Ένας ξένος ανάμεσα μας

Μαριλένα Κοππά 21 Ιουν 2013

Στις 17 Ιουνίου ανακοινώθηκε από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι θα αρχίσουν οι πολυθρύλητες διαπραγματεύσεις ΗΠΑ και Ε.Ε., με στόχο τη δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης εμπορίου. Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς εάν η αντίδραση του γερμανικού τύπου στην ανακοίνωση αυτή ήταν άντι-αμερικανική, άντι-Βρετανική, συνολικά άντι-αγγλοσαξονική, ή απλώς φίλο-ευρωπαϊκή.

Μεγάλη μερίδα του γερμανικού Τύπου επισημαίνει ότι οι συνομιλίες αυτές είναι ένας τρόπος για τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας Cameron, να απεγκλωβιστεί από την αντιπολίτευση ενός διαρκώς διογκούμενου αντι-ευρωπαϊκού κινήματος, τόσο στο εσωτερικό των Συντηρητικών, όσο και στην ακροδεξιά (BNP). Το επιχείρημα είναι απλό: ως μέλος της Ε.Ε., η Βρετανία θα μπορεί να συνδεθεί στενότερα και να διαπραγματευτεί από ισχυρότερη θέση μια συμφωνία με τις ΗΠΑ. Συνεπώς, η αναβολή ενός δημοψηφίσματος «αναθεώρησης» της σχέσης της Βρετανίας με την Ε.Ε. –που όλοι πιέζουν να γίνει πριν από τη λήξη της θητείας του– θα είναι μια «τακτική» και όχι μια στρατηγική επιλογή, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναλάβει ένας άλλος Πρωθυπουργός, σε ένα απώτερο μέλλον.

Η Die Welt αναφέρεται σε μελέτη που έγινε για λογαριασμό του Ιδρύματος Bertelsmann, που υποστηρίζει ότι η συμφωνία, όταν και εάν ολοκληρωθεί, μπορεί να επιφέρει τη δημιουργία 1,1 εκ. θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ και αύξηση του ΑΕΠ κατά 13,4%. Ο χαμένος θα είναι άλλοι εταίροι εκτός της συμφωνίας, όπως ο Καναδάς και το Μεξικό, που θα δουν δραματική μείωση του ΑΕΠ τους. Συνεπώς, μια συμφωνία θα διέσωζε τη φήμη του Ομπάμα, ο οποίος ακόμα δεν έχει εκπληρώσει παρά ελάχιστες από τις υποσχέσεις που ο ίδιος θεωρούσε εφικτές (“yes, we can”). Ο ίδιος βέβαια δε είναι Πρόεδρος ούτε όταν (εάν) αποτύχουν οι συνομιλίες, ούτε όταν (εάν) μπει σε εφαρμογή.

Μια άλλη μερίδα του γερμανικού Τύπου επικεντρώνει τις αναλύσεις στο τι θα σήμαινε μια τέτοια συμφωνία για την Ευρώπη. Μια άμεση επίπτωση θα ήταν η μείωση της έντασης των εμπορικών ροών εντός της Ε.Ε.. Το εμπόριο με τη Γαλλία θα μειωνόταν κατά 23%, ενώ με το νότο γενικότερα κατά 30% (βλ. Ελλάδα, Πορτογαλία, κ.ο.κ.). Μια άλλη επίπτωση είναι ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να προσαρμοστεί στον κόσμο των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, καθώς και την πρακτική του καθαρισμού των πουλερικών με χλωρίνη.

Ας σημειωθεί ότι κανείς δεν ανησυχεί στη Γερμανία για μια δυναμική εξίσωσης προς τα κάτω των εργασιακών δικαιωμάτων. Για την ακρίβεια, σε πολλούς κλάδους, τα εργασιακά δικαιώματα στις ΗΠΑ είναι περισσότερο οριοθετημένα και ρυθμισμένα απ? ό,τι στην Ε.Ε. Και γι? αυτό πρέπει να ευχαριστούμε τα τέσσερα κύματα μεταρρύθμισης στην Ευρώπη: η Βρετανία της Θάτσερ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μεταρρύθμιση της Νέας Ευρώπης (πρώην Ανατολικής) κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η ατζέντα του Σρέντερ στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και, τέλος, η βίαιη προσαρμογή του Νότου στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Η Ευρώπη δεν είναι πλέον φιλελεύθερη, αλλά ελευθεριακή, χωρίς στενές και μόνιμες σχέσεις με τους εργαζόμενους. Μένει μόνο να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία με τη Γαλλία. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η «ελευθεριότητα» έχει επιφέρει και δημογραφικό μαρασμό: κανένα σπίτι δε μπορεί να σταθεί σε στέρεες βάσεις χωρίς καμία κοινωνική δέσμευση.

Η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης υποτίθεται ότι θα ανακάμψει με μια συμφωνία που θα ενδυναμώσει τις σχέσεις της με το μεγαλύτερο της σήμερα εμπορικό εταίρο. Αυτό είναι ένα επιχείρημα που δεν πείθει τη Γερμανία. Το γεγονός είναι ότι επειδή ακριβώς οι εμπορικές σχέσεις των δύο εταίρων – αν είναι δύο και όχι ένα άθροισμα 27 – έχουν οικοδομηθεί σε βάθος δεκαετιών. Πράγματι, το εμπόριο μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ, αντιστοιχεί περίπου στο 30% των παγκόσμιων ροών προϊόντων και υπηρεσιών. Αλλά, επειδή ακριβώς αυτή η σχέση είναι στενή, ότι τελεί «υπό διαπραγμάτευση» έχει μάλλον μικρές πιθανότητες να τελεσφορήσει σε συμφωνία.

Το ζήτημα των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων θα συνεχίσει να είναι ταμπού και να απαιτεί την απώλεια χιλιάδων ψήφων εκ μέρους αυτών που θα εγκρίνουν την κυκλοφορία τους στις ευρωπαϊκές αγορές. Η αγορά του πολιτισμού και του θεάματος θα έχει πάντα να αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις των Γάλλων. Τα δημόσια συμβόλαια στις ΗΠΑ θα έχουν πάντα πίσω τους ισχυρούς Γερουσιαστές, που θα θέλουν «η δουλειά» να πάει σε αμερικανικές εταιρίες, που δίνουν δουλειά σε Αμερικανούς, οι οποίοι αργά ή γρήγορα θα ψηφίσουν. Οι αερομεταφορές στις ΗΠΑ σχετίζονται επίσης με τις παραγγελίες αεροσκαφών, δηλαδή με εταιρίες που έχουν σχέσεις με το στρατιωτικό σύμπλεγμα συμφερόντων, που πληρώνει για πολλές προεκλογικές εκστρατείες, πολλών Γερουσιαστών, με ισχυρά ερείσματα και στα δύο κόμματα. Με άλλα λόγια, αν μια ανάλογη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. δεν υπάρχει έως σήμερα, υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι να μην υπάρξει και στο μέλλον.

Κυρίως όμως, δεν είναι ακόμα δεδομένο ότι η Γερμανία θα προτιμούσε να βρεθεί σε μια ζώνη εμπορίου όπου η κυριαρχία επί των κανόνων δεν θα είναι δεδομένη. Σε μια ενοποιημένη αγορά χωρίς κανενός είδους εμπόδιο, οι ανισορροπίες θα είναι οξύτερες. Τα μεγέθη ολοένα και μεγαλύτερα. Και το μέγεθος μετράει. Για παράδειγμα, είναι μάλλον αδύνατο για οποιαδήποτε γερμανική ή γαλλική εταιρία λιανικής, να ανταγωνιστεί κολοσσούς όπως η Wall Mart. Και η κατηγορία της δεσπόζουσας θέσης «στην αγορά», θα έχει, εάν ολοκληρωθεί μια τέτοια συμφωνία, άλλο νόημα.

Αλλά αυτό που, επίσης, δεν είναι ξεκάθαρο είναι τι θέλει η Γερμανία. Όπως επισημαίνει και το τελευταίο αφιέρωμα του Economist στη Γερμανία, οποιαδήποτε πολιτική για την ανάπτυξη νέων κλάδων ανταγωνιστικότητας, χάνει το νόημά της όταν δεν τίθεται σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η πολιτική πράσινης ενέργειας στη Γερμανία, έχει αυξήσει τα τιμολόγια. Το ίδιο συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα. Όταν, όμως, αρχίζουν γερμανικοί κολοσσοί να μεταφέρουν την παραγωγική και ενεργοβόρα δραστηριότητά τους στις ΗΠΑ, όπως πρόσφατα η BMW, καθίσταται προφανές ότι η (ευρωπαϊκή πάντα) ατζέντα, αλλάζει.

Στα πλαίσια μια ενιαίας Ατλαντικής αγοράς, ακόμα και ο ευρωπαϊκός πολιτικός συντονισμός δεν θα ήταν αρκετός, προκειμένου να τεθούν νέοι κανόνες. Η αγορά θα είχε ολοένα και μεγαλύτερες δυνατότητες «αυτορρύθμισης», δηλαδή επιλογές που συνάδουν με το χρυσό κανόνα του μεγέθους (και όχι του ελλείμματος). Η γλώσσα της οικονομικής και εμπορικής πολιτικής εντός της Ε.Ε., έχει συχνά μια επικάλυψη νομικής αντικειμενικότητας και αξιακής/θεσμικής ουδετερότητας. Όταν, όμως, η πολιτική ατζέντα εστιάζει σε μεγάλα μεγέθη, η συζήτηση αποκτά γεωπολιτική χροιά και οι προφανείς λύσεις γίνονται ζητήματα ανοικτά σε ερμηνεία και διαπραγμάτευση. Ξαφνικά, χάνονται οι μονόδρομοι. Για να μπορεί η Ε.Ε. να μιλά ως μια οντότητα, πρέπει οι πλεονασματικές χώρες να έχουν μια σειρά από κοινές παραδοχές, οι οποίες, στις παρούσες συνθήκες, μπορεί να μην είναι εύκολο να διαμορφωθούν. Μεταξύ μας η ουδετερότητα είναι αδιαμφισβήτητη. Όταν όμως μπαίνουν ξένοι ανάμεσά μας, η συζήτηση αλλάζει.