Στην Δημοκρατική Συμπαράταξη και την κεντροαριστερά συζητούν για τα πάντα εκτός από ένα: αυτό που οι Αγγλοσάξωνες ονομάζουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Που πάει να πει τι θα κάνουν την επόμενη μέρα των εκλογών και ειδικότερα αν θα συνεργαστούν ή όχι με τη Νέα Δημοκρατία για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Εντάξει, το δεν συζητούν δεν είναι απολύτως ακριβές. Συζητούν, αλλά συζητούν με υπονοούμενα. Έτσι οι μεν λένε «μπροστά και αριστερά» και εννοούν μακριά από τη δεξιά για να πάρουμε πίσω ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ οι δε απαντούν με το «προοδευτικό κέντρο» που πάει να πει κυβέρνηση συνεργασίας των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων ή καλύτερα λέγε με Μητσοτάκη. Δεν ειναι τυχαίο πως για τους τρίτους, οι συζητήσεις στην κεντροαριστερά θυμίζουν διαμάχες σχολαστικών φιλοσόφων για το φύλο των αγγέλων.
Κι όμως τα πράγματα είναι απλά. Δεν υπάρχει πλέον κανείς στο μεσαίο χώρο που να μην αναγνωρίζει ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί καταστροφή για τη χώρα. Εφαρμόζει μια πολιτική καμένης γης, η οποία ωστόσο δεν περιορίζεται στο χώρο της οικονομίας αλλά πνίγει και τους θεσμούς. Όχι μόνο δεν τίθεται πλέον θέμα συνεργασίας αλλά αντιθέτως πρώτη προτεραιότητα, και το αναγνωρίζουν όλοι ακόμα και στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, είναι η απομάκρυνσή της.
Η κυρίαρχη αφήγηση λέει ότι αυτή η προσέγγιση ευνοεί τη Νέα Δημοκρατία: ψηφίζουμε Μητσοτάκη για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα χειρότερα στο ΠΑΣΟΚ πιστεύουν ότι μια νέα συνεργασία με τη ΝΔ θα κοστίσει και θα επιτρέψει στο ΣΥΡΙΖΑ να κυριαρχήσει στο χώρο της κεντροαριστεράς. Έτσι στη ΔηΣυ επικράτησε η γραμμή των ίσων αποστάσεων και η λύση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας «όλων» των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Η μόνη παραχώρηση που έχει γίνει, κάτω από την πίεση της πραγματικότητας, είναι η αναγνώριση της ανάγκης πρόωρων εκλογών.
Προφανώς μια τέτοια επιλογή δεν πείθει κανέναν. Όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για υπεκφυγή. Και βέβαια οδηγεί πράγματι ένα μέρος των ψηφοφόρων στον Μητσοτάκη γεγονός που δεν ενοχλεί αναγκαστικά την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Είναι πεπεισμένοι πως μια αυτοδύναμη ΝΔ θα τους επιτρέψει από τη θέση της αντιπολίτευσης να προσπαθήσουν να ανακτήσουν την πρωτοκαθεδρία από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπροστά και αριστερά, λοιπόν.
Με τα σημερινά δεδομένα στο ΠΑΣΟΚ χρειάζεται θάρρος για να υποστηρίξει κανείς μια διαφορετική πολιτική, πόσο μάλλον να μιλήσει ανοιχτά για συνεργασία με τη ΝΔ. Δεν το έχει αποτολμήσει κανείς. Κι όμως αυτή είναι η μόνη πολιτικά συνεπής γραμμή για την κεντροαριστερά. Μετά από μια επταετία κρίσης είναι φανερό ότι η χώρα μπορεί να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το ζητούμενο είναι αν θα συνεχίσει στη λογική των μεταρρυθμίσεων διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης και αν αυτό θα γίνει διατηρώντας ένα πλαίσιο κοινωνικής προστασίας και συνοχής. Όταν εκλέχτηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ηγεσία της ΝΔ είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μπορούσε να εκφράσει μια τέτοια πολιτική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Όσο περνά ο καιρός ωστόσο γίνονται όλο και πιο φανερά τα όρια του κόμματός του και τα στενά περιθώρια μέσα στα οποία θα ειναι αναγκασμένος να κινηθεί.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι προφανώς η σκοτεινή της πλευρά, το συνονθύλευμα καραμανλικών και παλαιοδεξιών. Αυτοί που υποχρέωσαν τον κ. Μητσοτάκη να μην έχει πει ούτε μια κουβέντα αυτοκριτικής για τα ελλείμματα του 2009, αυτοί που τον υποχρέωσαν να μην έχει πει λέξη για τις διώξεις στον πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ, αυτοί που ζήτησαν να προχωρήσει το τάμα του Έθνους, αυτοί που θυμήθηκαν τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ την επομένη που ο Κυριάκος έκανε το άνοιγμα στο συνέδριο της ΔηΣυ. Είναι αυτοί που αντιδρούν τόσο στις μεταρρυθμίσεις όσο και στην προσπάθεια για ανανέωση που επιχειρεί ο πρόεδρος της ΝΔ. Μια αυτοδύναμη ΝΔ κινδυνεύει έτσι να βραχυκυκλωθεί από τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της. Για την κεντροαριστερά αυτό αποτελεί ευκαιρία αλλά και καθήκον.
Το καθήκον είναι η αυτονόητη ανάγκη η επόμενη κυβέρνηση να πετύχει να οδηγήσει τη χώρα στη θεσμική και οικονομική κανονικότητα. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια αποτυχίας και μια αυτοδύναμη ΝΔ μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά αδύναμη να κυβερνήσει. Μια μεταρρυθμιστική δύναμη στο μεσαίο χώρο μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ισορροπίας και αντίστασης στις δυνάμεις του παλαιοκομματισμού. Αποτελεί όμως και ευκαιρία για το ξεκαθάρισμα της φυσιογνωμίας της κεντροαριστεράς. Να βγει τολμηρά μπροστά με προτάσεις θεσμικού εκσυγχρονισμού, να επανασυνδεθεί με τον μεταρρυθμιστικό της εαυτό, να αξιοποιήσει τις νέες δυνάμεις που ως ένα βαθμό κινητοποιήθηκαν από άλλους φορείς, όπως το Ποτάμι, ή παρέμειναν ανένταχτες. Άλλωστε μόνο σε μια τέτοια λογική έχει νόημα και η ίδρυση ενός νέου φορέα. Αν είναι απλώς να μεταστεγαστεί το παλιό, ας διατηρηθούν και τα σημερινά σχήματα.
Για να το πούμε διαφορετικά, αν η ΔηΣυ πιστεύει ότι έχει να παίξει κάποιο θετικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα τότε οφείλει να επιδιώξει τη συμμετοχή της στην επόμενη κυβέρνηση. Αν πιστεύει ότι είναι καλύτερη η αυτοδυναμία της ΝΔ τότε ουσιαστικά δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ; Θα μονοπωλήσει το χώρο της αντιπολίτευσης; Ναι, αν μείνουμε στον συνήθη κύκλο όπου η αντιπολίτευση υπόσχεται λαγούς με πετραχείλια και η κυβέρνηση κάνει διαχείριση των ρουσφετιών. Σήμερα όμως η χώρα έχει ανάγκη την υπέρβαση και η κεντροαριστερά έχει νόημα μόνο αν μπορεί να την πετύχει. Άλλωστε, αν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔηΣυ βρεθούν μαζί στην αντιπολίτευση ποιος αμφιβάλλει ότι θα επιδοθούν σε ένα διαγωνισμό λαϊκισμού;
- Το άρθρο δημοσιεύεται στην athensvoice.gr