Στην αποκαλούμενη «μεταμνημονιακή» περίοδο, η πολιτική κυριαρχία τίθεται με διαφορετικούς όρους. Δεν καθορίζεται τόσο από τη δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, όσο από την προσδοκία τους να μπει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης. Η διαφορά αυτή επηρεάζει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, κρίνοντας τις πολιτικές εξελίξεις. Παράλληλα, ερμηνεύει τις ανακατατάξεις που συντελούνται στο εκλογικό σώμα.
Οι νέοι συσχετισμοί καταγράφονται σε όλες σχεδόν τις έρευνες της κοινής γνώμης. Η εξασθένηση του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της κυβερνητικής φθοράς, είναι αναμφισβήτητη. Προφανής είναι και η ενδυνάμωση της ΝΔ, καθώς εισπράττει την τιμωρητική διάθεση αξιοσημείωτου τμήματος των πολιτών. Ενα νέο πολιτικό περιβάλλον διαμορφώνεται, εμφανίζοντας στοιχεία παγίωσης.
Τίποτα όμως δεν είναι στατικό. Μοιάζει ενδιαφέρον το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει έδαφος σε μια περίοδο που η τραγωδία στο Μάτι εξέθεσε την κυβέρνηση. Η ΝΔ διατηρεί τη δυναμική της, παρά την ελαφρά υποχώρησή της. Ο χρόνος μέχρι τις εκλογές – όποτε κι αν γίνουν – θα αποδειχθεί καθοριστικός. Ωστόσο, τώρα αποσαφηνίζονται οι τάσεις που διαπερνούν την κοινωνία. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποτυπώνεται η ισχυροποίηση του δικομματισμού.
Οι δύο υπαρκτοί διακριτοί πόλοι έχουν συγκεκριμένη κοινωνική, πολιτική, ακόμη και ιδεολογική, σήμανση. Τσίπρας και Μητσοτάκης είναι οι εκφραστές τους. Μάλιστα, οι δυνάμεις που στοιχίζονται στον κάθε πόλο δεν έχουν αναφορά στα κόμματα, αλλά στους επικεφαλής. Ως εκ τούτου, ο ρόλος του καθενός θα αποδειχθεί καταλυτικός για τη διαμόρφωση των συσχετισμών που θα καθορίσουν την εκλογική μάχη. Οι αξιολογήσεις και οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες.
Τα πλεονέκτημα του Τσίπρα είναι η λαϊκότητα, η αμεσότητα, και το ότι δεν συνδέεται με το παρελθόν. Μεγάλο του μειονέκτημα αποτελούν οι εξαιρετικά χαμηλές κυβερνητικές επιδόσεις, σε συνδυασμό με τις πρακτικές που ακολουθεί. Αλλωστε απ» αυτές θα κριθεί. Ο λαϊκισμός και ο καθεστωτισμός ακυρώνουν την επιδίωξή του να εκφράσει σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική πρόταση. Εκεί οφείλεται η φθορά και η υποχώρηση της απήχησής του.
Από την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενσαρκώνει μια εναλλακτική στρατηγική. Οι προτάσεις και οι θέσεις του δείχνουν να εναρμονίζονται περισσότερο με τις σημερινές ανάγκες. Βρίσκονται στον αντίποδα των κρατικίστικων αντιλήψεων και των παρωχημένων ιδεοληπτικών εμμονών. Ο πραγματισμός ενισχύει τη φερεγγυότητά του. Η τεχνοκρατική υποδομή διασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό τη διαχειριστική επάρκεια. Ο μεταρρυθμιστικός του λόγος βρίσκει ανταπόκριση στην πληγείσα μεσαία τάξη. Η επιρροή του στο αποκαλούμενο «Κέντρο» τού προσδίδει δυναμική. Την ίδια στιγμή είναι εμφανής η μειωμένη απήχησή του στα λαϊκά στρώματα. Επιπλέον βαρίδιο συνιστά το βαθιά συντηρητικό κόμμα του. Εξού και οι εν δυνάμει εκτός των τειχών ψηφοφόροι του διαχωρίζουν τη ΝΔ από τον πρόεδρό της.
Προφανές είναι πως Τσίπρας και Μητσοτάκης επισκιάζουν τις παλιές διαχωριστικές γραμμές. Η επαναχάραξή τους πλέον γίνεται με κριτήριο την αξιοπιστία, την αποτελεσματικότητα, την ηγετικότητα των μονομάχων. Πάντως, με δεδομένες τις τάσεις του εκλογικού σώματος, η επόμενη αναμέτρηση θα είναι μια σκληρή μάχη για δύο.