Ο τόπος για να βγει από την κρίση με ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή χρειάζεται ένα νέο πολιτικό-οικονομικό μοντέλο. Τον μετασχηματισμό του κυρίαρχου μοντέλου του πελατειακού κράτους και της κρατικοδίαιτης οικονομίας μπορούν να τον υλοποιήσουν αξιόπιστες πολιτικές δυνάμεις, ικανές να εκφράσουν μια νέα και στέρεη συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων που αποβλέπουν σε μια δημιουργική Ελλάδα. Τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας, τις δυνάμεις της υγιούς επιχειρηματικότητας, τους συνεπείς ελευθεροεπαγγελματίες, τους ευσυνείδητους δημόσιους υπαλλήλους. Τα συμφέροντα μιας τέτοιας κοινωνικής συμμαχίας ταυτίζονται ουσιαστικά με τα συμφέροντα των φτωχότερων στρωμάτων, αφού στην κοινωνικά δύσμορφη Ελλάδα, χώρα δίχως την κλασική ταξική διάρθρωση, η ευημερία των φτωχότερων στρωμάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευρωστία της μεσαίας τάξης, η οποία σήμερα εξοντώνεται από την υπερφορολόγηση και τη γενικότερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Γι’ αυτό, άλλωστε, η δήθεν ταξική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι τοξική για όλη την κοινωνία.
Την ανάδειξη ενός νέου πολιτικού-οικονομικού υποδείγματος με τη στήριξη μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η ΝΔ μπορούν να την εγγυηθούν, μια που αποτελούν πυλώνες του δομικού συντηρητισμού. Οι νέοι θεσμοί που έχει ανάγκη το κράτος, η οικονομία, το πολιτικό σύστημα περισσότερο συνάδουν με τον δημοκρατικό μεταρρυθμισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία όμως θα πρέπει να ξαναβρεί την αρχική μεταρρυθμιστική ορμή της, την οποία απώλεσε σε σημαντικό βαθμό από τον πολυετή κυβερνητισμό και τις συγκυβερνήσεις με συντηρητικά κόμματα. Το αίτημα αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό για τους Έλληνες σοσιαλδημοκράτες, που λόγω της κρίσης, έχουν μια επιπλέον υποχρέωση να απαλλαγούν από τα βαρίδια και τις παθογένειες του παρελθόντος, μέσα από την ανανέωση σε πρόσωπα, ιδέες και πρακτικές, αλλά και τη γόνιμη διασταύρωση με τις δυνάμεις του πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού.
Μόνο έτσι οι δυνάμεις της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας θα μπορέσουν να αλλάξουν τους πολιτικούς συσχετισμούς και να αποτρέψουν την εγκαθίδρυση ενός νέου αδιέξοδου δικομματισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ενσωματωθούν σε αυτόν στο βαθμό που θα τείνει να πάρει περισσότερο τη μορφή ενός διπολισμού με τη συμμετοχή περισσότερων κομμάτων. Στον έναν από αυτούς τους πόλους, η ηγεμονία της ΝΔ είναι δεδομένη, όπως άλλωστε δεδομένη είναι και η συντηρητική φυσιογνωμία της ανεξαρτήτως της εκάστοτε ηγεσίας της. Γι’ αυτό και η κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της χώρας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από το ποιοι θα ηγεμονεύσουν στον άλλο πόλο. Η σημερινή κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι δεδομένη. Η φθορά που υφίσταται είναι και θα είναι σημαντική, όσο και αν προσπαθήσει να επεκταθεί στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Παρ’ όλα αυτά, η μάχη για την ηγεμονία θα είναι μια δύσκολη μάχη, η οποία θα αφορά περισσότερο την αναμέτρηση ιδεών και προτάσεων για το μέλλον της χώρας και λιγότερο την αντιπαράθεση σημερινών κομματικών σχηματισμών. Θα πρόκειται πρωτίστως για μια μάχη μεταξύ του λαϊκισμού, του κρατισμού, των καθεστωτικών αντιλήψεων αλλά και της ανευθυνότητας και ανικανότητας από τη μια, και της υπευθυνότητας και της αξιοπιστίας ενός δημοκρατικού μεταρρυθμισμού με σαφές όμως προοδευτικό πρόσημο. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν κατά κανόνα πολιτικό χρώμα και εξυπηρετούν συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα και σε λίγες μόνο περιπτώσεις το σύνολο της κοινωνίας.
Γι’ αυτό και δεν θα πρέπει η αντίθεση με τον λαϊκισμό να οδηγήσει στον εξοβελισμό της λαϊκότητας, ούτε ο δημοκρατικός μεταρρυθμισμός να διολισθήσει στον μεταρρυθμιστικό λαϊκισμό. Από την άλλη, η οποιαδήποτε προσπάθεια οικειοποίησης της παλαιοκομματικής εργαλειοθήκης του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ (ή του χτεσινού δικομματισμού) για να διεμβολιστεί το εκλογικό του ακροατήριο, των συνταξιούχων, των δημοσίων υπαλλήλων, των ανέργων, θα ακυρώνει το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα του εγχειρήματος και θα το αποκόψει από τα δυναμικά μεσαία στρώματα και τους νέους, που αποτελούν κατά κανόνα τα πιο ισχυρά στηρίγματα κάθε νεωτεριστικής πολιτικής πρωτοβουλίας.
Ούτε όμως θα πρέπει να εγκλωβιστεί το όλο εγχείρημα σε ότι περισσεύει από το 39% του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα-παρωδία, διατρέχοντας έτσι τον κίνδυνο να καθηλωθεί σε μονοψήφια εκλογικά ποσοστά. Η κοινωνική βάση της Προοδευτικής Παράταξης επεκτείνεται κυρίως σε μεγάλο μέρος του 61% του ΟΧΙ, αυτό που ο θυμός και η απογοήτευση το έστειλε στην τρύπια αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε πολλούς από τους πολλούς που απέχουν από τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, εκδηλώνοντας έτσι την αντίθεσή τους στο σημερινό πολιτικό σκηνικό και στα υπάρχοντα κόμματα.
Είναι γι’ αυτό ανάγκη να διαμορφωθεί ένας αξιόπιστος οδικός χάρτης που να ικανοποιεί τα δύο κυρίαρχα αιτήματα των προοδευτικών πολιτών για ενότητα και ανανέωση, με πρώτο βήμα τη συμφωνία όλων των εμπλεκόμενων δυνάμεων για τη δημιουργία ενός νέου ενιαίου φορέα της προοδευτικής παράταξης. Στη συνέχεια η επικύρωσή της από ένα διευρυμένο αντιπροσωπευτικό σώμα το οποίο θα καθορίσει και τα επόμενα βήματα για την εκλογή της ηγεσίας από τη βάση και την οργάνωση του «ιδρυτικού» συνεδρίου. Στην αντίθετη περίπτωση, η εκλογή της ηγεσίας με βασικό διακύβευμα νέος φορέας ή ομοσπονδία, θα διχάσει και θα διευκολύνει φυγόκεντρες τάσεις όσων θα διαφωνούν με την άποψη που θα υποστηρίζει η νέα ηγεσία. Μόνο η αποδοχή του ενιαίου φορέα ως κοινού στόχου μπορεί να εξασφαλίσει τη συνοχή αλλά και την κοινωνική δυναμική του εγχειρήματος.
Γιάννης Τούντας
Καθηγητής Ιατρικής, Μέλος της Σ. Γραμματείας των
Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία
και του Κ.Σ. της Δημοκρατικής Συμπαράταξης