Ενρίκο Μπερλινγκουέρ  - Ο ηγέτης του Ευρωκομμουνισμού

23 Σεπ 2023

Υπήρξε μία από τις πλέον χαρισματικές προσωπικότητες της ιταλικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής και πρωταγωνιστής σημαντικών εξελίξεων, κυρίως στη δεκαετία του 1970 και κατά τα πρώτα χρόνια της επόμενης, έως τον αδόκητο θάνατό του την 11η Ιουνίου του 1984 στην Πάντοβα.

Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ  ήταν  ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Partito Comunista Italiano ή PCI) από το 1972, οπότε εκλέχθηκε γραμματέας από το 13ο συνέδριο στο Μιλάνο, μέχρι τον θάνατό του.

Ήταν πρωτεργάτης ευρωκομμουνισμού που δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη με τη Μόσχα, ο άνθρωπος που πριν από τις γενικές εκλογές του 1976 έπεισε έναν στους τρεις Ιταλούς (34,3%) να στηρίξει το κόμμα του με την ψήφο του και στη συνέχεια διαπραγματεύτηκε τον περίφημο «ιστορικό συμβιβασμό» (compromesso storico) με τους 

Ρήξη με τη Μόσχα

Η θητεία του σημαδεύτηκε από τη ρήξη του κόμματος με τη Σοβιετική Ένωση, ειδικά μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1980. Έχει χαρακτηριστεί από τον Patrick McCarthy ως «ο τελευταίος σημαντικός κομμουνιστής ηγέτης στη Δυτική Ευρώπη»,και παραμένει ταυτισμένος με τους στόχους του Ευρωκομμουνισμού, την αντίθεση στην Σοβιετική καταπίεση στην Ανατολική Ευρώπη, και της δημοκρατικής αλλαγής στην Ιταλία. Ο ίδιος χαρακτήρισε το ΙΚΚ ως ένα τίμιο κόμμα στην ρημαγμένη από τη διαφθορά πολιτική σκηνή της Ιταλίας, μια εικόνα που διατήρησε τη φήμη του κόμματος κατά τη διάρκεια του σκάνδαλου διαφθοράς Mani pulite.

Οδήγησε το κόμμα κατά τη διάρκεια μιας τεταμένης περιόδου στην ιστορία της Ιταλίας, που σημαδεύτηκε από τα Μολυβένια χρόνια και κοινωνικές συγκρούσεις, όπως το Θερμό Φθινόπωρο του 1969-1970. Ως ηγέτης του ΙΚΚ ακολούθησε μια μετριοπαθή στάση, επιδίωξε τη χειραφέτηση του κόμματος από τη Μόσχα, τον συγχρονισμό του κόμματος με τα δεδομένα της ιταλικής πολιτικής σκηνής και υποστηρίζοντας τον συμβιβασμό και την εθνική ενότητα. 

Η στρατηγική αυτή κατέληξε να ονομαστεί ευρωκομμουνισμός, και αυτός θεωρήθηκε ως ο κύριος εκπρόσωπος της. Στη συνέχεια υιοθετήθηκε από άλλα σημαντικά κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, όπως της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, και αργότερα της Γαλλίας, η σημασία της ως πολιτική δύναμη εδραιώθηκε σε μια συνάντηση το 1977 στη Μαδρίτη μεταξύ των Μπερλίνγκουερ, Ζωρζ Μαρσέ και Σαντιάγκο Καρίγιο. Ο Μπερλίνγκουερ ο ίδιος περιέγραψε αυτό το «εναλλακτικό» μοντέλο σοσιαλισμού, το οποίο διακρίνεται τόσο από το σοβιετικό μπλοκ και τον καπιταλισμό που εφαρμοζόταν από τις δυτικές χώρες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ως terza via ή «τρίτο δρόμο», παρόλο που η χρήση του όρου δεν έχει σχέση με τον πιο κεντρώο τρίτο Δρόμο που εφαρμόστηκε από τους μεταγενέστερους πρωθυπουργούς Ρομάνο Πρόντι και Ματέο Ρέντσι.

Υπό την ηγεσία του Μπερλίνγκουερ, το ΙΚΚ έφθασε στο απόγειο της δύναμης του, κερδίζοντας σημαντικές νίκες στις περιφερειακές και τοπικές εκλογές του 1975, και το 34,4% των ψήφων στις γενικές εκλογές του 1976, το υψηλότερο ποσοστό του σε εκλογές και αριθμό εδρών.

Με αυτή την αύξηση ισχύος, ο ίδιος διαπραγματεύτηκε τον Ιστορικό Συμβιβασμό με τους Χριστιανοδημοκράτες, υποστηρίζοντας την κυβέρνησή τους σε αντάλλαγμα για διαβούλευση σχετικά με πολιτικές αποφάσεις. και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Έλαβε μια σθεναρή στάση κατά της τρομοκρατίας μετά την απαγωγή και δολοφονία του Άλντο Μόρο, και χρησιμοποίησε την επιρροή του ΙΚΚ ώστε να κατευθύνει τα ιταλικά εργατικά συνδικάτα για την συγκράτηση των μισθολογικών διεκδικήσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σοβαρό ποσοστό πληθωρισμού της χώρας, μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973.

Ωστόσο, αυτές οι θέσεις δεν ανταπέδωσαν με επαρκείς παραχωρήσεις από την κυβέρνηση Τζούλιο Αντρεότι, οδηγώντας το ΙΚΚ να εγκαταλείψει τον κυβερνητικό συνασπισμό το 1979. Ο συνδυασμός της υπεράσπισης πολιτικών λιτότητας, η σκληρή στάση εναντίον των Ερυθρών Ταξιαρχιών και οι προσπάθειες συνεργασίας με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα επηρέασαν την εκλογική δύναμη του ΙΚΚ στις εκλογές του 1979, και ο Ιστορικός Συμβιβασμός τελικά έληξε το 1980.

Το ΙΚΚ παρέμεινε εθνική αντιπολίτευση για το υπόλοιπο της θητείας του Μπερλίνγκουερ, διατηρώντας ένα στερεό πυρήνα υποστήριξης στις εκλογές του 1979 και του 1983, αλλά η κύρια δύναμη του από εκείνο το σημείο, θα παραμείνει σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο Μπερλινγκουέρ με τη σκέψη του επηρέασε το ΚΚΕ Εσωτερικού και, ευρύτερα, αρκετούς διανοούμενους, δημοσιογράφους και νεολαίους της ελληνικής ανανεωτικής Αριστεράς. Αντίθετα, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ του επιτέθηκαν με σφοδρότητα, καθώς τον θεωρούσαν αποτυχημένο «ρεφορμιστή» που ουσιαστικά πρόδωσε την ιταλική εργατική τάξη.

Τον Μπερλινγκουέρ και την πολιτική του απέρριψε όμως και ο Ανδρέας Παπανδρέου, με σειρά άρθρων του το 1977 στην εφημερίδα «Εξόρμηση» (τότε επίσημο κομματικό όργανο του ΠΑΣΟΚ). Ο Παπανδρέου αναγνώριζε εντιμότητα και καλές προθέσεις στον Μπερλινγκουέρ, αλλά του ασκούσε έντονη κριτική για την αποτυχία του να φθείρει το ιταλικό «βαθύ κράτος» (μυστικές υπηρεσίες κτλ.) ενώ θεωρούσε πως οι Χριστιανοδημοκράτες ουσιαστικά τον είχαν παγιδεύσει, εξαναγκάζοντάς τον να ψηφίζει αντιλαϊκούς νόμους, χωρίς ο ίδιος και το κόμμα του να αποκτούν μερίδιο στην διαχείριση της κρατικής εξουσίας.

Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ ανήκε σε αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια με ρίζες στην Καταλονία, που ήταν επίσης καλλιεργημένη και πολιτικοποιημένη, με προοδευτικές και αντιφασιστικές απόψεις και δράση. Ο πατέρας του Μάριο Μπερλινγκουέρ ήταν δικηγόρος, υψηλόβαθμος μασόνος, αντιφασίστας, αντιμοναρχικός και φιλελεύθερος σοσιαλιστής που διετέλεσε βουλευτής και στη συνέχεια γερουσιαστής. Remaining Time-0:00 Fullscreen Mute Με το που τελείωσε το σχολείο, ο Ενρίκο γράφτηκε στη Νομική του Πανεπιστημίου του Σάσαρι, θέλοντας να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, ωστόσο πολύ σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην πολιτική. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας έγινε το 1943, στην τοπική οργάνωση του Σάσαρι, όπου και δημιούργησε το τμήμα Νεολαίας, αναλαμβάνοντας χρέη γραμματέα. Την επόμενη χρονιά, ενώ συμμετείχε σε αντιφαστιστική συγκέντρωση, συνελήφθη και φυλακίστηκε για διάστημα τριών μηνών. Ομως, λίγους μήνες αργότερα ο Παλμίρο Τολιάτι, ιδρυτικό μέλος και γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον διόρισε υπεύθυνο για θέματα εργασίας στα γραφεία της Νεολαίας του κόμματος στη Ρώμη. Τον Ιανουάριο του 1946, στη διάρκεια του 5ου συνεδρίου του PCI, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του, πριν καν συμπληρώσει τα 24 χρόνια του. Τότε του ανατέθηκε η οργάνωση του πρώτου εθνικού συνεδρίου της κομμουνιστικής νεολαίας της Ιταλίας, της οποίας έγινε τελικά γενικός γραμματέας το 1949, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956, χρονιά κατά την οποία επέλεξε να παραιτηθεί και από την Κεντρική Επιτροπή. Επανήλθε, ωστόσο, το 1960, ενώ τον Δεκέμβριο του 1961, σε μια συνεδρίαση της ΚΕ, ήρθε για πρώτη φορά σε αντιπαράθεση με τη Μόσχα, ζητώντας την αυτονόμηση του PCI από το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ενωσης. Το 1968 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής (λαμβάνοντας 150.000 ψήφους στην περιφέρεια του Λάτσιο) και τον επόμενο χρόνο, κατά το 12ο Συνέδριο του κόμματος, εξελέγη (με αντίπαλο τον μετέπειτα πρόεδρο της Ιταλίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο) αναπληρωτής γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής. Τον Ιούνιο του 1969 ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ εκπροσώπησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας στη διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων στη Μόσχα. Πρώτος στο βήμα ανήλθε, φυσικά, ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ και στη συνέχεια οι εκπρόσωποι 35 κομμουνιστικών κομμάτων, που όλοι ανεξαιρέτως υποστήριξαν τις σοβιετικές θέσεις. Οταν ήρθε η σειρά του Μπερλινγκουέρ, ο ιταλός πολιτικός εκφώνησε μια ομιλία που έμεινε στην Ιστορία ως η πιο σκληρή που εκφωνήθηκε ποτέ στη Μόσχα από ξένο κομμουνιστή ηγέτη. «Εμείς απορρίπτουμε την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει ένα ενιαίο μοντέλο σοσιαλιστικής κοινωνίας που να ισχύει για όλες τις καταστάσεις», είχε επισημάνει μεταξύ άλλων το Νο 2 του PCI, παίρνοντας αποστάσεις από τη Μόσχα και αφήνοντας σύξυλο τον Μπρέζνιεφ και τους υπόλοιπους κομμουνιστές ηγέτες. Επειτα από λιγότερο από μία τριετία, τον Μάρτιο το 1972, την τελευταία ημέρα των εργασιών του 13ου συνεδρίου του PCI στο Μιλάνο, ο Μπερλινγκουέρ εξελέγη γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, διαδεχόμενος τον Λουίτζι Λόνγκο (που είχε παραιτηθεί για λόγους υγείας). Πηγή: Protagon.gr