Όταν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να αντισταθεί στους φαρμακοποιούς που διαμαρτύρονται για την απελευθέρωση του ωραρίου, προφανώς δεν έχει νόημα να προσπαθήσει να πείσει την καγκελάριο Μέρκελ ότι η συνταγή είναι λάθος. Οταν οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπορούν να εξηγήσουν στο κόμμα τους ότι η απειλή της χρεοκοπίας δεν είναι μπλόφα ούτε εκβιαστικό πυροτέχνημα, προφανώς δεν έχει αξία κάθε προσπάθεια να πείσουν την κοινωνία ότι οι συντάξεις θα μειώνονται όσο αυξάνονται τα ελλείμματα των ταμείων. Και όταν καίγονται ιστορικά κτίρια από κουκουλοφόρους, αλλά με την ανοχή ή την ενθάρρυνση πρώην φιλήσυχων πολιτών, όπως κατέδειξαν όλα τα σοβαρά ρεπορτάζ, τότε γίνεται αμείλικτο το ερώτημα για τη δημοκρατική συγκρότηση ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, που δεν περιορίζεται στα χαμηλά ποσοστά των «ακραίων» κομμάτων.
Όταν ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης εκπροσωπούν τη “μνημονιακή” κεντροδεξιά και εμφανίζονται ως παράγοντες πολιτικής σταθερότητας και ως εγγυητές του ευρωπαϊκού μέλλοντος, τότε τελειώνει εκεί κάθε συζήτηση για τη δυνατότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να σοβαρευτεί. Και όταν η “Δημοκρατική Αριστερά” ζαλίζεται από τις δημοσκοπήσεις και ψηφίζει όχι σε όλα, δηλαδή ναι ούτε καν στο PSI ή νωρίτερα στην απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων, τότε είναι προφανές ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να παραχθεί εθνική στρατηγική με αρχή, μέση και τέλος.
Τα τελευταία δύο χρόνια, μέσα στην παραζάλη που δημιούργησε η υπαγωγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης, σηκώθηκε μια φοβερή αντάρα, υπήρξε απίστευτης ποσότητας παραγωγή νομοθετικού έργου, ψηφίστηκαν μέτρα κ άλλα μέτρα, έγιναν διαπραγματεύσεις επί διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων, αλλά τελικά: Κόπηκαν μόνο μισθοί και συντάξεις (για πολλοστή φορά), πάντα με προσοχή για τους πελάτες των ρετιρέ (ειδικά μισθολόγια, ευγενή ταμεία) ενώ η μόνη διαρθρωτική αλλαγή ήταν μία ήπια μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού το 2010. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ λιμνάζουν, η παραοικονομία καλπάζει, τα κλειστά επαγγέλματα δεν έχουν ανοίξει, η γραφειοκρατία δεν έχει μειωθεί, η διοίκηση δεν έχει εκσυγχρονιστεί, το κράτος δεν αποδίδει, ιδωτικοποίηση δεν έχει γίνει ούτε μία (με την εξαίρεση μεταβίβασης ποσοστού του ΟΤΕ), επενδυτική προσπάθεια επίσης καμία, αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας ποτέ, δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα πέρα από το εύκολο, δηλαδή ένα μηχανικό cut στα εισοδήματα όσων βρίσκονται μέσα στην παγίδα της φορολόγησης: Μισθωτών και συνταξιούχων.
Αντίθετα με όσα έχουν γίνει, είναι πάρα πολλά αυτά που έχουν ακουστεί: Από συνθήματα για διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων μέχρι απειλές για μποϊκοτάζ στα γερμανικά προϊόντα και από κηρύγματα για εκδίωξη της τρόικας από τη χώρα μέχρι ουρλιαχτά εναντίον του σύγχρονου “ναζισμού” της λιτότητας. Τα μέτρα δεν βγαίνουν, αλλά καμία πρόταση δεν έχει κατατεθεί για την υπέρβαση του μνημονίου μέσα από μία άλλη οδό που οδηγεί στην επίτευξη των ίδιων δημοσιονομικών στόχων. Oι εταίροι είναι απαίσιοι αλλά καμία άλλη δυνατότητα δανεισμού δεν έχει βρεθεί. Η χρεοκοπία είναι μπλόφα αλλά το ομόλογο που λήγει το Μάρτιο πρέπει κάπως να πληρωθεί. Η λιτότητα φέρνει ύφεση αλλά η απουσία στοιχειώδους παραγωγικής βάσης φέρνει χρέη. Μέσα σε αυτές και σε άλλες αντιστίξεις χάθηκε ο πολιτικός και κοινωνικός ορθολογισμός, το μέτρο και η επαφή με την πραγματικότητα.
Υπάρχει μια καινούργια διαχωριστική γραμμή στην ελληνική κοινωνία η οποία αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα θα αποκτήσει πολιτική έκφραση. Στη μία όχθη είναι όσοι προσβλέπουν στην ευρωπαϊκή προσαρμογή και αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν τεράστιες εθνικές ευθύνες για το κατάντημα της χώρας. Και η πολιτική συνειδητοποίηση του προοδευτικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας είναι μία ιστορικής σημασίας εξέλιξη.
Στην άλλη όχθη είναι εκείνοι που αναθεματίζουν μόνο τους δανειστές που δεν καταλαβαίνουν ότι επειδή εδώ υπάρχει η Ακρόπολη πρέπει να χρηματοδοτούν τα ελληνικά ελλείμματα.
Η κρίση έβγαλε στον αφρό όλες τις ελληνικές παθογένειες: Συνομωσιολογία, ψυχολογία ανάδελφου λαού και περιούσιου λαού, καταφυγή στο ιστορικό μεγαλείο ως άλλοθι, δαιμονοποίηση ξένων δυνάμεων. Τα σύμβολα της μικροαστικής ριζοσπαστικοποίησης, Γουδιά και κρεμάλες, μας θυμίζουν ότι υφέρπει πάντα στον τόπο μας ένας εν υπνώσει εμφύλιος πόλεμος για κάθε τι. Και, δυστυχώς, η ιστορία έχει δείξει ότι στους ελληνικούς εμφυλίους δεν κερδίζουν πάντα οι καλοί. Αλλά, ευτυχώς, η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται γραμμικά.