Παρότι η πρωτιά του Εθνικού Μετώπου στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών στη Γαλλία χαρακτηρίστηκε «σοκ», η επικράτηση του κόμματος των Λεπέν δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Μετά τον «εκλογικό σεισμό» του 2002, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν εκτόπισε τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, το κομματικό σύστημα της χώρας βρίσκεται σε παρατεταμένη ρευστότητα. Η αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία του Εθνικού Μετώπου, με την ανάδειξη της Μαρίν Λεπέν ως επικεφαλής του, διεύρυνε την εκλογική επιλεξιμότητα ενός ακροδεξιού κόμματος και τις προϋποθέσεις αλλαγών στην αρχιτεκτονική του γαλλικού δικομματισμού.
Συνηθίζουμε να αναλύουμε εκλογικά συμβάντα από τη σκοπιά «μεγάλων γεγονότων»: κρίση, τρομοκρατία, ανεργία, μετανάστευση εκλαμβάνονται ως εξηγητικές μεταβλητές μιας εκλογικής αναμέτρησης. Παρά τη σημαντικότητά τους, ένα αποτέλεσμα εκλογών κρίνεται όχι μόνο από τα διακυβεύματα που θα επικρατήσουν, αλλά και από το πώς θα τα διαχειριστούν οι κομματικοί δρώντες σε προγραμματικό και συμβολικό επίπεδο. Επιπλέον, όσο σημαντικότερα είναι τα πολιτικά διακυβεύματα, τόσο οι προτάσεις πρακτικής αντιμετώπισής τους από τις κατεστημένες κομματικές δυνάμεις θα υπολείπονται σε ελκυστικότητα του εναντιωματικού και πολωτικού λόγου των πολιτικών τους αντιπάλων.
Οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία έλαβαν χώρα στο δραματικό σκηνικό της πολύνεκρης επίθεσης τζιχαντιστών στο Παρίσι. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις προσέδωσαν εντονότερη πολιτική φόρτιση σε επίκαιρα κοινωνικο-πολιτισμικά διακυβεύματα (μετανάστευση, προσφυγικό), ενώ ανέδειξαν ερωτήματα όσον αφορά τις αιτίες στρατολόγησης νεαρών Ευρωπαίων, συνήθως με μεταναστευτικό υπόβαθρο, στις τάξεις των εξτρεμιστών. Η κοινωνικο-οικονομική μιζέρια (η ανεργία μεταξύ των νέων Γάλλων αγγίζει το 25%) και η αδράνεια των Σοσιαλιστών που κυβερνά μια χώρα με στάσιμη οικονομία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα και υψηλές δημόσιες δαπάνες, σε συνδυασμό με μια εσωστρεφή και απαξιωμένη από σκάνδαλα διαφθοράς Κεντροδεξιά αντιπολίτευση, αφήνουν χώρο στο Εθνικό Μέτωπο να αλιεύσει ψήφους από παντού.
Πώς μετέτρεψε το Εθνικό Μέτωπο μια τέτοια πολιτική ευκαιρία σε εκλογική του επιτυχία; Πρόκειται για μια μετατροπή που συντελέστηκε μεθοδικά κινούμενη σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο της κομματικής οργάνωσης και σε εκείνο της κομματικής αφήγησης. Με την αλλαγή σκυτάλης από τον Ζαν-Μαρί στη Μαρίν Λεπέν, η νέα αρχηγός του Εθνικού Μετώπου έβαλε πλώρη για τον μερικό «ανασχεδιασμό» (rebranding) του προφίλ του κόμματος. Επιδίωξε να λειάνει τις αντισημιτικές αναφορές του και να ενισχύσει το αντιευρωπαϊκό του πιστεύω· επίσης, να διασυνδέσει τις αντιμεταναστευτικές και αντιισλαμικές θέσεις του με το ενδιαφέρον για τα ζητήματα εγκληματικότητας και εθνικής ασφάλειας. Στόχος της Λεπέν ήταν ο αποχαρακτηρισμός του Εθνικού Μετώπου ως ακροδεξιού κόμματος και η ταύτισή του με την επωνυμία (brand) μιας «πατριωτικής» και «αληθινής Δεξιάς».
Σε μια τέτοια νέα επωνυμία, διακριτή θέση κατέχει η καταγγελία από το Εθνικό Μέτωπο τόσο της αποκαλούμενης «ισχυρής Δεξιάς», όσο και των Σοσιαλιστών, δύο κομμάτων απέναντι στα οποία το Εθνικό Μέτωπο προβάλλει ως ένας αντισυμβατικός τρίτος πόλος. Η ιδιότητα του «νέου» για ένα κόμμα που μετρά δεκαετίες ζωής (ιδρύθηκε το 1972) ενισχύεται από διεργασίες κυκλοφορίας των κομματικών ελίτ που έχουν τεθεί σε κίνηση επί των ημερών της Λεπέν, με πρόσωπα νέα σε ηλικία να έχουν αναδειχθεί σε καίρια πόστα. Το γεγονός ότι κάποια από αυτά είναι του στενού ή και οικογενειακού περιβάλλοντος της προέδρου δεν μειώνει τις εντυπώσεις που επιδιώκει να προκαλέσει η ηλικιακή ανανέωση στο Εθνικό Μέτωπο κόντρα στην επάνοδο του Σαρκοζί και στην ανακύκλωση ενός παλιού πολιτικού προσωπικού που συντελείται στην Κεντροδεξιά.
Ο ανασχεδιασμός μιας εμπορικής επωνυμίας θεωρείται επιτυχημένος όταν αυτή κατακτά ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά. Στον ανασχεδιασμό μιας κομματικής επωνυμίας στην πολιτική αγορά τα πράγματα δεν διαφέρουν. Στην περίπτωση του Εθνικού Μετώπου, αυτό διεκδίκησε με επιτυχία ένα σημαντικό κομμάτι από την εκλογική πελατεία της Αριστεράς (έλαβε το 43% των ψήφων των εργατών), αλλά και της Δεξιάς (ψηφίστηκε από το 35% των αγροτών και το 36% των υπαλλήλων), αυξάνοντας την επιρροή του στα λαϊκά στρώματα και στις μεσαίες τάξεις (στοιχεία Ipsos). Το Εθνικό Μέτωπο είχε ξαναπετύχει κάτι παρόμοιο, όταν τη δεκαετία του 1990 είχε διεμβολίσει την εκλογική πελατεία Κομμουνιστών και Σοσιαλιστών, ενώ μια δεκαετία μετά είχε παρατηρηθεί σύγκλιση των θέσεων της Κεντροδεξιάς με την άκρα Δεξιά. Σήμερα δεν πρόκειται ωστόσο (μόνο) για επιστροφή φαινομένων «αριστερο-λεπενισμού» και «λεπενοποίησης» στην εκλογική σκηνή, αλλά για μια καθαρότερη διεύρυνση της επιρροής του Εθνικού Μετώπου σε κοινά εκλογέων που το ψήφισαν συγκλίνοντας με το περιεχόμενο και το ύφος της δικής του αφήγησης: την έμφαση σε ζητήματα ασφάλειας και το συναισθηματικό υπόβαθρο του λόγου του. Απέναντι στον αμυντικό λόγο της κατεστημένης πολιτικής ελίτ που επιδιώκει να κατευνάσει φόβους, το Εθνικό Μέτωπο διατυπώνει μια επιθετική ρητορική για να εξάψει αισθήματα κινδύνου και απειλής. Αυτά τα θεματικά και συναισθηματικά μοτίβα που διαθέτουν εκλογική επιρροή χρειάζεται να προσεχθούν ιδιαίτερα, ιδίως τώρα, που βρίσκεται σε εξέλιξη μια δεξιόστροφη μετακίνηση εκλογέων σε αρκετές χώρες της ΕΕ.