Εντολή για ευρωπαϊκή Ελλάδα

Γιάννης Βούλγαρης 23 Ιουν 2012

Οι δύο εκλογές, της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου, είχαν η καθεμία το δικό της κύριο χαρακτηριστικό. Οι πρώτες ήταν εκλογές αποδόμησης. Δεν είναι πολλά τα παραδείγματα τόσο βίαιης αποδόμησης κομματικών συστημάτων. Πρόχειρα θα μνημονεύαμε τις περιπτώσεις της Ιταλίας και ίσως της Ιαπωνίας στη δεκαετία του ’90, εξαιτίας του τέλους του διπολικού κόσμου. Ή, από την άλλη, η έκρηξη του δεξιού λαϊκισμού στις βορειοευρωπαϊκές χώρες με αιχμή το Μεταναστευτικό και τους «τεμπέληδες του Νότου», που εκτίναξε κόμματα όπως οι «αληθινοί Φινλανδοί» από το τίποτα στο 19% μέσα σε λίγα χρόνια. Και στη δική μας περίπτωση, η βιαιότητα της ανατροπής προέκυψε από τον συνδυασμό της οικονομικοκοινωνικής και της πολιτισμικής κρίσης. Η χρεοκοπία, πέρα από τις κοινωνικές επιπτώσεις, σκοτείνιασε τον γεωπολιτικό και συμβολικό ρόλο της «Ευρώπης» που λειτουργούσε τα τελευταία 25 χρόνια ως πλαίσιο αναφοράς του κομματικού συστήματος. Αντιδιαμετρικά με τις βορειοευρωπαϊκές χώρες, εδώ η διαμαρτυρία και η οργή ενίσχυσαν τον αριστερό κυρίως λαϊκισμό που εκφράστηκε με την εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα όμως διεύρυνε και τον ακροδεξιό, νομιμοποιώντας μάλιστα την ακραία εκδοχή του με τη Χρυσή Αυγή. Σε κάθε περίπτωση, η εκλογική αποδόμηση άφησε θραύσματα και παρήγαγε μια διάταξη κομμάτων και πολιτικών πόλων πιο σύνθετων από την απλοποιητική εικόνα μιας διχασμένης Ελλάδας που συχνά χρησιμοποιούμε εσχάτως. Η υπαγωγή της συνθετότητας στην αντίθεση «Μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ήταν μια νίκη στη μάχη της ορολογίας, που άρκεσε για να αποδεκατίσει κυρίως το ΠΑΣΟΚ, αλλά η διάταξη δυνάμεων που προέκυψε ήταν περισσότερο πολύπλοκη, όπως γρήγορα αποδείχθηκε.

Πράγματι, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου έκαναν πιο σύνθετα τα διλήμματα, οργάνωσαν διαφορετικά τον προηγούμενο κατακερματισμό, δίνοντάς του διαφορετική κατεύθυνση. Κυρίως γιατί έδωσαν σαφή πολιτική και κοινοβουλευτική εντολή η Ελλάδα να αντιμετωπίσει την εθνική κρίση στο πλαίσιο του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπέδειξαν μια συμπαράταξη φιλευρωπαϊκών δυνάμεων για να πραγματοποιήσει τη συγκεκριμένη εντολή. Αναγνώρισαν ότι ήταν η μόνη πραγματική θετική στρατηγική επιλογή που υποβλήθηκε στο εκλογικό σώμα. Προσέφεραν μια ευρεία παραγωγική – κοινωνική βάση στην ευρωπαϊκή στρατηγική στον κόσμο τόσο των μισθωτών όσο και των αυτοαπασχολουμένων. Επισήμαναν επίσης ότι αυτή η επιλογή πρέπει να λάβει τη μορφή ενός δικού μας, αυτόνομου, εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων με στόχο την ανάπτυξη, τη δημοσιονομική ισορροπία, την ανταγωνιστικότητα και σε τελική ανάλυση την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας της χώρας. Στο εθνικό σχέδιο θα ενσωματωθούν τόσο η επαναδιαπραγμάτευση μέτρων του Μνημονίου όσο και η εφαρμογή του.

Σε αυτές τις εκλογές δεν υπήρξε άλλη πρόταση ούτε εναλλακτική στρατηγική, ούτε εναλλακτικό πολιτικοκοινωνικό μπλοκ. Οσο και αν αυξάνονται τα σημεία επαφής μεταξύ του δεξιού και του αριστερού άκρου, όσο και αν επικαλύπτεται ο δεξιός με τον αριστερό λαϊκισμό, είναι δύσκολο να συμπτύξουν εθνική πολιτική πρόταση ο Καμμένος, ο Τσίπρας και το ΚΚΕ, για να μην αναφέρουμε τη Χρυσή Αυγή. Υπήρξε ένας κόσμος της διαμαρτυρίας ευρύς, αλλά πολιτικά αντιφατικός και εσωτερικά αλληλεξουδετερωνόμενος. Επιπλέον, η συνεκτική λειτουργία τού «όχι στο Μνημόνιο» μετριάστηκε όχι γιατί «τρομοκρατήθηκε» ο ψηφοφόρος, αλλά γιατί έκρινε τις συνέπειες. Πόσω μάλλον που είδε τις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις να ξαναμαγειρεύουν τη «γραμμή» βάζοντας περισσότερο ευρώ στη συνταγή. Τα ζιγκ ζαγκ και η διγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Ετσι, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου νομιμοποίησαν πολιτικά τη μόνη στρατηγική πρόταση που κατατέθηκε στον ελληνικό λαό. Στη γενική αναγνώριση αυτής της νομιμοποίησης, το τόξο των φιλευρωπαϊκών δυνάμεων δεν πρέπει να κάνει ούτε χιλιοστό πίσω, ούτε στο πολιτικό, ούτε στο επικοινωνιακό, ούτε στο μαζικό επίπεδο.

Οι εκλογές παράλληλα ενίσχυσαν το άθροισμα των δύο πρώτων κομμάτων – η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ άθροισαν 56,5% -, αλλά ο πολυκομματικός χαρακτήρας της Βουλής διατηρήθηκε. Πρόκειται για πρόσκαιρη ισορροπία στην κατεύθυνση ενός νέου δικομματισμού; Πιστεύω ότι η εξέλιξη του νέου πολιτικού σκηνικού, είτε προς έναν νέο δικομματισμό μικρότερων έστω διαστάσεων είτε σε έναν πολυκομματισμό όπως ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είναι μια ανοιχτή υπόθεση, γιατί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ο σημαντικότερος από αυτούς αφορά την εξέλιξη της ευρωζώνης. Αν υπάρξει μια σταθεροποίηση της προοπτικής του ευρώ, είναι πιθανό το ελληνικό κομματικό σύστημα να παρατείνει τον σημερινό πολυκομματικό του χαρακτήρα. Και στην ελληνική κοινωνία όμως υπάρχουν παράγοντες που συμβάλλουν στη συντήρηση του πολυκομματικού συστήματος. Παρά την εικόνα του διχασμού, νομίζω ότι οι παραστάσεις και οι επιλογές των πολιτών καθορίζονται από τέσσερα μεγάλα ζητήματα που το καθένα έχει τη δική του αυτονομία και επιρροή: το ευρώ (δηλαδή η προτεραιότητα στην παραμονή μας στην Ευρώπη)• το «αντιμνημόνιο» (με ποικιλία απαντήσεων στο θέμα του ευρώ και της δραχμής)• το αίσθημα ασφάλειας (που συμπλέκει το Μεταναστευτικό, την ποινική και την πολιτική βία)• το «νέο» (με την έννοια της αντίδρασης στο μεταπολιτευτικό πολιτικό «κατεστημένο», αλλά και ορισμένες φορές στο δημοκρατικό κεκτημένο). Οπως φαίνεται από την απλή καταγραφή, και τα τέσσερα βιώνονται υπό το πρίσμα της εθνικής χρεοκοπίας, κάποια όμως από αυτά προϋπήρξαν καθώς ανάγονται είτε σε ευρύτερες διαδικασίες όπως η παγκοσμιοποίηση (ασφάλεια) είτε στην «κόπωση» του πολιτικού συστήματος (το «νέο»). Επικοινωνιακά όλα τα κόμματα προσφέρουν μια απάντηση στο καθένα από τα τέσσερα μείζονα ζητήματα ανάλογα με την ιδεολογία τους, αλλά στην πραγματικότητα προκρίνουν κάποια προσπερνώντας τα υπόλοιπα. Ετσι, τα τέσσερα αυτά ζητήματα ορίζουν τέσσερις αντίστοιχες γραμμές σύγκρουσης (cleavages), που η καθεμιά διχοτομεί κατά διαφορετικό τρόπο τα επτά κοινοβουλευτικά κόμματα. Εξάλλου, κάποιες από αυτές (π.χ. ευρώ ή δραχμή, βία) διχάζουν εσωτερικά τα μεμονωμένα κόμματα (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ) περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να αποτελέσουν πυλώνες ενός νέου ισχυρού δικομματισμού. Η διάχυση αυτή των μειζόνων ζητημάτων και οι μερικές απαντήσεις που τα κόμματα δίνουν αποτελούν το υπόβαθρο που μπορεί να συντηρήσει ένα πολυκομματικό σκηνικό και να καταστήσει αναγκαίες κυβερνήσεις συνεργασίας. Εφόσον βεβαίως αυτές αποδειχθούν αποτελεσματικές, διαφορετικά θα γεννηθούν πλειοψηφικά ρεύματα προς έναν νέο δικομματισμό στη βάση μιας διχαστικής αντιπαράθεσης: κυβέρνηση – αντιπολίτευση. Προσωπικά πιστεύω ότι σε αυτή την ιστορική περίοδο η διατήρηση του πολυκομματικού συστήματος και οι κυβερνητικές συνεργασίες είναι καλύτερες λύσεις, γιατί ούτε η ΝΔ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν φερέγγυους πυλώνες ενός νέου δικομματισμού, ικανού να αντιμετωπίσει την κρίση και να διασφαλίσει την παραμονή μας στην ενωμένη Ευρώπη.

Αλλά, όπως είπαμε, οι κυβερνήσεις συνεργασίας πρέπει να πείθουν. Ανήκω σε αυτούς που ήλπιζαν ότι μετά τις εκλογές το τόξο των φιλευρωπαϊκών δυνάμεων θα ανταποκρινόταν στην ιστορική ευθύνη να μεταφράσει τη λαϊκή εντολή σε κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Το έκαναν εν μέρει, αναλαμβάνοντας το κόστος της υποστήριξης. Κατέληξαν όμως σε μια κυβέρνηση ΝΔ συν ορισμένες αξιόλογες προσωπικότητες από τους άλλους δύο χώρους• πρωτίστως γιατί, από όσα καταλάβαμε, το ΠΑΣΟΚ κρατήθηκε έξω, προσβλέποντας ίσως σε κάποιες εξελίξεις που εμείς οι κοινοί θνητοί δεν μπορούμε ακόμη να διακρίνουμε. Κοντολογίς, ο αγώνας για την υπέρβαση της εθνικής κρίσης παραμένοντας εντός του ευρώ συνεχίζεται.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου