Οσο μοναχική είναι η δημιουργία ενός σκίτσου, άλλο τόσο μοναχική είναι και η ανάγνωσή του. Αλλους μπορεί να ερεθίσει άλλους όχι, το σίγουρο όμως είναι ότι αυτό δεν είναι μια συλλογική διαδικασία, μια ομαδική ομοιόμορφη αντίδραση και ένα σταθερό μικρό σύμπαν που υποδέχεται το πόνημα σαν να μπορούσε να το προδιαγράψει. Η ποικιλία της αποδοχής διαχέεται μέσα στην ποικιλία της έμπνευσης και αυτός είναι ο μόνος τρόπος να παραμένει ελεύθερος ο σκιτσογράφος από τον καταναγκασμό της προσμονής κάποιου κοινού. Το ακόμα πιο σίγουρο είναι ότι ο σκιτσογράφος δεν οφείλει καμιά εξήγηση για την έμπνευσή του, γιατί ο ίδιος δεν ανήκει σε κανέναν.
Ο θαυμασμός στη δουλειά ενός δημιουργού δεν στοιχειοθετεί για λογαριασμό σου δικαιώματα για το μέλλον –είναι το ίδιο ελεύθερος με σένα να αλλάξει απόψεις, τεχνοτροπία, εποχή, στυλ. Είναι τελείως ελεύθερος να φτιάξει κάτι που είσαι το ίδιο ελεύθερος να μη σου αρέσει. Ο αναγνώστης είναι παντοδύναμος, δεν σου φτάνει;
Η κυρία Ακρίτα αυθαιρέτως τοποθετεί τον εαυτό της σε μία, κατά τη γνώμη της, μεγάλη ομάδα που υποθέτει ότι έχει μαζικά προδοθεί από τα πράγματα που φτιάχνει ο Αρκάς αυτήν την εποχή. Αυτό ως υπόθεση πάσχει γιατί φαντάζομαι το ερέθισμά της είναι το προσωπικό της γούστο και ίσως κάποιων φίλων της που το συζήτησε. Και μάλλον όχι μόνο γούστο αλλά και πολιτική οπτική. Σαν να ήταν υποχρεωμένος ο δημιουργός να αποτελεί μονίμως την αναφορά κάποιου συλλογικού υποκειμένου και να βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση να μην το διαψεύσει. Οι σημαντικοί σκιτσογράφοι όμως δεν συνομιλούν με κανένα κοινό, απλώς υπάρχουν και εργάζονται –αν συμβεί το αντίθετο εγκλωβίζονται στην εικόνα που έχουν άλλοι για αυτούς και αυτοαναιρούνται. Για αυτό αδίκως παραθέτει η αρθρογράφος όλην τη βιβλιογραφία του Αρκά που κατέχει, δίκην αποδείξεως εννόμου συμφέροντός της να διαμαρτυρηθεί. Τη δική της εποχή περιγράφει όχι τη δική του.
Το σκίτσο δεν είναι μαζική σάτιρα σαν την επιθεώρηση, τις σατιρικές εκπομπές της τηλεόρασης ή τα stand up comedies, όπου οι άνθρωποι γελούν ή παγώνουν όλοι μαζί και ο καλλιτέχνης καταρχήν θέλει να αποσπάσει τη συλλογική αποδοχή. Το σκίτσο είναι χάρτινο καραβάκι που ταξιδεύει μόνο του, ερήμην του δημιουργού του, με τη δύσκολη αποστολή να αποσπάσει βλέμματα που αντιλαμβάνονται το κλείσιμο του ματιού και χείλη που ίσως γελάσουν – ο αναγνώστης το βλέπει μόνος του, γελά, δυσαρεστείται, αδιαφορεί αλλά σίγουρα δεν το μοιράζεται, απλώς γιατί δεν μοιράζεται η στιγμή. Και το σκίτσο είναι το στοίχημα της μαγικής στιγμής, την επόμενη στιγμή που θα το δει κάποιος άλλος ο δικός σου αιφνιδιασμός έχει φύγει. Δεν αιφνιδιάζεστε όλοι μαζί, για αυτό δεν γελάτε ή θυμώνετε ή παραμένετε απαθείς όλοι μαζί, για αυτό δεν ανήκετε σε καμία ομάδα που δοξάζει ή απαξιώνει ένα δημιουργό συλλογικά. Επομένως κανείς δεν σας προδίδει και ασφαλώς δεν σας ανήκει –όπως εσείς δεν δίνετε λογαριασμό γιατί αλλάζετε ιδέες έτσι και ο σκιτσογράφος δεν έχει να απολογηθεί για τη μάχη της καθημερινής του ιδέας.
Ασφαλώς κάποια στιγμή ενώνεις τις τελίτσες, τα εκατοντάδες, χιλιάδες σκίτσα ενός δημιουργού, και φτιάχνεις νοερά το διάγραμμά του. Καλός ή κακός, συμφωνώ ή διαφωνώ. Και αυτό δική σου απόφασή είναι όμως, όχι δική του. Εκείνος θα παραμείνει ένας μοναχικός καβαλάρης της επικαιρότητας που θα στέλνει τα αινιγματικά, υπαινικτικά του σινιάλα σε αγνώστους, σαν σήματα μορς μέσα στη νύχτα, και τα μισά θα του επιστρέφουν λάθος. Πάει πολύ να πρέπει να απαντά τι διαβάζει ο ασύρματος του καθενός. Αν τον λαμβάνουν πολλοί ή λίγοι, αυτό είναι το μέτρο της δύναμής του.