Σήμερα συμπληρώνονται 107 χρόνια από τη γέννηση του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Βίλι Μπραντ, ο οποίος γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1913. Ας δούμε ποιος ήταν και γιατί δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι πολιτικοί. Τότε οι περισσότεροι ηγέτες της γερμανικής αλλά και της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας προέρχονταν από εργατικές ή υπαλληλικές οικογένειες. Ο ίδιος ήταν γόνος φτωχής εργατικής οικογένειας. Το 1933, μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία, εγκαταλείπει τη Γερμανία, αφού μέχρι τότε ως νεαρό στέλεχος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα της νεολαίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD). Το 1937 μεταβαίνει στην Ισπανία για να περιγράψει ως δημοσιογράφος τον Ισπανικό Εμφύλιο. Το 1940 αποκτά τη νορβηγική υπηκοότητα. Μέχρι το τέλος του πολέμου ζει στη Σουηδία. Οι πολιτικές της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας του Μεσοπολέμου σφράγισαν τη μετέπειτα πορεία και στάση του.
Στο Βερολίνο επέστρεψε το 1946 όπου το 1948 έγινε μέλος του SPD. Το 1957 γίνεται δήμαρχος στο Βερολίνο, όπου με αυτή του την ιδιότητα υποδέχτηκε τον Κένεντι στις ΗΠΑ. Δεν διστάζει να κατηγορήσει τον αμερικανό πρόεδρο και τους άλλους δυτικούς ηγέτες επειδή δεν απέτρεψαν την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου. Ανέλαβε την ηγεσία του SPD το 1964 και υποστήριξε αμέσως πως αυτό είναι κυβερνητικό και όχι κόμμα διαμαρτυρίας. Αφού διατέλεσε υπουργός Εξωτερικών σε συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, το 1969 οδήγησε το SPD στο υψηλότερο μέχρι τότε ποσοστό του, στο 42,75% και έγινε καγκελάριος σε κυβέρνηση συνεργασίας με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (FDP). Το 1971 του απονέμεται το Νομπέλ Ειρήνης. Το 1974 παραιτείται λόγω ενός σκανδάλου κατασκοπείας, για το οποίο δεν έφερε καμία ευθύνη και λόγω κατηγοριών για την προσωπική του ζωή, για τις οποίες έφερε ευθύνη. Πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1992, αφού είχε δει να πραγματοποιείται το όραμά του για την ενοποίηση των δύο Γερμανιών.
Κακώς θεωρείται πολιτικός του ρεαλισμού. Σπάνια υπήρξαν τόσο μεγάλοι οραματιστές πολιτικοί. Μόνο που το αεροπλάνο των οραμάτων του ήταν έτοιμο ανά πάσα στιγμή να προσγειωθεί στους αεροδιαδρόμους του ρεαλισμού, όπως και ο ρεαλισμός του ήταν έτοιμος να ταξιδέψει σ αυτό που τότε έμοιαζε με νησί των ονείρων της ελευθερίας για τους λαούς της Ευρώπης του «παραπετάσματος». Κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει πως η πολιτική ανοιγμάτων προς τον κομμουνιστικό συνασπισμό, θα έβαζε τον θεμέλιο λίθο για το μεγάλο όνειρο της ελευθερίας των λαών του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μόνο ο Μπραντ το πίστευε. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου υποστήριζε πως τα ανοίγματα στο σοβιετικό μπλοκ θα καλυτέρευαν τη ζωή στους λαούς και των δυο συνασπισμών και ίσως οδηγούσαν και τις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού στην ελευθερία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η ειρήνη σήμαινε παράδοση των πολιτών της σοβιετοκρατούμενης Ευρώπης στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό και η δημοκρατία θερμό πόλεμο. Ο Μπραντ όμως με την Οστπολιτικ επιδίωκε τόσο οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης να ζήσουν ελεύθερα όσο και οι λαοί της Δυτικής να ζήσουν ειρηνικά. Απέδειξε πως μπορούν να συμβούν και τα δύο. Τη δεκαετία του 1980 οι συντηρητικοί στις ΗΠΑ και ο Ρέιγκαν πίστευαν πως η εντατικοποίηση των εξοπλισμών θα οδηγούσε στην κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ. Εν μέρει είχαν δίκιο. Αν όμως δεν υπήρχε νωρίτερα ο Μπραντ, αυτή η κατάρρευση θα ήταν βαμμένη στο αίμα.
Η πολιτική του έδωσε τη δυνατότητα στο αρτιοσκληρωτικό σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα να αναδείξει τον «ανανεωτικό» Γκορμπατσόφ σε γενικό γραμματέα. Οι κομμουνιστικές γραφειοκρατικές ελίτ, χάρις στον Μπραντ, ήταν σε θέση να διαπιστώσουν πως η «παράδοση» της εξουσίας τους, δεν θα συνοδευόταν και από δίκες «Νυρεμβέργης» και πως η απώλεια της πολιτικής εξουσίας μπορούσε να οδηγήσει σε μια πρωταρχική συσσώρευση ατομικής ιδιοκτησίας στα χέρια τους. Ο τρόπος που διαμοιράστηκε η κρατική περιουσία μετά την πτώση του κομμουνισμού, επιβεβαιώνει αυτόν εδώ τον ισχυρισμό.
Πάντως η πιο μεγαλειώδης στιγμή του Μπραντ ήταν το ταξίδι - προσκύνημα που έκανε στη Βαρσοβία στις 7 Δεκεμβρίου του 1970 ως καγκελάριος. Γονάτισε χωρίς να πει λέξη, στο μνημείο του Γκέτο της Βαρσοβίας, το οποίο είχε κτισθεί προς τιμή της εξέγερσης το 1943 των Εβραίων κατά της γερμανικής κατοχής. Ηταν η μέρα της «σιωπηλής απολογίας». Κατά την επίσκεψή του στην απαλλαγμένη από το κομμουνιστικό καθεστώς Βαρσοβία στις 6 Δεκεμβρίου του 2000 ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ ανέφερε πως ο Μπραντ «είχε την τόλμη και το θάρρος να εκφράσει κάτι που οι λέξεις, όσο και να είναι προσεκτικά ειπωμένες, είναι αδύνατον να εκφράσουν: ναι εμείς έχουμε διαπράξει εγκλήματα και το ομολογήσαμε». Τελικά ο Μπραντ ήταν αυτό που ένας άλλος εξαιρετικός σοσιαλδημοκράτης, ο αυστριακός καγκελάριος Μπρούνο Κράισκι ανέφερε υποδεχόμενός τον στη Βιέννη. «Χαιρετίζω τον άνθρωπο που μετέτρεψε την καντιανή προσταγή σε πολιτικό πρόγραμμα». Πόσοι πολιτικοί σήμερα γνωρίζουν καν την καντιανή προσταγή;
Την απάντηση στο γιατί σήμερα δεν υπάρχουν πολιτικοί σαν τον Μπραντ θα τη βρούμε στη φράση του Γιούλιους Λίμπερ, αρχισυντάκτη του σοσιαλδημοκρατικού «Volksbote», την οποία συχνά επικαλούταν και ο μεγάλος σοσιαλδημοκράτης. «Οι μεγάλοι ηγέτες αναδεικνύονται σχεδόν πάντοτε όταν δεσπόζει το χάος, σπάνια από την καθιερωμένη τάξη και ουδέποτε από την καριέρα ρουτίνας». Σήμερα ζούμε στην εποχή «πολιτικών ρουτίνας» που οδηγούν στο «χάος». Από εκεί ίσως ξεφυτρώσουν σύγχρονοι Μπραντ.
ΥΓ. Το άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη ενός πραγματικού έλληνα σοσιαλδημοκράτη, του ανθρώπινου διαμαντιού που άκουγε στο όνομα Λευτέρης Κατσικαρέλης
Πηγή: www.tanea.gr