Ενας Αμλετ της Αριστεράς

Τάκης Θεοδωρόπουλος 10 Φεβ 2015

Ο κανονικός Αμλετ, ο ήρωας του Σαίξπηρ, όταν η μητέρα του Γερτρούδη τον ρωτάει γιατί είναι ντυμένος πένθιμα ενώ τα ανάκτορα γιορτάζουν, απαντάει πως το πένθος που βλέπουν τα μάτια της δεν είναι σημαντικό. Αυτό που κουβαλάει μέσα του είναι το πιο βαρύ. Υπέροχη θέα στο εσωτερικό τοπίο της ύπαρξης μέσα από το πνεύμα του ποιητή, που μοιάζει να ανοίγει διάλογο με τον Ορέστη, όταν στο τέλος των «Χοηφόρων« του Αισχύλου, λέει πως έχει αρχίσει να βλέπει τις κόρες της νύχτας, τις Ερινύες, που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει. Οι ενοχές για τον φόνο της μητέρας του έχουν αρχίσει να τον κυνηγούν και τις κουβαλάει μέσα του.

Αυτές οι σκηνές μού ήρθαν στο νου προχθές όταν άκουσα για το δάκρυ που έβρεξε την παρειά του κ. Τσίπρα στη διάρκεια της προγραμματικής του ομιλίας. Η αλήθεια είναι ότι, παρότι παρακολούθησα την ομιλία, το δάκρυ δεν το είδα, αυτό όμως μάλλον οφείλεται στην επιλεκτική μου όραση -αν υπάρχει κάτι τέτοιο αντίστοιχο της ακοής. Ακουσα, όμως, τόσο πολλά που μου είναι αδύνατον να το αγνοήσω. Δεν είναι λίγο ένας πρωθυπουργός που δακρύζει ενώ διαβεβαιώνει το ακροατήριο πως βγαίνει από την Ιστορία του τόπου τούτου και πως κάθε λέξη της πολιτικής του αντιστοιχεί και σε μια λέξη του Συντάγματος. Εξαιρείται προφανώς η αρχική περί «αγίας και ομοουσίου Τριάδος«. Το δάκρυ είναι σύμπτωμα συγκίνησης, άρα κάποιας εσωτερικής πίεσης την οποία εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να δούμε, όπως το πένθος του Αμλετ ή τις Ερινύες του Ορέστη. Είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, η εσωτερική πίεση που ασκείται από δύο αντίρροπες δυνάμεις σε έναν ηγέτη της Αριστεράς όπως είναι ο κ. Τσίπρας. Εναν ηγέτη, δηλαδή, ο οποίος καλείται να διαχειρισθεί τις υποθέσεις μιας ευρωπαϊκής χώρας, αφού έχει θητεύσει και μαθητεύσει σε μια Αριστερά που σταδιοδρόμησε στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία ως Ερινύα του παρελθόντος. Σε μια Αριστερά που το 2015 εξακολουθεί να πενθεί την ήττα στον εμφύλιο και να θυμάται την επιστολή που έστειλε ο Ζαχαριάδης το ’40 από τις φυλακές της Κέρκυρας, όπως ο κ. Γλέζος που συνέκρινε τη χθεσινή ομιλία του κ. Τσίπρα με αυτήν. Αυτό το πένθος είναι ενεργό και, δυστυχώς ή ευτυχώς, εξακολουθεί να παράγει πολιτική συνείδηση, αντιευρωπαϊκή και αντικαπιταλιστική. Ενα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, ως ένα σημείο και ο ίδιος ο αρχηγός τους, αισθάνεται υπόλογο απέναντι στο κομμουνιστικό του παρελθόν και τους πρώην συντρόφους του που έχουν απομείνει στο ΚΚΕ και του αρνούνται ακόμη και τον χαρακτηρισμό του γνήσιου αριστερού.

Υπάρχει βέβαια και η αντίρροπη δύναμη, αυτή που εκφράζεται στην περίπτωση του κ. Τσίπρα με τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου, στη μίμηση της οποίας, όσο περνάει ο καιρός, ο νέος πρωθυπουργός βελτιώνεται. Τη φωνή ενός ηγέτη, ο οποίος κατάφερε να επικρατήσει εξορίζοντας στο περιθώριο την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά και να κρατήσει τη χώρα στον ευρωπαϊκό κόσμο, έστω σαν ένα ιδιόρρυθμο και μάλλον γραφικό κρατίδιο των Βαλκανίων. Θα ήθελε, άραγε, ο κ. Τσίπρας να μπορεί να μεταμορφωθεί σε έναν σοσιαλδημοκράτη ηγέτη ο οποίος θα μιλάει, με τον δικό του τρόπο, τη γλώσσα της Ευρώπης; Εχει τις δυνάμεις και το πολιτικό ταλέντο για να γίνει ένας κεντροαριστερός Ευρωπαίος ηγέτης με τους δικούς του όρους;

Δεν πιστεύω στην «κωλοτούμπα». Εκτός του ότι η λέξη δηλώνει μια εύκολη κίνηση και την ελπίδα ότι στην πραγματικότητα ζούμε μια επανάληψη του 2012, όταν ο κ. Σαμαράς μπήκε ως αντιμνημονιακός στο παραβάν και βγήκε μνημονιακός, πιστεύω ότι η εσωτερική αντίφαση του κ. Τσίπρα είναι πραγματική. Και το δάκρυ και η φωνή του Παπανδρέου είναι πραγματικά. Και μην ξεχνάμε ότι για κάθε δράση που τον οδηγεί προς τη μία πλευρά, υπάρχει και μια αντίδραση προς την άλλη. Το ζήτημα είναι αν η Ελλάδα αντέχει τόσο υπαρξισμό.