Ο προϋπολογισμός του 2020 οφείλει να συμβάλλει στην επίτευξη δύο βασικών οικονομικών και αλληλένδετων μεταξύ τους στόχων. Πρώτον στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης ώστε ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας να υπερβεί το 3%. Δεύτερον στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας ώστε τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου να επιστρέψουν στην επενδυτική βαθμίδα. Η επίτευξη του δεύτερου στόχου, θα επιτρέψει τη συμμετοχή της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση και θα οδηγήσει σε προσέλκυση επενδύσεων προκειμένου να καλυφθεί ταχύτερα το επενδυτικό κενό.
Από τον Οκτώβριο του 2009 και μετά στη δημόσια συζήτηση για τον προϋπολογισμό η συνήθης κριτική ήταν ότι η περιοριστική πολιτική των προϋπολογισμών εμπόδιζε την οικονομική μεγέθυνση. Όσοι για το λόγο αυτό αντιτάχθηκαν στην ανάγκη περιορισμού των μεγάλων ελλειμμάτων παρέβλεπαν ότι αν μια χώρα χρεοκοπήσει δεν είναι δυνατό να έχει ισχυρή ανάπτυξη. Μια χώρα με έλλειμμα 15,3% του ΑΕΠ, δημόσιο χρέος 127% του ΑΕΠ και αδυναμία πρόσβασης στις αγορές έχει περιορισμένες επιλογές. Πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα την μείωση των ελλειμμάτων ώστε να ανακτήσει την χαμένη αξιοπιστία και στη συνέχεια την πρόσβαση στις αγορές. Αυτό με τη σειρά του θα της επιτρέψει να χρησιμοποιήσει τον προϋπολογισμό για να επιταχύνει την οικονομική της μεγέθυνση. Η Ελλάδα λοιπόν τα προηγούμενα δέκα χρόνια ορθά επικεντρώθηκε στην μείωση των ελλειμμάτων της και στη διασφάλιση πρόσβασης στις αγορές.
Η κυβέρνηση θέτοντας στόχο για το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2020 το 3,56% του ΑΕΠ σέβεται τις δεσμεύσεις έναντι των δανειστών που ανέλαβε η χώρα επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις της ΝΔ ότι θα διεκδικήσει μείωση του στόχου από το 2020. Φαίνεται ότι διορθώνεται η επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης των υπερπλεονασμάτων που στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην υπερφορολόγηση και στην περικοπή του ΠΔΕ. Το αποτέλεσμα ήταν η οικονομία να παγιδευτεί σε ρυθμούς μεγέθυνσης χαμηλότερους από αυτούς που έθετε ως στόχο η προηγούμενη κυβέρνηση.
Η επίτευξη όμως του στόχου στηρίζεται σε υπεραισιόδοξες -δεδομένης της αβεβαιότητας για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη- εκτιμήσεις για μεγέθυνση 2,8% το 2020. Σε ότι αφορά την αύξηση στα έσοδα η εκτίμηση ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών πληρωμών θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι εξαιρετικά αισιόδοξη.
Το κεντρικό ερώτημα για τη δημοσιονομική πολιτική στα επόμενα έτη είναι πως θα αξιοποιείται ο όποιος δημοσιονομικός χώρος δημιουργείται. Ποιες φορολογικές ελαφρύνσεις πρέπει να προταχθούν ώστε να ενισχυθεί το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την οικονομία; Για παράδειγμα η σπουδή για μείωση των συντελεστών στα μερίσματα δεν βοηθά στις επενδύσεις αντίθετα δημιουργεί στρεβλώσεις. Είναι προτιμότερη, για παράδειγμα, η κατάργηση της έκτακτης εισφοράς που έγινε μόνιμη από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Η έμφαση στα επόμενα έτη θα πρέπει να είναι στην αύξηση του ΠΔΕ και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας αυτών των δαπανών. Αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Έτσι, η Ελλάδα θα περάσει σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης ώστε να αντιμετωπιστεί η βαριά κληρονομιά της κρίσης δηλαδή το μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, η υψηλή και μακροχρόνια ανεργία και η διαρροή νέων στο εξωτερικό.
Η αξιοπιστία που οικοδόμησε με σημαντικές θυσίες η Ελλάδα από το 2010 και μετά δεν πρέπει να ακυρωθεί. Για αυτό με την κατάθεση του προϋπολογισμού ίσως κληθεί η κυβέρνηση να αξιολογήσει εκ νέου τις προβλέψεις τόσο για το ρυθμό μεγέθυνσης όσο και για τα έσοδα αλλά κυρίως να τα εντάξει σε μια μακρόπνοη και συνεπή στρατηγική.