(Επαν)ασφυξία

Κώστας Μποτόπουλος 28 Απρ 2016

Η θλιβερή αλληλουχία δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο: καθυστερήσεις και άκαρπες διαφοροποιήσεις, απομάκρυνση κάθε στηρίγματος λόγω κακών χειρισμών, απώλεια μέτρου στις απαιτήσεις των δανειστών, διαπραγματευτικό αδιέξοδο, συμφωνία περί ασυμφωνίας, σύγχυση στο εσωτερικό και παρακάλια στο εξωτερικό, αναβολές επί αναβολών, αναζήτηση «ειδικών» συναντήσεων και λύσεων, πρόβλημα ρευστότητας και, στο βάθος, αναβίωση φάσματος χρεοκοπίας. Τα έχουμε ξαναδεί και ξαναζήσει όλα αυτά. Όχι όμως χωρίς να έχει υπάρξει η παραμικρή υλοποίηση μιας «συμφωνίας», όχι πριν καν δοθεί στην Ελλάδα ένα ευρώ, ποτέ με τέτοια αίσθηση ασφυξίας.

Η κυβέρνηση μπορεί να ήταν άπειρη, δεν μπορεί όμως να ισχυριστεί ότι ήταν πρωτάρα μετά τη «συμφωνία» του Ιουλίου, στην οποία την είχε φέρει το διαπραγματευτικό φιάσκο των έξι πρώτων μηνών της διακυβέρνησης της. Το ότι κατάφερε –γιατί περί κατορθώματος πρόκειται- να ξανακάνει σχεδόν αμέσως τα ίδια λάθη, έχοντας εντωμεταξύ φορτώσει στους συλλογικούς μας ώμους 80 δις επιπλέον χρέους, ένα νέο πολυετές Μνημόνιο και μια σχεδόν πλήρη κατακρήμνιση της αξιοπιστίας της δικής της και της χώρας, μιλά εύγλωττα για τις ικανότητες και τις επιδόσεις της παρούσας κυβέρνησης. Πέφτοντας σε όλες τις παγίδες, τις περισσότερες από τις οποίες έστησε η ίδια στον εαυτό της, μας έχει φέρει πολλά χρόνια πίσω. Και κυρίως, χωρίς όπλα για να ξαναβγούμε, για μια ακόμη φορά, από τη δεινή θέση.

Σε τρεις ιδίως τομείς μετριέται και βαραίνει η εθνική οπισθοχώρηση:

  • Μέτρα. Οι «κόκκινες γραμμές» γύρισαν μπούμερανγκ: οι περικοπές στις κοινωνικές παροχές και στις συντάξεις –και έπονται οι μισθοί- είναι μεγαλύτερες όχι μόνο από όσο είχε «δεσμευθεί» η κυβέρνηση, αλλά και από όσο προέβλεπαν οι επίσημες συμφωνίες –λογικό: συμφωνία που δεν υλοποιείται, «σκληραίνει». Η χρήση του χρέους ως επιχειρήματος για ελάφρυνση των μέτρων έφερε –μέσα και από την ευφυή ιδέα να «διαρρεύσουν» οι συζητήσεις των αξιωματούχων του ΔΝΤ- το εντελώς αντίστροφο αποτέλεσμα: η συζήτηση περί ελάφρυνσης του χρέους αναβλήθηκε επ’ αόριστον, ενώ πιο σκληρά από τα αρχικά μέτρα ζητούνται εδώ και τώρα. Το θλιβερό επεισόδιο των «εφεδρικών μέτρων» που έβγαλαν την ύστατη στιγμή από το καπέλο τους οι «θεσμοί» δεν αποδεικνύει μόνο τον δικό τους κυνισμό αλλά και την πλήρη απώλεια της εμπιστοσύνης τους στην κυβέρνηση: το αίτημα αυτό προεξοφλεί αποτυχία των παρόντων στόχων και επιδείνωση των όποιων μελλοντικών.
  • Κλίμα. Δυο αρνήσεις και δύο αποφάσεις αναδεικνύουν την κυβερνητική απελπισία και την απώλεια κάθε ευλυγισίας και υπομονής από πλευράς δανειστών. Άρνηση έκτακτου Γιούρογκρουπ για «επανεκκίνηση» των συνομιλιών μέσα στη Μεγάλη Βδομάδα και πιθανότατη μη αποδοχή του αιτήματος για έκτακτη Σύνοδο Κορυφής για την Ελλάδα (πάνε οι καιροί που η Ελλάδα έθετε, με τα προβλήματα της, την ευρωπαϊκή ατζέντα). Και, από πλευράς εξαναγκασμένων αποφάσεων, μάζεμα στην Τράπεζα της Ελλάδος, εν είδει επίσχεσης, όλων των αποθεματικών που είχαν ως τώρα γλιτώσει (Βουλή, ΟΑΕΔ, νοσοκομεία και ΕΟΠΥΥ) και επισημοποίηση, εν μέσω διαπραγματεύσεων, της αντίθεσης του ίδιου Υπουργού Οικονομίας στα μέτρα που υποτίθεται ότι πρέπει να συμφωνήσει και να υλοποιήσει. Ούτε οι δανειστές, ούτε η κυβέρνηση μοιάζουν να πιστεύουν πια σε οποιαδήποτε δυνατότητα λύσης.
  • Ορίζοντας. Κλειστός: η τύχη της αξιολόγησης αγνοείται, ο χρόνος πιέζει, η Γερμανία ευθυγραμμίστηκε στη γραμμή του ΔΝΤ, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σημαντικότερα προβλήματα και έχει την πολυτέλεια να αγνοεί την Ελλάδα, η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί σε πολλές κοινωνικές τάξεις πράγματα που ετοιμάζεται ήδη να αθετήσει, ακόμα και να περάσουν τα μέτρα στη Βουλή είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα φτάσουν. Η οικονομία έχει σταματήσει εντελώς και η κοινωνία έχει χάσει τις ψευδαισθήσεις της. Το μίγμα είναι ασφυκτικό και τίποτα το νέο και το ελπιδοφόρο δεν μοιάζει εφικτό. Όμως ακριβώς αυτή είναι η καλύτερη στιγμή για τη γένεση αυτού που ελάχιστοι περιμένουν.