αντιπολιτεύσεων στα κόμματα της αριστεράς τα τελευταία 100 χρόνια. Σήμερα το ερώτημα που τίθεται δεν είναι το ερώτημα της αριστεράς. Είναι το ερώτημα της δημοκρατίας. Και ακόμα αυτό το ερώτημα του ανθρώπου. Η μόνη επιλογή μπροστά σ’ αυτά τα οδυνηρά ερωτήματα είναι να κάνουμε ένα άλμα προς τα εμπρός, να πάρουμε μακρινούς, παράπλευρους δρόμους, να κάνουμε υποθέσεις και λάθη και κυρίως να μιλήσουμε, να συνθέσουμε ένα δημοκρατικό μέτωπο λογικής και κριτικής σκέψης, που αυτή τη φορά θα αναθεωρήσει σε βάθος. Γιατί εν τέλει δεν μπορεί και τότε και τώρα, και πριν και μετά και πάντοτε, να είχαμε δίκαιο και κυρίως γιατί σε αυτούς τους «σκοτεινούς καιρούς» μπορεί να έρθει η ώρα που κάποιοι θα σπάσουν την πόρτα του σπιτιού μας τη νύχτα, και θα πετάξουν τα γυαλιά και τα βιβλία μας στο πάτωμα.