Πώς μπορούμε να δώσουμε νέα ώθηση στις πληττόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες; Η εξυγίανση των δημοσιονομικών και οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι μεν απαραίτητες, όχι όμως επαρκείς. Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Ενα νέο σχέδιο Μάρσαλ ή ένα τεράστιο διαρθρωτικό πρόγραμμα; Πού θα βρεθούν τα απαραίτητα κονδύλια; Μήπως μέσα από νέα χρέη, τώρα που μόλις συμφωνήσαμε στην Ευρώπη να ενισχύσουμε τη δημοσιονομική πειθαρχία; Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεύθυνο.
Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για την απάντηση: κάθε χρόνο διατίθενται περίπου 50 δισ. από την Ευρωπαϊκή Ενωση για επενδύσεις στην περιφερειακή ανάπτυξη. Μόνο σε Ελλάδα και Πορτογαλία αναλογούν 3 δισ. ετησίως.
Τα χρήματα διατίθενται, λοιπόν, δεν χρησιμοποιούνται όμως πάντα εκεί όπου απαιτείται. Γι’ αυτό ακόμα και στην Ελλάδα πολλοί δεν θεωρούν τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις ως λύση του προβλήματος, αλλά ως αιτία των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, επειδή οδήγησαν σε επενδύσεις καταναλωτικού χαρακτήρα αντί σε παραγωγικές.
Μπορούμε να έχουμε όμως και καλύτερα αποτελέσματα. Το δείχνει η επιτυχημένη πορεία σύγκλισης, π.χ. της Πολωνίας ή και των νέων ομοσπονδιακών κρατιδίων. Ομως κι εμείς στη Γερμανία δεν πρέπει να λέμε μόνο για τους άλλους. Και σ’ εμάς η διόλου φειδωλή κατανομή ευρωπαϊκών πόρων, δημιούργησε ορισμένες φορές στρεβλώσεις. Είναι προφανές, ότι η επιχορήγηση για δημιουργία οάσεων ευεξίας σε ειδυλλιακά ξενοδοχεία, δεν σχετίζεται με ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη.
Εν μέσω της κρίσης χρέους απλώς δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να συνεχίσουμε έτσι. Πάνω από το ένα τρίτο του κοινοτικού προϋπολογισμού διατίθεται για την περιφερειακή ανάπτυξη. Πρέπει να καταβληθεί κάθε απαραίτητη προσπάθεια, ώστε αυτά τα χρήματα των φορολογουμένων να χρησιμοποιηθούν με μεγαλύτερη υπευθυνότητα.
Η Ευρώπη χρειάζεται απαραιτήτως έναν επαναπροσανατολισμό της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής. «better spending» λέγεται ο μαγικός όρος. Για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε:
Σαφείς κανόνες: σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να συμφωνηθούν σαφή κριτήρια, για το πού πρέπει να δαπανώνται τα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά κονδύλια και που όχι. Η κατανομή των πόρων θα πρέπει να στοχεύει στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα. Για την εφαρμογή των κανόνων, τα κράτη-μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συνεργαστούν στενότερα απ’ ό,τι μέχρι σήμερα, ώστε να προσδιοριστούν οι εξειδικευμένες ανάγκες της κάθε οικονομίας και να εξασφαλιστεί ο βέλτιστος τρόπος χρήσης των κονδυλίων. Αυτό σημαίνει ότι ένα κράτος θα επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, ένα άλλο στην ενίσχυση των πόρων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κι ένα τρίτο στην ανάπτυξη των υποδομών του. Σημαντικό είναι, τα προγράμματα να μην ακολουθούν τη λογική της εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, όπως συνέβαινε συχνά στο παρελθόν, αλλά να υπάγονται σε κοινούς ευρωπαϊκούς στόχους. Η απόφαση για τη χρήση των χρημάτων των Ευρωπαίων φορολογουμένων δεν θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνεται αποκλειστικά από το κράτος-αποδέκτη.
Περισσότερη ευελιξία στην εφαρμογή: εγκεκριμένα προγράμματα και προτεραιότητες δεν θα πρέπει να αποτελούν πανάκεια. Η σημερινή ρύθμιση προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν προκαταβολικά και για επτά χρόνια τα επιχορηγούμενα προγράμματα. Αυτό είναι πολύ. Τα εκάστοτε κράτη-μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει επομένως να θεσπίζουν στην αρχή κάθε δημοσιονομικής περιόδου, αντικειμενικούς, μετρήσιμους και δεσμευτικούς δείκτες. Στη συνέχεια θα πρέπει να πραγματοποιούνται σε τακτά διαστήματα όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητες αξιολογήσεις, προκειμένου να ελεγχθεί, εάν οι στόχοι χρειάζονται αναθεώρηση ή εάν έχουν επιτευχθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να είναι δυνατή η διακοπή της περαιτέρω χρηματοδότησης, ώστε τα χρήματα να κατευθυνθούν σε νέα, χρήσιμα προγράμματα.
Βοήθεια για τα πληττόμενα από την κρίση κράτη: βραχυπρόθεσμα στόχος και της περιφερειακής ανάπτυξης θα πρέπει να είναι η παροχή ουσιαστικής βοήθειας προς τα κράτη που έχουν πληγεί από την κρίση χρέους, προκειμένου να την ξεπεράσουν. Εχουν γίνει ήδη σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή: το ποσοστό συμμετοχής στα αναπτυξιακά προγράμματα των κρατών-μελών που έχουν ενταχθεί σε προγράμματα βοήθειας έχει μειωθεί σημαντικά. Στην Ελλάδα η Task Force συμβάλλει στη στοχευμένη και ταχεία αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθεί μαζί με την Ιταλία να προσαρμόσει τα αναπτυξιακά προγράμματα στις πιεστικές ανάγκες της χώρας. Τέτοιες πρωτοβουλίες θα πρέπει να ενισχυθούν κι άλλο. Προπάντων όμως και ειδικά στα κράτη που πλήττονται από την κρίση, χρειαζόμαστε μεγαλύτερη ευελιξία, ώστε τα αναπτυξιακά κονδύλια να διοχετεύονται στην ανταγωνιστικότητα.
Εφέτος θα διαπραγματευθούμε τον νέο επταετή αναπτυξιακό προϋπολογισμό της Ε.Ε., το πλαίσιο δηλ. για τις δαπάνες της Ε.Ε. στο διάστημα 2014-2020. Κι εδώ η βασική μας απαίτηση έχει ως εξής: όχι «more», αλλά «better spending». Εάν δεν αναγκαστούμε τώρα, υπό την πίεση της κρίσης, να προβούμε σε ένα πραγματικό ποιοτικό άλμα, τότε πότε ακριβώς θα το κάνουμε; Τώρα είναι λοιπόν η ώρα να ξεκινήσουμε μ’ αυτές τις αλλαγές.
* Ο κ. Γκίντο Βεστέρβελε είναι υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας.