Μπορεί η πολιτική επιστήμη να θεωρητικολογεί αενάως –και πολύ καλά κάνει– αλλά οι βετεράνοι των πολιτικών χαρακωμάτων ξέρουν ότι η πολιτική πράξη βασίζεται σε δύο πράγματα κυρίως: στην εκμετάλλευση της συγκυρίας (timing) και τις συμμαχίες. Τη συγκυρία μπορείς εν μέρει να την προετοιμάσεις αλλά συνηθέστερα οι καιροί αποδεικνύονται άδηλοι. Οπως λένε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο ποδόσφαιρο και την πολιτική, μία εβδομάδα είναι μακρύ διάστημα.
Οι συμμαχίες όμως δεν είναι αστάθμητος παράγοντας, αντιθέτως βρίσκονται στο χέρι του κάθε πολιτικού δρώντος. Απαιτούν ασφαλώς δύο βασικές προϋποθέσεις: στρατηγική σκέψη που να βλέπει μακριά και επεξεργασμένη στάθμιση των πραγματιστικών δυνατοτήτων που είναι στη διάθεσή μας κάθε φορά. Οπως μαθαίνουμε και στα μικρά παιδιά –κάτι που παραδόξως ξεχνούμε μεγαλώνοντας– δεν γίνονται όλα και κυρίως δεν γίνονται όλα τώρα.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι ασφαλώς πρωταγωνιστής σε μια τραγωδία, τη δική του τραγωδία -και από αυτή την άποψη είναι ίσως άδικο να περιμένουμε περισσότερα από όσα κάνει. Η Ιστορία πέρασε από πάνω του με σαρωτικό τρόπο και ό,τι άφησε είναι σκιές που παλεύουν για την επιβίωσή τους και μόνο. Ο πολιτικός χρόνος έχει σμικρυνθεί σε σημείο τέτοιο που οι πρωταγωνιστές του κυνηγούν ασθμαίνοντας ένα παρόν που τους ξεπερνά ό,τι και να κάνουν.
Κι όμως, αν η πολιτική είναι μεγαλειώδης επινόηση είναι διότι αποτελεί το μοναδικό εργαλείο που διαθέτει μια οργανωμένη κοινωνία για να διαρρήξει την τυχαιότητα της στιγμής και να δώσει το δικό της νόημα στο μέλλον. Παρά ταύτα, οι σημερινές κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δείχνουν να ομφαλοσκοπούν σε σημείο αυτοκτονικό. Το εντοπίζει κανείς πρωτίστως στον τρόπο που τα βασικά πολιτικά κόμματα οικοδομούν τις κοινωνικές τους συμμαχίες. Είναι ενδεικτικό ότι π.χ. η Ν.Δ., δηλαδή η παράταξη που κυβερνάει μια κοινωνία με σύνθετες ανακατατάξεις, έχει επιλέξει την επιστροφή στον πολιτικό συντηρητισμό του ’50: απαιτεί «πιστοποιητικά» θρησκευτικών φρονημάτων, ρέπει προς τον κοινωνικό πατερναλισμό κ.λπ. Απολύτως ταιριαστές με αυτή τη στροφή είναι και πολλές από τις επιλογές της για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, προκρίνοντας υποψήφιους της λαϊκής Δεξιάς ή και της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματος, που ταυτόχρονα κλείνουν ανενδοίαστα το μάτι και στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Είναι τέτοια η ομφαλοσκόπηση μάλιστα, που δεν τους νοιάζει αν αυτό οδηγήσει ακόμη και σε βέβαιη ήττα. Τι πιο ορθολογικό να υποστήριζε η Ν.Δ. τον Καμίνη –έναν μετριοπαθή υποψήφιο με κεντρώα χαρακτηριστικά– στον Δήμο Αθηναίων; Κι όμως, η στρατηγική της πόλωσης την οδηγεί σε συρρίκνωση, όχι σε διεύρυνση.
Δεν είναι καλύτερος στις συμμαχίες ο ΣΥΡΙΖΑ. Οπως έχει φανεί από τις πρόσφατες εκλογές διαφόρων επαγγελματικών σωματείων, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αδυνατεί να ηγεμονεύσει στα πιο δυναμικά τμήματα της κοινωνίας. Οι υπάρχουσες συμμαχίες του είναι προϊόν της συγκυρίας και αφορούν ομάδες και συντεχνίες που δίνουν μάχες οπισθοφυλακής, οι οποίες δεν έχουν πολύ μέλλον ακόμη κι αν επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ουδείς μπορεί να κυβερνήσει επί μακρόν μια δυτική, καπιταλιστική κοινωνία βασισμένος σε διαμαρτυρόμενους που φοβούνται την πληβειοποίηση. Χρειάζεται ομάδες με ειδικό βάρος που να μεταφέρουν στο κόμμα τον δυναμισμό τους. Αναιμικές είναι οι πολιτικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθότι αφορούν λιλιπούτεια κόμματα με ελάχιστη επιρροή στη διαμόρφωση της ενωσιακής ατζέντας. Δεν συζητάμε καν για το ΠΑΣΟΚ ή τη ΔΗΜΑΡ που αδυνατούν να ενσωματώσουν ακόμη και ομάδες όπως οι «58» που θα μπορούσαν να είναι η σωτηρία τους.
Στους αποτυχόντες έρχεται να προστεθεί κι ο νέος της παρέας: «Το Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη. Εδώ η πολιτική φαινομενικά παίζεται με νέους όρους. Το Ποτάμι έχει ούτως ή άλλως μαζί του τη συγκυρία εφόσον ευαγγελίζεται την υπέρβαση της σημερινής κομματοκρατίας. Είναι όμως πιο ευέλικτο και στις συμμαχίες του. Η λαστιχένια ατζέντα του, που δεν έχει ταμπού να «κλέψει» ιδέες από οπουδήποτε, μπορεί να τεντωθεί με τρόπο που να αγγίξει εν δυνάμει τους πάντες. Αλλά έτσι, οι συμμαχίες του είναι εκ φύσεως ετερόκλητες, διότι δεν απευθύνεται σε μια κοινωνία, μιλάει σε πρόσωπα. Η «κοινή λογική» του στοχεύει στον καθένα ξεχωριστά, περίπου σαν διαφημιστικό τρικ, φτιάχνοντας έτσι ένα αβαθές πολιτικό πρόγραμμα. Αδύνατον να φθάσεις μακριά με ένα τέτοιο πάτσγουορκ.
Σε αυτό το σκηνικό της αυτοαναφορικότητας και της πολυδιάσπασης, ο ορίζοντας δεν μπορεί να είναι ευρύς. Τα πολιτικά συστήματα υπάρχουν διεθνώς για να ενσωματώνουν με τις πολιτικές τους τις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Οταν υπάρχουν μόνο για τον εαυτό τους, θέτουν και τα όρια της βιωσιμότητάς τους. Οπως μαθαίνει και στα πιτσιρίκια το τραγουδάκι του Φοίβου Δεληβοριά στην παιδική παράσταση «Η Τζέλα, η Λέλα και ο Κόρνας»: ένας ίσον κανένας, ίσον μηδέν.