Το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου στην τότε αλλαγή σελίδας διατήρησε και ως Πρωθυπουργός το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η πρώτη συνέντευξη που έδωσε λίγες μέρες μετά ήταν, αν θυμάμαι καλά, στο CNN. Θυμάμαι όμως καλά την απάντησή του στον δημοσιογράφο: «Ήθελα να στείλω ένα μήνυμα. Ότι είμαι δίπλα τους». Τη συνέντευξη την έβλεπα στον δρόμο, στις βιτρίνες μεγάλου καταστήματος ηλεκτρονικών συσκευών, μαζί με άλλους περαστικούς (Οι περισσότεροι ήταν όπως κι εγώ πρωτοετείς από την επαρχία και δεν είχαμε βρει ακόμη τα πατήματά μας στην πρωτεύουσα και συνήθως ενημερωνόμαστε από τις ανοιχτές τηλεοράσεις των πολυκαταστημάτων). Θυμάμαι το αυθόρμητο γέλιο όλων μας με την πονηριά του Ανδρέα. Σε μια Ελλάδα που δεν ήξερε καλά-καλά τι συνέβαινε με τα «σταγονίδια στο στράτευμα» (όρος της εποχής), η απάντηση του Ανδρέα ούτε ανέβασε ούτε και κατέβασε τους τόνους της «σταγονιδιολογίας».
Στη σημερινή «αλλαγή σελίδας» το υπουργείο Εθνικής Άμυνας έχει πάλι δεσπόζοντα ρόλο στη δημόσια ατζέντα. Τότε ο Ανδρέας, σήμερα ο κ. Καμμένος. Εξηγούμαι: Μήπως τα τότε «σταγονίδια» είναι σήμερα τα «μνημονιακά κατάλοιπα»;
Υπήρχε μια παράδοση από τη Μεταπολίτευση και μετά: Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας το ανέθεταν συνήθως στους συντηρητικότερους των κυβερνήσεων. Είτε επί ΝΔ είτε επί ΠΑΣΟΚ εκεί δεν πήγαιναν συνήθως οι αριστεροί ή οι φιλελεύθεροι (με πιθανόν ελάχιστες εξαιρέσεις, που ίσως μου διαφεύγουν). Οι Ένοπλες Δυνάμεις αντιμετωπίστηκαν στη σκιά εκείνης της μεταπολιτευτικής «σταγονιδιολογίας» για πολλά χρόνια. Ήταν ένας χειρισμός που αποδεικνυόταν σιγά-σιγά άχρηστος. Διότι, στο μεταξύ, ιδίως με τα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα αυτός ο μηχανισμός υπέστη μία δομική αλλαγή: Τα νέα όπλα τον εξανάγκασαν να μορφωθεί και να γνωρίσει και τον έξω κόσμο κι όχι μονο τον χάρτη της Μικράς Ασίας του 1930. Οι περισσότεροι μέσοι και ανώτεροι αξιωματικοί είναι μάλλον εξειδικευμένοι επιστήμονες με στολή, έχοντας στο ενεργητικό τους χρήσιμα περάσματα από σημαντικά ξένα πανεπιστήμια.
Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή στη σχέση της πολιτικής με το μηχανισμό των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) ήταν στον αντίποδα: Το βάρος της διαφθοράς. Οι μίζες στις ΕΔ διατηρήθηκαν για χρόνια στην κορυφή της πολιτικής αντιπαράθεσης (σχεδόν νομιμοποιήθηκαν!) με κορυφαία περίπτωση αυτή του Α. Τσοχατζόπουλου. Ωστόσο, η αποκάλυψη του σκανδάλου και η τιμωρία του Άκη Τσοχατζόπουλου και άλλων σε συνδυασμό με την οικονομική στενότητα (και την αυξημένη… επαγρύπνηση) λόγω Κρίσης βοήθησαν ώστε να μην είναι στο προσκήνιο της πολιτικής ατζέντας το Υπουργείο Άμυνας.
( Μόνο κάποιες πληροφορίες για επιρροή της Χρυσής Αυγής σε κατώτερα στελέχη διατήρησαν το Υπουργείο Αμυνας ως θέμα στη σημερινή συγκυρία).
Γιατί, λοιπόν, ο νέος Πρωθυπουργός επέλεξε (ή αποδέχτηκε) ως νέο υπουργό τον Π. Καμμένο; Γιατί τοποθετεί έναν ακραίο «Τουρκοφάγο», οικονομικά πορφυρογέννητο, σ’ έναν χώρο που ίσως έχει ένα πρόβλημα ακραίων διεισδύσεων αλλά που σε καμία περίπτωση αυτό το πρόβλημα δεν αλλοιώνει τη σημερινή πραγματικότητα των ΕΔ;
Εκτός κι αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν διαβάζει έτσι τα πράγματα.
Ποιος είναι, άραγε, ο πραγματικός στόχος του Αλέξη Τσίπρα; Ο οποίος είναι τόσο κρίσιμος ώστε να επιστρατεύει Καμμένο και λοιπούς;
Νομίζω ότι η λογική μάς επιτρέπει ως πιθανότερο το ακόλουθο σενάριο: Ο στρατηγικός στόχος του ΣYRIZA είναι κάποιας μορφής παραχώρηση από τους έξω, από τους Ευρωπαίους. Δεν γνωρίζω αν έχουν ορίσει επακριβώς (στον ΣΥΡΙΖΑ) αυτή την προσδοκώμενη παραχώρηση, ας ελπίσουμε πως ναι.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση στέλνει (στους κακούς) το μήνυμα μιας σκληρής αντιμνημονιακής συσπείρωσης (σήμερα στην Ελλάδα, ίσως αύριο και με τους Podemos κ.λπ.). Ότι δηλαδή είναι αποφασισμένη να πάρει έστω κάτι τι, το ελάχιστο παραπάνω, ακόμη και ρισκάροντάς τα όλα! Κι ότι στα πλαίσια αυτά δεν διστάζει να κουβαλήσει στο ίδιο τραπέζι και τους ψεκασμένους Έλληνες ευρωσκεπτικιστές. Είναι μια κόκκινη γραμμή της.
Κι αυτό επειδή ο Αλέξης Τσίπρας έχει πειστεί ότι το δίπολο δεξιά-αριστερά στην κοινωνία έχει αντικατασταθεί από το μνημόνιο- αντιμνημόνιο. Στο κάτω-κάτω είναι ένα σχήμα που τον έφερε σε χρόνο dt στην εξουσία. Του βγαίνει κομματικά. Μια θόλωση αυτής της αφήγησης από τη νέα κυβέρνηση, ευλόγως θα χαρακτηριζόταν ως η αναμενόμενη πολιτική τούμπα. Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί παρά να γνωρίζει ότι αν δεν πετύχει έστω και μιας μορφής παράταση που αφορά την άμεση, ή έστω και μια έμμεση, εξυπηρέτηση του χρέους, η κυρίαρχη αφήγησή του («νέα διαπραγμάτευση, λεβέντικη κι όχι ραγιάδικη») θα εκπέσει με θόρυβο. Αυτή είναι η μητέρα των μαχών για τη νέα κυβέρνηση: Να πάρει κάτι, ακόμη και το ελάχιστο, που θα επιτρέψει την ηγεμονία της αφήγησής της για όσο περισσότερο.
Έτσι, λοιπόν, ο κ. Πρωθυπουργός, με τον Καμμένο και τις λοιπές αντιδραστικές δυνάμεις, ούτε στο εσωτερικό χάνει (ακόμη -άλλωστε θα το ισοφαρίζει με αριστερά προσκυνήματα), ενώ προς τα έξω δείχνει το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του (ή απόγνωσης), αφού από την όποια παραχώρηση πετύχουν από τους «κακούς» θα εξαρτηθεί η εξέλιξη του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ.
Και επειδή από τον ισχυρό «αντιμνημονιακό» συμβολισμό «Καμμένος στο ΥΠΕΘΑ» είχαμε και τη στελέχωση της όλης κυβέρνησης προκύπτει εξαρχής μια πρώτη παρατήρηση:
Από τη νέα κυβέρνηση λείπουν άνθρωποι που γνωρίζουν όπως είναι (κι όχι όπως θέλουν) τα πράγματα στις διεθνείς διαπραγματεύσεις με τόσο σύνθετους οργανισμούς. Με τις επιλογές στο υπουργείο εξωτερικών και στα οικονομικά η νέα κυβέρνηση δείχνει πως εξαρχής βάζει τους διαπραγματευτές απέναντι. Η διαπραγμάτευση δεν θα γίνεται πλέον στο εσωτερικό μιας υπερεθνικής κοινότητας, αλλά τείνει δυνητικά σε συζήτηση δύο μερών. Πόσο δυνητικά; Αυτό είναι εμμέσως το νέο στοιχείο στην (ποθητή) νέα διαπραγμάτευση: Ότι η νέα κυβέρνηση διαθέτει άνετη αντιμνημονιακή πλειοψηφία στη Βουλή και δεν κινδυνεύει (άμεσα) από μία ρήξη στις σχέσεις με τους έξω. Γι’ αυτό και (δείχνει ότι) δεν φοβάται τη ρήξη. Έχει πολιτικό χρόνο η κυβέρνηση μέχρι τα μέσα καλοκαιριού (τότε πιθανή και πάντως ευκταία η αγορά και ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ) και γνωρίζει (ελπίζω), η κυβέρνηση, πως όποιο πολιτικό χρόνο είναι να κερδίσει θα τον κερδίσει μέχρι τότε.
Σ’ αυτό το σενάριο υπάρχει μία παράμετρος που δεν έχει, νομίζω, εκτιμηθεί όσο πρέπει: Το ποιοι είναι οι «άλλοι» και τι θέλουν. Και κυρίως τι δεν θέλουν. Αν κι αυτοί έχουν θέσει κόκκινες γραμμές όταν απειλούνται με δόσεις Ανελ-ευρωσκεπτικισμού… Και δυστυχώς αυτό το «χαρτί» της νέας κυβέρνησης γίνεται πια πολύ φανερό για να το δεχτεί ακόμη κι όποιος είχε την καλή διάθεση…