Ενδιαφέροντες καιροί. Το μόνο σίγουρο. Ολα τα υπόλοιπα βρίσκονται στον αέρα. Ολες οι «σταθερές» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όλα εκείνα που σε μεγάλο βαθμό συντέλεσαν καθοριστικά στη σημερινή χρεοκοπία, κλονίζονται. Και όχι μόνον αυτό. Σε μερικές περιπτώσεις καταρρέουν και είναι τέτοια η πτώση τους που σηκώνεται μεγάλη σκόνη. Τόση όση χρειάζεται για να δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Μοιάζει με αιθαλομίχλη, ανάλογη με εκείνη των τζακιών. Η ίδια οσμή. Προφανώς λόγω της σύνθεσής της. Πολιτικοί που αποδεικνύεται πως έκλεβαν το δημόσιο χρήμα. Στρατιωτικοί που γέμιζαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Μιντιάρχες που έπαιρναν δάνεια απολύτως επισφαλή. Επιχειρηματίες γκλαμουράτοι που εμπλέκονταν σε οικονομικά σκάνδαλα. Αλλοτε κολεγιόπαιδα που έφτιαχναν μικρές παρέες και ροκάνιζαν τράπεζες. Και δημοσιογράφοι που χωρίς τσίπα υπερασπίζονται τα υπό δικαστικό έλεγχο αφεντικά τους.
Κατά μια έννοια, βιώνουμε μια εποχή κάθαρσης. Εστω και αν αυτή δεν προχωρήσει όσο πρέπει. Η βεβαιότητα είναι μία: Ολα όσα γνωρίζαμε, στα οποία στήθηκε το μοντέλο λειτουργίας αυτής της χώρας τα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια, είναι υπό απόλυτη αμφισβήτηση. Οχι έτσι γενικά, όχι επειδή τουλάχιστον ένα κομμάτι της κοινωνίας τα έχει αποδομήσει, αλλά με συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα και αποδείξεις.
Οσα αποκαλύπτονται από τις δικαστικές έρευνες δεν είναι ένα κομμάτι μιας σύγκρουσης συμφερόντων, όπως συνέβαινε παλιά. Τότε που μαθαίναμε μικρές ή μεγάλες αλήθειες μόνο όταν οι ισχυροί έλυναν τους λογαριασμούς τους. Τώρα, συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Δικαστικές έρευνες αναδεικνύουν σκάνδαλα, πρόσωπα που άλλοτε δεν τα άγγιζε κανείς οδηγούνται στη Δικαιοσύνη και τα κελιά των φυλακών παύουν να φιλοξενούν μόνο τους συνήθεις… καταραμένους. Τα μοιράζονται με άλλοτε πανίσχυρους πολιτικούς, μεγάλης επιφάνειας εφοπλιστές και άλλοτε ακλόνητους μιντιάρχες. Δεν είναι κι άσχημα όλα αυτά.
Αν οι ιστορίες αυτές έχουν συνέχεια, έχουμε να δούμε πολλά ακόμα. Τα περισσότερα απ’ όσα συζητάμε μεταξύ μας γιατί «κάτι είχαμε ακούσει», αλλά ποτέ δεν ήρθαν σε δημόσια θέα. Μπορεί να αποκτήσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτοί οι καιροί. Να ακουστούν ονόματα που έπαιξαν τον καταστρεπτικό ρόλο τους αλλά δεν τα άγγιζε κανείς. Να μάθουμε πώς πολλαπλασιάζονταν στη χώρα οι οικονομικά επιτυχημένοι. Να καταλάβουμε πόσο σαθρό ήταν το σύστημα πάνω στο οποίο βασίστηκε το μεταπολιτευτικό μας «θαύμα».
Το πιο ενδιαφέρον ενδεχομένως των αποκαλύψεων που έρχονται στο φως της δημοσιότητας είναι πως στο μεγάλο αυτό πάρτι δεν μετείχαν μόνο πολιτικοί, όπως πολλοί ήθελαν να πιστεύουν. Ισως να ήταν και οι λιγότεροι αυτοί. Στο πάρτι έπαιρναν μέρος ισχυροί επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες χρεοκοπημένων μέσων ενημέρωσης, τα οποία ωστόσο παρέμεναν ζωντανά, στρατιωτικοί που πούλαγαν πατριωτισμό γεμίζοντας τις τσέπες τους μίζες, νεόκοποι γιάπηδες των βορείων προαστίων που αναλάμβαναν να «εξυγιάνουν» τράπεζες και δημόσιους οργανισμούς με το αζημίωτο. Με δυο λόγια, άνθρωποι απ’ όλους τους χώρους που επηρέαζαν τις τύχες μας, είχαν βάλει, λίγο ή περισσότερο, το χέρι στο μέλι.
Η προσδοκία είναι όλα αυτά που εξελίσσονται να μην αποτελέσουν μια μικρή παρένθεση. Να μη χρησιμοποιηθούν δηλαδή σαν μια βαλβίδα εκτόνωσης θυμού και οργής της κοινωνίας. Και αμέσως μετά να γυρίσουμε σε όσα ήδη βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και για να συμβεί αυτό, για να υπάρξει μια συνέχεια στην κάθαρση δηλαδή, δεν αρκούν μερικές εισαγγελικές διώξεις ή δικαστικές καταδίκες. Χρειάζεται να γίνουν πολύ περισσότερα και όχι μόνο από το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Το τελευταίο, ιδιαίτερα εκείνο που διαχειρίζεται τις τύχες μας, έχει υποχρέωση να δείξει ακόμα και μια περίσσια υπερβολή στα θέματα διαφάνειας. Σε όλους τους τομείς. Αλλά για να συμβεί αυτό, χρειάζεται και ένα είδος αυτοκάθαρσης, άλλωστε γέννημα-θρέμμα δικό του είναι όλοι αυτοί που καταλήστεψαν το δημόσιο χρήμα. Εχει τα κότσια; Αν απαντήσω θετικά, φοβάμαι πως θα διαψευσθώ.
Είναι και θέμα πολλών ακόμα όμως. Των δημοσιογράφων, για παράδειγμα, που πολλές φορές υποκρινόμαστε δηλώνοντας έκπληκτοι από τις αποκαλύψεις σαν και εκείνους που «πέφτουν από τα σύννεφα». Οι ευθύνες μας δεν είναι μικρές, είτε γιατί ένα δικό μας κομμάτι λειτουργούσε συμπληρωματικά στις βρόμικες αυτές ιστορίες, είτε γιατί σιωπήσαμε ενώ ξέραμε…