Οι δυο προηγούμενες ημέρες οι σχετικές με την επέτειο της Επανάστασης του 1821, είχαν πολύ ενδιαφέρον, τόσο με την άρτια οργάνωση, όσο και γύρω από τη συλλογική αναγκαιότητα της εθνικής μνήμης.
Πολλά γράφτηκαν, ακόμα πιο πολλά θα γραφτούν και θα ειπωθούν για την Παλιγγενεσία και τους προκαθορισμένους-προγραμματισμένους εορτασμούς προς τιμήν της. Μια επέτειος-γιορτή εθνικής μνήμης, η οποία θα δείξει εάν η σύγχρονη Ελλάδα μπορεί, μέσω των ποικίλων εκδηλώσεων του «200 χρόνια μετά την Επανάσταση», να απαλλαγεί από τα σύνδρομα του εθνικισμού, του μεγαλοϊδεατισμού και άλλων τέτοιων αποστεωμένων και ανούσιων εξαρτήσεων από παλιά και ξεπερασμένα πρότυπα…
Στην προκήρυξη των προγραμματισμένων εκδηλώσεων υπάρχει ένας μικρός πρόλογος της Προέδρου κας Γιάννας Αγγελοπούλου, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «…Η πλειονότητα, όμως, των δράσεων θα ανοίγουν ένα παράθυρο στο μέλλον, θα αφήνουν μια παρακαταθήκη για το αύριο. Θα είναι δράσεις με αναπτυξιακό περιεχόμενο που θα στοχεύουν να κάνουν καλύτερη τη ζωή των πολιτών και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες για τις επόμενες γενιές».
Όσο λοιπόν υλοποιούνται τα λόγια κι οι γραφές, θα είναι μεγάλο το όφελος απ? αυτή τη μεγάλη επετειακή και συμβολική δράση στη χώρα μας.
Το θέμα των 200 χρόνων, το οποίο συμπίπτει με την πανδημία κι αυτή τη δύσκολη περίοδο, μάς παραπέμπει κατά κύριο λόγο στην εθνική αυτογνωσία και στην ανάγκη μελέτης κι ανάγνωσης, με άλλη, ωριμότερη ματιά τής νεότερης ιστορίας τού Ελληνικού Έθνους, κατά την πολύχρονη τουρκοκρατούμενη περίοδο της πατρίδας μας, την ακόλουθη επανάσταση, καθώς και τη μετέπειτα επίπονη ίδρυση τού ελληνικού κράτους.
Το πρωτόκολλο του Λονδίνου αναγνώριζε τη χώρας μας ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και υπογράφτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Έκτοτε, ο δρόμος τού νεοσύστατου κράτους συνέχισε να μην είναι εύκολος· από τότε η χώρα πέρασε πολλές δοκιμασίες με έντονες πολιτικές αντιθέσεις, ξεπουλήματα, διοικητικές αγυρτείες, πτωχεύσεις, χρηματισμούς-συναλλαγές, πάνω και κάτω απ? το τραπέζι, καθώς και ανεξέλεγκτη σπατάλη δημόσιου χρήματος.
Με συμμετοχή στους βαλκανικούς και στους δυο παγκόσμιους πολέμους, με αψυχολόγητες και αφελείς εκστρατείες, με εμφύλιες συγκρούσεις, θύματα αμέτρητα, προσφυγικές ροές, εξορίες, οικονομικούς και κοινωνικούς αποκλεισμούς, φανερές και υπόγειες δικτατορίες· η χώρα, μεταπολιτευτικά, μπήκε σε έναν δρόμο με πολλά σκαμπανεβάσματα, δημιουργώντας μια αναποφάσιστη στην αρχή, στέρεη όμως αργότερα δημοκρατία, με συνέχεια και ολοένα περισσότερη θεσμική θωράκιση.
Δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για μια ιστορική αποτίμηση και δεν θα το κάνω. Απλώς περιγράφω πρόχειρα το πλαίσιο πορείας τής χώρας μας, η οποία καταφέρνει να πορεύεται μέσα στη θολή θεσμική πραγματικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αντλεί από εκεί τη σύγχρονη προσαρμογή της στον 21ο αιώνα, ακόμα κι ως προς την αντίληψη ζωής. Έχοντας ως μόνιμη απειλή την τουρκική επιθετικότητα, είναι υποχρεωμένη να διαθέτει τεράστιους πόρους για να συντηρήσει τις ήδη εύθραυστες οπλικές ισορροπίες, με συνέπεια η Παιδεία, η Υγεία, ο Πολιτισμός κλπ, να αναζητούν οικονομικό οξυγόνο, το οποίο είναι δύσκολο να διατεθεί…
Το ξέρω πως… γλιστράω από το θέμα των 200 χρόνων, αλλά αναρωτιέμαι, τι άλλο θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ο εορτασμός μιας τέτοιας επετείου, εάν τα φώτα δεν είναι στραμμένα προς την εξέλιξη του σύγχρονου Πολιτισμού και ενός κοινωνικού-ανθρωπιστικού κράτους;
Στήριξη του βιβλίου, της μουσικής, των παραστατικών τεχνών, την στενότερη επαφή με τον πολίτη, την προστασία και την εξασφάλιση της ανθρώπινης αξίας, ακόμα και στις δύσκολες εποχές της καραντίνας την οποία διανύουμε.
Τα 200 χρόνια είναι πολλά χρόνια πλέον· ιδιαιτέρως στην εποχή μας, τού διαδικτύου, όπου όλα, μα όλα, υπόκεινται σε διαφορετικές διαδικασίες έρευνας, αρχειοθέτησης, συγκριτικών μελετών, αποτύπωσης των γεγονότων.
Όλα είναι ιστορία και τα γεγονότα (μικρά-μεγάλα-προσωπικές μαρτυρίες-αυτοβιογραφίες-μελέτες-δημοσιευμένες-αδημοσίευτες κλπ) αποτελούν αποτυπώματα εποχών και ιστορικά ψήγματα, τα οποία οι ερευνητές και οι οργανωτές των 200 χρόνων, θα πρέπει να συμπεριλάβουν στις προσπάθειες, τις μελέτες και τα πονήματά όλων όσοι εργάζονται για μια τέτοια γόνιμη εθνική μνήμη.
Οι δημόσιες, ιδιωτικές και εθνικές βιβλιοθήκες θα έπρεπε να είναι ήδη α ν ο ι χ τ έ ς και δ ι α θ έ σ ι μ ε ς στους ενδιαφερόμενους μελετητές και αυτό θα έπρεπε να ήταν ήδη μια κυβερνητική απόφαση-παροχή· με καραντίνες και αποκλεισμούς, οι έρευνες θα είναι στον αέρα κι αναποτελεσματικές. Μια τέτοια σοβαρή απόφαση επετειακού εορτασμού για τα 200 χρόνια, ας είμαστε σοβαροί, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όπως θα έπρεπε μέσα στο πλαίσιο συνθηκών τού Covid-19 και των δεκάδων καθημερινών θυμάτων από την απειλητική πανδημία. Από την άλλη, το ενδεχόμενο αναβολής των εκδηλώσεων, θα είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί η χρονική συγκυρία των 200 χρόνων. Ένας τέτοιος εορτασμός ίσως να είναι ατελέσφορος, εφ? όσον πραγματοποιηθεί με τη γνωστή συνταγή των διαδικτυακών παρουσιάσεων από πλατφόρμες, αφού θα χαθεί η αμεσότητά του.
Είμαι αναφανδόν υπέρ του εορτασμού και εκφράζω απλώς εύλογες απορίες, οι οποίες απορρέουν από τις παρούσες συνθήκες καραντίνας που διανύουμε. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον πως η χώρα και ο κόσμος της θα επωφεληθεί από ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο επετειακό αφιέρωμα. Να ωφεληθεί από την βαρύτητα που έχει μια ιστορική ενδοσκόπηση εκείνων των γεγονότων, με ανοικτό πνεύμα, ειλικρίνεια, χωρίς υπεκφυγές κι αποσιωπήσεις.
Ακούγεται απ όλους τους σημερινούς πολιτικούς φορείς πως «προϋπόθεση είναι η ενότητα και η αλληλεγγύη του λαού», θέμα που παίζει σπουδαίο ρόλο στην παλινόρθωση· θα ήταν καλό, αυτή την γενική παραδοχή να την εφαρμόσουν και στα κοινά καθημερινά προβλήματα…
Ένα είναι γεγονός: πως η επέτειος των 200 χρόνων δεν θα πρέπει να καταλήξει σε μια αναγκαστικά σιωπηρή γιορτή, χωρίς την παρουσία εκείνων που κυρίως αφορά: τους πολίτες και την Ιστορία…
(Στη φωτογραφία:
Donato
Francesco
de
Vivo,
“Ο θάνατος του
Λάμπρου Τζαβέλλα”)