Όλα σχεδόν τα πανεπιστήμιά μας έχουν τμήματα οικονομικών ή διοίκησης επιχειρήσεων. Δεν θα μπορούσαν άραγε να επεξεργαστούν το στρατηγικό σχέδιο διακυβέρνησης και αναπτύξεως του δικού τους τουλάχιστο πανεπιστημίου, όταν αυτό τους ζητήθηκε από την Πολιτεία; Κι όμως, μελετώντας τα «σχέδια» που υποβλήθηκαν διαπιστώνει εύκολα κανείς ότι πρόκειται για λαμπρές έως μέτριες και μερικές παιδαριώδεις εκθέσεις ιδεών. Στρατηγικά σχέδια, όμως, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ονομαστούν. Δεν έχουν καν τον τύπο τέτοιου πονήματος. Γιατί συνέβη αυτό; Και μάλιστα σε μια περίοδο όπου κάθε υπεύθυνος φορέας πρέπει να προγραμματίζει με σχολαστικότητα την πορεία του;
Θέτοντας το ερώτημα αυτό, ξέρω ότι ανοίγω ένα τεράστιο θέμα που αφορά γενικότερα την διακυβέρνηση δημοκρατικά αυτοδιοικούμενων δομών στην χώρα μας, εκ των οποίων η πιο κραυγαλέα περίπτωση είναι εκείνη των πανεπιστημίων. Αφού κατανοήσουμε το μείζον, που αφορά αυτό το μέρος των οργανισμών που διοικούνται «δημοκρατικά» από αιρετές διοικήσεις και έχουν το τυπικό μονοπώλιο της γνώσης και της επιστήμης, συμπεριλαμβανόμενης και της γνώσης ολόκληρου του πεδίου του στρατηγικού σχεδιασμού, θα είναι πολύ πιο εύκολο να επεκτείνουμε την κατανόησή μας και στους συνεταιρισμούς καθώς και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης από τους οποίους δεν περιμένουμε να κατανοούν εξ επαγγέλματος την έννοια του στρατηγικού σχεδιασμού.
Αυτά που θα διαπιστώσουμε, εν τούτοις, από την αυτοψία στα πανεπιστήμια σχετίζονται με εκείνον τον πυρήνα της δημοκρατικής διακυβέρνησης που εκφράζεται από τις δομές που πλησιάζουν περισσότερο στην άμεση δημοκρατία. Έτσι τελικά τίθεται το πρόβλημα της σχέσης της δημοκρατίας με την επαγγελματική επάρκεια της διακυβέρνησής της. Δηλαδή, τίθεται το ερώτημα: οι αυτοδιοικούμενες δομές ξέρουν και θέλουν να διακυβερνώνται με στρατηγική αντίληψη ή όχι; Εδώ θα ασχοληθώ αποκλειστικά με τα πανεπιστήμια για τα οποία έχω και την αμεσότερη επίγνωση εξ επαγγέλματος.
Η μεγαλύτερη, ίσως, ζημιά που έκανε ο αρχικός Νόμος Πλαίσιο του ’82 στα πανεπιστήμιά μας είναι ότι καθιέρωσε τον ερασιτεχνισμό ως κυρίαρχο πρότυπο στην διοίκησή τους. Αυτή η ζημιά έγινε εν ονόματι της δημοκρατίας. Η επιλογή του ερασιτεχνισμού δεν έγινε εξ αγνοίας, αλλά συνειδητά και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Προσωπικά δικαιούμαι να το υποστηρίζω επειδή είχα την πικρή εμπειρία του πολέμου νεύρων που μου έκαναν οι Πρυτάνεις των μεγάλων πανεπιστημίων μας στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, όταν, στο ξεκίνημα του Πανεπιστημίου προσέλαβα για επαγγελματικές συμβουλές τον Sir Keneth Alexander και την British Library, ακριβώς για να αποφύγω τους ερασιτεχνισμούς στον σχεδιασμό του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Το φαινόμενο δεν ήταν προσωπικό, αλλά ευθεία απόρροια του Νόμου Πλαισίου του ‘82. Οι αιρετές διοικήσεις τους εκλέγονταν (και δυστυχώς εξακολουθούν να εκλέγονται κάπως πιο συγκαλυμμένα σήμερα) με μηχανισμούς που σχετίζονται με την κομματική, ιδεολογική, συντεχνιακή ή φατριαστική σχέση τους, αλλά ούτε και σήμερα ακόμη εξετάζεται η επαγγελματική επάρκεια ειδικά για την διακυβέρνηση ενός τόσο μεγάλου και πολύπλοκου οργανισμού όπως είναι το σύγχρονο πανεπιστήμιο. Με απλά λόγια, ένας έστω και διεθνώς διάσημος επιστήμονας/ καθηγητής, δεν σημαίνει ότι από την ιδιότητά του αυτή ξέρει και μπορεί να ασκήσει διοίκηση. Έτσι οι διοικήσεις καταλήγουν να είναι ερασιτεχνικές ως προς την διακυβέρνηση και επαγγελματικές ως προς άσχετες με την διακυβέρνηση στοχεύσεις τους. Ο ερασιτεχνισμός της κορυφής διαχέεται τελικά και σε ολόκληρο το σώμα της διοικητικής μηχανής των πανεπιστημίων που τελικά βρίσκει καταφύγιο στον γραφειοκρατικά αυτισμό της. Όταν, όμως, παίζεις ερασιτεχνικά με έναν ολόκληρο θεσμό και με την διαχείριση των τεράστιων πόρων που διαθέτει η Πολιτεία για την λειτουργία του, η μοιραία κατάληξη είναι ο θεσμός να γίνεται έρμαιο άλλων πανίσχυρων «επαγγελματικών» συμφερόντων που εκείνα ξέρουν να διαχειρίζονται με πλήρη επαγγελματισμό την ισχύ και εξουσία τους. Αναπτύσσεται έτσι ένας διάχυτος παρασιτισμός των ομάδων που η κάθε μια προσπαθεί να απομυζήσει πόρους από το πανεπιστήμιο, για καλούς ή κακούς σκοπούς, αδιάφορα, χωρίς να ενδιαφέρεται «για το κοινό συμφέρον» του πανεπιστημίου. Αυτό ακριβώς έγινε και κατάντησαν τα πανεπιστήμιά μας ακυβέρνητες πολιτείες. Και αυτό αποδείχτηκε περίτρανα τώρα, όταν τους ζητήθηκε να υποβάλλουν τα στρατηγικά σχέδιά τους, δηλαδή, όταν υποχρεώθηκαν να περιγράψουν φανερά το πώς αντιλαμβάνονται το παρόν και το μέλλον τους.
Σε ένα τέτοιο απογοητευτικό συμπέρασμα κατέληξα καθώς πέρασα ένα πρώτο διάβασμα τα «στρατηγικά σχέδια» των ΑΕΙ και ΤΕΙ στα πλαίσια μιας έρευνάς μου για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα τριτοβάθμια ιδρύματά μας το (ζοφερό) μέλλον τους. Με την ευκαιρία, όμως, θυμήθηκα και τον κραυγαλέο ερασιτεχνισμό με τον οποίο διοικήθηκαν μετά την μεταπολίτευση πολλές ΔΕΚΟ, άπειροι συνεταιρισμοί και εκατοντάδες ΟΤΑ που, πάλι εν ονόματι της Δημοκρατίας αφέθηκαν στα χέρια δημοκρατικών πολιτευτών και πολιτικών χωρίς περιορισμούς ορθολογικής διαχείρισης. Τελικά, εν ονόματι της δημοκρατίας διαλύσαμε και κατασυκοφαντήσαμε τον δημόσιο τομέα! Ένα τομέα της οικονομίας που «κρύβει χρυσό» όπως σωστά υποστήριξε ο καθηγητής Δημήτρης Παπούλιας σε ένα βιβλίο του που έπρεπε να προσεχτεί περισσότερο, ενώ εμείς αντλούμε μόνο τη λάσπη από τις στοές του. Εδώ, όμως, θα μιλήσω μόνο για τα πανεπιστήμια όπως ήδη ξεκαθάρισα.
Στο σύνολό τους τα «στρατηγικά σχέδια» που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο είναι περιγραφικά, χωρίς ποσοτικά δεδομένα, χωρίς τεκμηρίωση ως προς τις κρίσιμες παραμέτρους και χωρίς έστω και ποιοτική έρευνα πάνω σε όλα τα πεδία όπου βασίζουν τις υποτιθέμενες προβλέψεις και προοπτικές τους. Το μέλλον προβάλλεται ως βουλησιαρχική απαρίθμηση σκοπών και στόχων χωρίς τον παραμικρό έλεγχο εφικτότητας. Εν τέλει, όταν συναθροίσεις τα «όνειρα» όλων πανεπιστημίων μας μένεις με την εντύπωση μιας χρυσής ουτοπίας, όπου η Ελλάδα θα κυριαρχεί με μια τριτοβάθμια εκπαίδευση που ούτε στο όνειρό τους δεν θα μπορούσαν να φανταστούν οι μεγάλες δυνάμεις της εκπαίδευσης! Όλη αυτή η ουτοπία μήτε κοστολογείται μήτε συνδέεται με την διαθεσιμότητα πόρων, οικονομικών, πραγματικού κεφαλαίου, κοινωνικού κεφαλαίου, ανθρώπινων πόρων και έστω και συμβολικών πόρων (όπως είναι η παράδοση και ιστορικότητα την οποία ορισμένα πανεπιστήμια επικαλούνται).
Συζήτησα τα ευρήματά μου με εκλεκτούς συναδέλφους. Οι απαντήσεις που πήρα ήταν δύο ειδών: Όσοι είναι μπλεγμένοι οι ίδιοι με διοίκηση έριξαν το κρίμα στο «Υπουργείο και την Κυβέρνηση», που δεν τους έδωσε τα δικά του δεδομένα και τις δικές του δημοσιονομικές προβλέψεις για να τις χρησιμοποιήσουν ως «περιορισμούς σχεδιασμού». Με μια φωνή μου είπαν ότι «πώς να κάνουμε εμείς στρατηγικό σχεδιασμό» όταν το Υπουργείο δεν έχει δικό του στρατηγικό σχέδιο για την Εκπαίδευση; Από την άλλη, όσοι έχουν μείνει έξω από το δέλεαρ της διοίκησης, στην συντριπτική πλειονότητά τους, κούνησαν μελαγχολικά το κεφάλι τους και μου απάντησαν αφοριστικά ότι με αυτή την μορφή διοίκησης των πανεπιστημίων (ακόμη και με την βελτιωμένη το Ν.4009/11) είναι ματαιοπονία να περιμένουμε πανεπιστήμια διοικούμενα με στρατηγική κι υπευθυνότητα.
Κατά την γνώμη μου, και οι δύο έχουν άδικο. Και το άδικό τους αποδείχνει περίτρανα την μεγάλη παρεξήγηση που καλλιεργήθηκε για την περίφημη αυτονομία των πανεπιστημίων μας.
Όσοι προαπαιτούν την ύπαρξη στρατηγικού σχεδίου από το Υπουργείο κάνουν, κατά πρώτο, θεμελιώδες διαγνωστικό σφάλμα. Μια «πανεπιστημιακής ποιότητας» μελέτη συμπεριφοράς του πολιτικού συστήματός μας, θα αποκάλυπτε ότι η κυβέρνηση κατά πάσα πιθανότητα θα λειτουργεί οπορτουνιστικά, δηλαδή με εντελώς βραχυπρόθεσμη τακτική του τύπου «κάνουμε και βλέπουμε». Είναι πολύ εύκολο, ως εκ τούτου, στο όποιο πανεπιστήμιο να προβλέψει ότι δεν πρόκειται να έχει στρατηγικό σχεδιασμό από την πλευρά του υπουργείου το γε νυν έχον. Σημαίνει άραγε αυτό, ότι υπό τις συνθήκες αυτές είναι αδύνατος ο στρατηγικό σχεδιασμός του πανεπιστημίου; Εδώ αναδείχνεται το δεύτερο σφάλμα που τη φορά αυτή είναι σφάλμα λογικής αλλά και εμπειρικής γνώσης συνάμα: Ο στρατηγικός σχεδιασμός του «περιβάλλοντος» των πανεπιστημίων δεν είναι δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον δικό τους στρατηγικό σχεδιασμό. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από την στοιχειώδη εμπειρική παρατήρηση, ότι οι επιχειρήσεις, για παράδειγμα, που ενεργούν και πορεύονται με στρατηγικά σχέδια, δεν προαπαιτούν ότι η αγορά ή η συνολική οικονομία διευθύνεται και αυτή με στρατηγικό σχεδιασμό. Μόνο σε σοβιετικό καθεστώς επιχειρήθηκε με τα Gossplan κάτι τέτοιο και απότυχε παταγωδώς. Θυμίζω επίσης ότι στην επιστήμη του στρατηγικού σχεδιασμού προβλέπεται και η περίπτωση του σχεδιασμού υπό συνθήκες αβεβαιότητας. Επομένως, τα πανεπιστήμια επιλέγουν να μη λειτουργούν με στρατηγικό σχεδιασμό για εντελώς δικούς τους λόγους και όχι για εξωτερικά αντικειμενικά αίτια. Το γιατί, το αφήνω στον αναγνώστη να το συμπεράνει.
Θα ήταν λάθος, όμως, να μη προσθέσω, ότι αν τα πανεπιστήμια, ή έστω κάποια από αυτά, αποφάσιζαν να ασχοληθούν ΜΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ επάρκεια με τον στρατηγικό σχεδιασμό τους, είναι πολύ πιθανό ότι θα έσπαζαν το αυγό και θα ανάγκαζαν και το Υπουργείο να τραβηχτεί εκόν άκον στην ίδια κατεύθυνση. Τουλάχιστο για να αποκριθεί στις αρχικές παραδοχές των στρατηγικών σχεδίων. Με το δικό τους τολμηρό παράδειγμα μπορεί να παρέσυραν όλο το σύστημα προς την κατεύθυνση αυτή. Αυτός, άλλωστε, δεν είναι και ο ρόλος των πανεπιστημίων; Να καινοτομούν και να ανοίγουν νέους δρόμους προς την πρόοδο; Το δικό μου συμπέρασμα, επομένως, είναι ότι οι αιρετές διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν παγιωμένη ιδεολογική αποστροφή προς την επαγγελματική διοίκηση επειδή ό ίδιος ο νόμος παροτρύνει την εκλογή τέτοιων ατόμων στις ανώτατες διοικητικές θέσεις. Ο ερασιτεχνισμός είναι το ιδεολογικό πρόσχημα για την ανευθυνότητα και την αυθαιρεσία. Και, ας μη μου πετάξει κάποιος το τετριμμένο επιχείρημα, ότι τάχα τα όσα ισχυρίζομαι ισοδυναμούν με πρόταση διοίκησης των πανεπιστημίων από καταραμένους «μάνατζερς». Γιατί η απάντηση είναι περισσότερο από εύκολη: Στις ΗΠΑ η συντριπτική πλειονότητα των πανεπιστημίων της διοικείται από ακαδημαϊκούς. Με μια πολύ σημαντική διαφορά. Ότι όσοι τοποθετούνται σε ανώτερες διοικητικές θέσεις έχουν εμπράκτως δηλώσει ότι αφιερώνουν τουλάχιστο μέρος της καριέρας τους σε διοίκηση πανεπιστημίων, έχουν μελετήσει αποδεδειγμένα το σχετικό πεδίο και έχουν αποδεδειγμένη μακρά εμπειρία σε διοικητικές θέσεις. Άς αφήσουμε και το ότι οι περισσότεροι από αυτήν την επαγγελματική ειδικευμένη κατηγορία έχουν πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο σχετικό με την διοίκηση πανεπιστημιακών ιδρυμάτων! Οφείλω, όμως, να παραδεχτώ και τον έκδηλο αντιεπαγγελματισμό της Πολιτείας που εδώ στην Ελλάδα θεσμοθετεί ένα σωρό κωλύματα για να εμποδίσει την απόκτηση τουλάχιστο πρακτικής εμπειρίας από τους αιρετούς της πανεπιστημιακής διοίκησης. Αλλά, για αυτή την «αγορανομική» αντίληψη της Πολιτείας σε ό,τι αφορά τα «αξιώματα» θα μιλήσουμε άλλη φορά αν δοθεί ευκαιρία.
Αλλά και όσοι αποδίδουν αποκλειστικά στο υφιστάμενο «σύστημα» την αδυναμία στρατηγικού σχεδιασμού κάνουν θεμελιώδες σφάλμα λογικής συνέπειας. Πρώτος εγώ εκτιμώ ότι πράγματι ο Νόμος Πλαίσιο (διαχρονικά) ευνοεί τον ερασιτεχνισμό της διοίκησης. Αλλά, άλλο είναι «ευνοεί» και άλλο είναι «υποχρεώνει». Αν ο νόμος αναδεικνύει ηγεσίες μέσα από διαδικασίες φατριασμού, συντεχνιασμού και πολιτικού δογματισμού, αυτό δεν αναιρεί την υποχρέωση μήτε τον ηγεσιών μήτε και κυρίως των ακαδημαϊκών κοινοτήτων να μείνουν συνεπείς προς την θεμελιώδη αποστολή τους: Να παράγουν, δηλαδή, να προάγουν και να εφαρμόζουν την επιστήμη. Τι είναι εκείνο που μπορεί να απαλλάξει τις όποιες διοικήσεις των πανεπιστημίων από την ηθική τουλάχιστο ευθύνη να τηρήσουν τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης σε ότι αφορά την εκπόνηση των στρατηγικών σχεδίων τους; Εδώ κρύβεται η μεγαλύτερη αντίφαση που διέπει το περίεργο (bizarre) πανεπιστημιακό μας σύστημα: Ενώ λειτουργεί επαγγελματικά σε ότι αφορά τα καθήκοντα των μελών του (είναι επαγγελματίες επιστήμονες) όταν φτάνουμε στην διοίκησή του, η επαγγελματικότητα εξαερώνεται και επικρατεί ένας αφόρητος ερασιτεχνισμός! Γιατί; Δεν θα απαντήσω εδώ σε αυτό γιατί επειδή χρειάζεται ειδική και εκτεταμένη ανάλυση.
Υπάρχει, όμως, και η πονηρή ένσταση σε αυτά που υποστηρίζω, ότι δηλαδή δεν μπορεί οι αιρετοί να γίνουν επαγγελματίες «μάνατζερς» γιατί άλλο ρόλο τους αναθέτει το δημοκρατικό σύστημα της ακαδημαϊκής αυτονομίας. Στην πονηρή αυτή ένσταση απάντησα εν μέρει παραπάνω: Τι εμποδίζει οι αιρετοί να φροντίσουν να μάθουν πως διοικούν χωρίς να εγκαταλείψουν την ακαδημαϊκή ιδιότητά τους; Η άλλη μισή απάντηση είναι η εξής: Τι εμποδίζει τους αιρετούς να οργανώσουν με επαγγελματική επάρκεια έναν διοικητικό μηχανισμό που μεταξύ άλλων πρέπει να ξέρει και να μπορεί να τους προσφέρει την υπηρεσία του στρατηγικού σχεδιασμού; Τίποτα το αναπόφευκτο. Τους εμποδίζει μόνο ο τρόπος που βλέπουν τον ρόλο και την αποστολή τους. Είναι ολοκληρωτικά υπεύθυνοι για τον ερασιτεχνισμό τους.
Τώρα, ο αναγνώστης μπορεί να κάνει την κατ’ αναλογία προέκταση των παραπάνω σκέψεων σε όλο το εύρος των αιρετών δομών της κοινωνίας μας. Είναι ένα θέμα που σχετίζεται με τις ρίζες της δημοκρατίας γιατί συναιρείται στην απορία: Είναι μοιραίο η άσκηση της δημοκρατίας να γίνεται ερασιτεχνικά»; Ο ερασιτεχνισμός υπονομεύει την δημοκρατία, αφού την κάνει αναποτελεσματική.