Ένας καυστικός και επίκαιρος Σημίτης

Παντελής Καψής 07 Σεπ 2014

Όπως είναι γνωστό, το μέσο είναι το μήνυμα. Και η είδηση από την ομιλία του κ. Κ. Σημίτη στην επίσημη εκδήλωση για τα 40 χρόνια του ΠΑΣΟΚ ήταν η ίδια η παρουσία του. Ο κ. Σημίτης τοποθετήθηκε έμπρακτα υπέρ της ενότητας. Και βέβαια, όχι άδικα, αυτοερμηνεύθηκε ότι συντάχθηκε με τον κ. Βενιζέλο.

Ωστόσο η ομιλία του πρώην πρωθυπουργού, πέρα από την κριτική στον Γιώργο, ήταν εξαιρετικά καυστική και για την πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Η κριτική μάλιστα που άσκησε ο κ. Σημίτης συμπυκνώνει και εκφράζει τις ανησυχίες και την κριτική που ασκείται από πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της Κεντροαριστεράς. Στελέχη που βλέπουν τη στασιμότητα του χώρου και την απουσία ουσιαστικών πρωτοβουλιών ιδίως μετά τις ευρωεκλογές, καθώς μοιάζει να έχει επικρατήσει ένας αδικαιολόγητος εφησυχασμός.

Αδικαιολόγητος, γιατί, όπως επεσήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Σημίτης, στις εκλογές οι πολίτες ψηφίζουν για κυβέρνηση. Το 8% που πήρε το ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επαναληφθεί στις εθνικές εκλογές.

Το πρόβλημα ξεκινά από τους… «ιμάμηδες». Αν το ΠΑΣΟΚ θέλει να συσπειρώσει ξανά τη δημοκρατική παράταξη, τότε οφείλει να ξεχάσει τις κομματικές επετηρίδες, τα «σκονισμένα παράσημα» και τις συμφωνίες «σε κλειστά γραφεία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Σημίτης, και να επιδιώξει έναν ειλικρινή διάλογο με ανοιχτές διαδικασίες, χωρίς χειροκροτητές και «κλακαδόρους». Χρειάζονται νέα πρόσωπα και νέες ιδέες.

Δυστυχώς, όσο απλό και αυτονόητο και αν ακούγεται τόσο δύσκολο είναι στην πράξη. Οχι μόνο γιατί προϋποθέτει ότι κάποιοι θα πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω. Αλλά και γιατί σημαίνει ότι θα πρέπει να ακυρωθούν κομματικοί μηχανισμοί που βρίσκονται σε άμεση διαπλοκή με το κράτος και που ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξής τους είναι η αναπαραγωγή του εαυτού τους.

Ομως πολύ πιο σημαντική είναι η κριτική σε αυτήν καθαυτήν την πολιτική που ακολουθεί σήμερα το ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Σημίτης μίλησε για «μικροκινήσεις» και είχε βέβαια το μυαλό του στην τακτική που ακολουθεί από την πρώτη ημέρα της συμμετοχής του στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ. Να συμφωνεί δηλαδή με μια πολιτική και στη συνέχεια να επιχειρεί να διαφοροποιηθεί από τη Νέα Δημοκρατία, επιδιώκοντας επιμέρους τροποποιήσεις.

Το αν ο ΕΝΦΙΑ θα πληρωθεί σε πέντε ή επτά δόσεις προφανώς έχει σημασία. Σε καμία περίπτωση όμως δεν επαρκεί για να προσδιο­ρίσει την ταυτότητα της δημοκρα­τικής παράταξης. Πολιτική δεν μπορεί να είναι μόνο η διαχείριση της καθημερινότητας. Πολιτική σημαίνει να έχεις στόχους «για τη χώρα, για την ενίσχυση της παραγωγικής διαδικασίας, την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας, για την αναμόρφωση της παιδείας και της διοίκησης, για τη μείωση των ανισοτήτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής». Χωρίς αυτούς η διαχείριση εκτρέπεται σε διευθέτηση διαφορών μεταξύ ομάδων συμφερόντων.

Αυτά τα μεγάλα ζητήματα θα έπρεπε να συζητούν σήμερα το ΠΑΣΟΚ και η Κεντροαριστερά, αν θέλουν να συνδεθούν ξανά με τις προοδευτικές δυνάμεις της χώρας. Τις δυνάμεις δηλαδή που δεν θέλουν απλώς να αντιμετωπί­σουμε την κρίση, αλλά να ξεριζώ­σουμε τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση και στο Μνημόνιο.

Παραδόξως αυτό ήταν και το κεντρικό μήνυμα της ομιλίας του Γιώργου Παπανδρέου την προηγούμενη Δευτέρα. Το οποίο φυσικά χάθηκε μέσα στις ανόητες και απαράδεκτες αποδοκιμασίες οπαδών του προς τον Ευ. Βενιζέλο. Αποδοκιμασίες που δεν έπληξαν βέβαια τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, αλλά τον ίδιο τον Γιώργο Παπανδρέου.

Ετσι, αντί να γίνεται συζήτηση σήμερα για τα ουσιαστικά πολιτικά ζητήματα που πρέπει να αντιμε­τωπίσει το ΠΑΣΟΚ και η Κεντρο­αριστερά -και στα οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί ευρύτερη συναίνεση-, βρεθήκαμε να παρακολουθούμε την αναβίωση της εσωκομματικής αντιπαράθεσης του 2007. Προφανώς ως φάρσας στερούμενης οποιου­δήποτε πολιτικού περιεχομένου. Δυστυχώς ομως αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ: τα προσωπικά έχουν εκτοπίσει τα πολιτικά.

Κριτική στον Γιώργο Παπανδρέου αλλά και στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ άσκησε ο Κ. Σημίτης στο Ζάππειο, στην επετειακή εκδήλωση για τα 40 χρόνια του Κινήματος. «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε τις μικροκινήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.