Η πρώτη σκέψη που σου έρχεται στο μυαλό με το που ακούς το όνομα Λεωνίδας Κύρκος (σαν σήμερα συμπληρώνονται δύο χρόνια από τον θάνατό του) είναι η ακάματη προσπάθειά του έως το τέλος της ζωής του για την ανανέωση του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος στη χώρα μας. O «τελευταίος μεγάλος» αριστερός ήταν και παραμένει ταυτισμένος με την έννοια της ανανέωσης της Αριστεράς και της διαρκούς προσαρμογής της στις νέες συνθήκες. Εξού και οι ριζοσπαστικές τομές που έκανε, πολλές φορές με προσωπικό κόστος (βλ. την παρουσίαση του καθηγητή Στ. Τσακυράκη, «ΝΕΑ» 24/8/2013). Οι θέσεις του την περίοδο της χούντας, οι προτάσεις του μετά για τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας, η σταθερή επιμονή του στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, η συμβολή του στην εθνική συμφιλίωση, όπως αυτή αποτυπώθηκε με τις δύο κυβερνήσεις το 1989 και, βεβαίως, το μεγάλο όραμά του για τη συγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς, μέσα από τη συνάντηση των δυνάμεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας προσμετρώνται στις τολμηρές προτάσεις του.
Θυμάμαι πάντα τις ατέλειωτες συζητήσεις – με τις οποίες περπατούσε κανείς σε όλο τον προηγούμενο αιώνα, μαθαίνοντας πολιτική και επιλέγοντας στάση ζωής – που κάναμε μαζί με άλλους φίλους και συντρόφους στο σπίτι του, στην οδό Καλλιδρομίου. Ηταν 27 Ιουνίου 2010 όταν γεννιόταν η ΔΗΜΑΡ (ο Κύρκος ήταν το πρώτο μέλος του κόμματος). Λίγες ημέρες αργότερα τον επισκέφθηκα μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Σπύρο Λυκούδη για την καθιερωμένη «πολιτική αναφορά». Με βλέμμα που απαιτούσε πειστική απάντηση μας είπε «να είμαστε κατά του Μνημονίου, αρκεί να λέμε από πού θα βρούμε τα λεφτά». Σιχαινόταν, ως γνωστό, τον εύκολο λόγο. «Πάρε χαρτί και μολύβι για να δούμε αν βγαίνει», ήταν από τις σταθερές φράσεις του σε όσους του πρότειναν κάτι.
Ο πολιτικός «τύπου Κύρκου» απουσιάζει από τη σημερινή Ελλάδα. Κατά τον καθηγητή Γιάννη Βούλγαρη, και τις θέσεις που εξέφρασε στην τιμητική εκδήλωση για τον Κύρκο, τον Απρίλιο του 2008, ο πολιτικός πρέπει να εκφράζει και τα εξής:
– Τη δημοκρατία ως ήθος, και όχι απλώς μια διαδικασία ή ένα σύστημα.
– Την πολιτική ως αποστολή στην υπηρεσία του έθνους και των αδυνάμων.
– Το έθνος ως κοινό πολιτισμό αλλά και ως διάλογο με τους «άλλους», τους «διαφορετικούς».
– Τον πατριωτισμό απόλυτα συνδυασμένο με τον διεθνισμό.
– Την Ενωμένη Ευρώπη ως πλαίσιο και στρατηγικό ορίζοντα της Αριστεράς.
– Τον ατομικό βίο ως σεμνότητα, λιτότητα και ευθύνη.
Οι κωδικοποιημένες αναφορές του Βούλγαρη στο τι πρέσβευε ο Κύρκος, αποτελούν οδηγό για το τι χρειάζεται σήμερα η Κεντροαριστερά σε ιδέες και πρόσωπα. Κακά τα ψέματα, η συζήτηση εξαντλείται στις στρατηγικές των προσώπων που κινούνται πέριξ του χώρου, χωρίς πολιτικές ζυμώσεις και χωρίς πολιτικά κριτήρια. Οπερ σημαίνει ότι η συζήτηση για την Κεντροαριστερά είναι απολύτως αναγκαία και ώριμη, με την προϋπόθεση της κατάθεσης ενός εναλλακτικού και ρεαλιστικού προγράμματος. Που θα έχει ξεκάθαρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, σαφή μεταρρυθμιστική κατεύθυνση και θα λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις ασφυκτικές δεσμεύσεις της χώρας αλλά και αυτούς που θέλει να εκφράσει – τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. «Φωτισμένες ηγεσίες» δεν υπάρχουν. Ωστόσο, στον χώρο της Κεντροαριστεράς κινείται ο ανθός των διανοουμένων, των ακαδημαϊκών, των τεχνοκρατών και φυσικά των πολιτικών στελεχών που μπορεί να εκφράσουν το (πλειοψηφικό;) κομμάτι της κοινωνίας που αρνείται να μπει στο δίλημμα Σαμαράς ή Τσίπρας, συντήρηση ή λαϊκισμός, προσώπων που πιστεύουν στην «προοδευτική ατζέντα» της επόμενης ημέρας.
Η ΔΗΜΑΡ και ο κόσμος που την ακολουθεί εμπνέονται πλήρως από τις παρακαταθήκες του Λεωνίδα Κύρκου: Ευρώπη, μεταρρύθμιση, κοινωνικό κράτος, προστασία της εργασίας και των αδυνάτων, μέτωπο κατά της βίας, συζήτηση και διάλογος με τους «άλλους». Πολλά από αυτά, άλλωστε, επιδιώξαμε να γίνουν πράξη με τη συμμετοχή μας στην κυβέρνηση εθνικής ευθύνης. Το ίδιο οφείλουμε να πράξουμε και τώρα με τις πρωτοβουλίες που θα αναλάβουμε και με τη συμμετοχή μας στις διεργασίες για την ανασυγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Εν κατακλείδι, όπως συνήθιζε να λέει ο Κύρκος, «στην πολιτική αν θέλεις να έχεις αποτελέσματα πρέπει να κάνεις συμβιβασμούς. Το ζητούμενο είναι προς όφελος ποιου θα είναι αυτοί οι συμβιβασμοί».