Οι εκλογές αυτές θα φέρουν μια μεταβατική περίοδο στο πολιτικό σύστημα όπου θα κριθεί ουσιαστικά το πολιτικό μέλλον της χώρας. Δεν πρόκειται να λύσουν το πολιτικό πρόβλημα τώρα. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της μεταβατικής περιόδους θα είναι ότι θα προσφέρει πραγματικές δυνατότητες ανασύνταξη αξιόπιστων πολιτικών σχημάτων για την επόμενη φάση εξέλιξης των πραγμάτων. Μιλάω για δυνατότητες και όχι για νομοτέλειες. Γιατί η μεταβατική περίοδος, κατά την άποψή μου, δεν πρόκειται να σημειώσει ουσιαστικά και μεγάλα βήματα πολιτικής διαχείρισης. Θα είναι μια περίοδος μάλλον μίζερης μετριότητας που κυρίως θα φροντίζει να μη πάνε χειρότερα τα πράγματα. Και τούτο, επειδή ο κατακερματισμός της ψήφου δεν είναι εύκολο να αναδείξει πραγματικά νέες δυναμικές πολιτικές δομές. Θα έχουμε ένα σκηνικό όπου ή όποια κυβέρνηση θα προσπαθεί να εφαρμόσει την συμφωνία με τους εταίρους επιρρίπτοντας το πολιτικό κόστος στους «κακούς δανειστές». Αυτή η διαδικασία θα εντείνει τον αντιευρωπαϊσμό μέχρις ότου εμφανιστούν κάποια θετικά αποτελέσματα, οπότε οι ντόπιες πολιτικές δυνάμεις θα αρχίσουν να συνωθούνται για το ποιος θα καρπωθεί πρώτος το πολιτικό όφελος. Όμως, αυτό το παιχνίδι του «κακού γιατρού» μπορεί να φέρει πρακτικό αποτέλεσμα έστω και με το ζόρι που με τη σειρά του δημιουργεί δυνατότητες συνθέσεων με φιλόδοξο ορίζοντα κυρίως στον χώρο της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Έργο των δυνάμεων αυτών θα είναι να επωφεληθούν της μεταβατικότητας για να οργανώσουν τις δομές και την στρατηγική τους για την επόμενη ενδεχομένως μακρά περίοδο. Στο σημείο αυτό πρέπει να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στη ζύμωση ενός νέου ιδεολογικού παραδείγματος αφού είναι φανερό, ότι σε κοινωνίες σαν τις δικές μας το ιδεολογικό αφήγημα παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων του εκλογικού σώματος. Αυτά προς γνώση των ηγετικών πολιτικών σχηματισμών της σοσιαλδημοκρατίας που δεν πρέπει να διολισθήσουν στον εύκολο δρόμο της τεχνοκρατικής δήθεν ουδετερότητας (βλ. Ποτάμι).
Η πόλωση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ δεν πρόκειται να δώσει την βέλτιστη λύση. Θα δώσει μια επισφαλή ενδιάμεση λύση, το πολύ. Ο μεν πρώτος είναι μια διαλυμένη περίπτωση. Ο πολιτικός λόγος που αναπτύσσει προεκλογικά είναι αντιφατικός και ανόητος. Το βάρος το ρίχνει στην υποτιθέμενη χαρισματική προσωπικότητα του αρχηγού του που έχει συρρικνώσει το προβαλλόμενο επιχείρημα υπέρ εαυτού ότι «διαπραγματεύτηκε σκληρά» και «κράτησε δεκαεφτά ώρες την ΕΕ σε αγωνία». Επιχείρημα που δεν έχει προοπτική αφού το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης μετράει και όχι ο κόπος των διαπραγματευτών. Από την άλλη ο αρχηγός του αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι υπέγραψε μια συμφωνία την οποία ταυτόχρονα καταγγέλλει ως εκβιαστική, ρίχνει διαδοχικά την ευθύνη σε συνεργάτες της δικής του επιλογής που τον «παρέσυραν» σε τραγικά λάθη και το έσπρωξαν σε θανατερά διλήμματα και επανακαθορίζει τους εκλογικούς στόχους του μακριά από την συνθηματολογία που του είχε δώσει ποσοστό κοντά στην αυτοδυναμία. ‘Όλα αυτά μακροσκοπικά φαίνονται ως παιδαριώδεις ανοησίες. Το εκλογικό σώμα, στις δύσκολές στιγμές αναπτύσσει μια αμυντική διαίσθηση και δεν ξεγελιέται τόσο εύκολα όσο εκτιμά η λαϊκίστικη αντίληψη περί της νοημοσύνης του. Αυτό φαίνεται ήδη στις δημοσκοπήσεις.
Από την άλλη, η ΝΔ στον αντίποδα, δεν λέει τίποτα περισσότερο παρά ότι έχει την πείρα να λύσει τα προβλήματα. Όταν έρχεται στο «πώς» αρχίζει να τραυλίζει επειδή δεν τολμά να αποβάλλει το δικό της λαϊκίστικο μανδύα. Είναι κι αυτή καταδικασμένη στην ασάφεια.
Το Ποτάμι προσχώρησε κι αυτό στον μανιχαϊσμό παλιό/νέο που είναι σαφές πλέον ότι το εκλογικό σώμα το ερμηνεύει ως αμηχανία. Οι κενολογίες και γενικολογίες του αρχηγού του δεν πείθουν πλέον και πληρώνει το κόστος μιας αρχηγικής δομής που δεν τόλμησε να βγάλει μπροστά άξια στελέχη του που ξέρουν και τί θέλουν και πώς μπορεί να γίνουν. Το σύνθημα «εμείς μπορούμε» δεν αρκεί και δεν πείθει. Η εμφάνιση σημαντικών προεκλογικών προσωπικοτήτων στο ψηφοδέλτιο επικρατείας δεν πολιτική πράξη. Είναι απλό επικοινωνιακό τέχνασμα που βάζει την βιτρίνα μπροστά από την πραγματική συμβολή του περιεχομένου της. Η εμφάνιση επί μέρους προγραμμάτων χωρίς συνεκτικό δεσμό τις παραμονές των εκλογών είναι ατελέσφορη. Απλούστατα δεν προλαβαίνει να ζυμώσει τις ιδέες του μέσα στο εκλογικό σώμα. Ο λόγος που το οδήγησε σε αυτή την καθυστερημένη «καμπάνια» συναρτάται απόλυτα με την δομή του κόμματος ως αρχηγικού με ανεπαρκή αρχηγό.
Η προσπάθεια ευρύτερης συσπείρωσης που καταβάλλει το ΠΑΣΟΚ, έστω και με τα μάλλον πενιχρά αποτελέσματά της, είναι ένα θετικό σήμα προς την κοινωνία για τον ορθό προσανατολισμό της. Το σήμα αυτό δεν είναι ακόμη αποτελεσματικά ορατό. Μακάρι να αποκτήσει δυναμική στην προεκλογική περίοδο. Αλλά οπωσδήποτε πρέπει ν’ αποτελέσει βασικό στόχο στην μετεκλογική περίοδο.
Γιατί, η ανάγκη μιας σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης παραμένει και είναι αντικειμενικά υπαρκτή. Απομένει να δούμε ποιος θα μπορέσει την μετατρέψει σε συγκροτημένη πρόταση προς την κοινωνία και πώς η κοινωνία θα αντιδράσει στην πρόταση. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η μεταβατική περίοδος θα έχει γεννήσει την πολιτική έκφραση που απαιτεί η μακροπρόθεσμη προοπτική. Αυτή τη φορά, όλα τα αντικειμενικά στοιχεία προσφέρονται και είναι διαθέσιμα. Εκείνο που λείπει ακόμη είναι η υποκειμενική πρωτοβουλία για την σύνθεσή τους. Επ’ αυτού ας μου επιτραπεί να προχωρήσω σε μερικές παραπέρα σκέψεις.
Μου έφαγε τρείς περίπου μέρες για να μελετήσω το πλήρες κείμενο της τελευταίας συμφωνίας (μνημόνιου) και σήμερα όλο το απόγευμα και το βράδυ το πέρασα για να ψειρίσω το σχέδιο προγράμματος που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΥΡΙΖΑ. Είμαι ευχαριστημένος επειδή τώρα διαπιστώνω ότι δεν έχασα το χρόνο μου. Και τα δύο κείμενα αποτελούν δεξαμενές ιδεών και θεμάτων που μπορεί να τις επεξεργαστεί κάποιος και να συνθέσει μια σειρά από εναλλακτικά πολιτικά προγράμματα ανάλογα με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Οφείλω να ομολογήσω ότι είναι η πρώτη φορά που τέτοια κείμενα δεν είναι για τα σκουπίδια και αυτό τουλάχιστο προσωπικά μου επουλώνει ένα ψυχικό τραύμα που κουβαλώ μέσα μου από 1963. Σημειώνω, ότι όποιος έχει διαπραγματευτεί πολύπλοκες συμφωνίες ξέρει πολύ καλά ότι το μισό της επιτυχία εξαρτάται από την έστω και άναρχη καταγραφή των πιθανών αντικειμένων της συμφωνίας με την μορφή ενός μενού που συνοδεύεται από παραδοχές περιχαράκωσης του αντικειμένου του ώστε να μην αφήνει την διαπραγμάτευση να ξεφεύγει ατελέσφορα από το καθαυτό γήπεδό της.
Τώρα, ας έλθω για λίγο στο τραύμα του 1963 που υπαινίχθηκα ως προειδοποίηση για τις εγγενείς δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια εμπέδωσης του κομματικού λόγου σε προγραμματικά αυστηρά πλαίσια. Το 1963, λοιπόν, μετείχα ως «τσικό» την ομάδα που είχε συστήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου με επικεφαλής τον μακαρίτη Θανάση Κανελλόπουλο και υπό την επίβλεψη του Στέφανου Στεφανόπουλου, για να επεξεργαστεί το κυβερνητικό πρόγραμμα της Ένωσης Κέντρου. Το καλοκαίρι εκείνο ολοκληρώσαμε τη δουλεία μας και σε μια σεμνή τελετή στο γραφείο του Γέρου παραδώσαμε το ογκώδες ντοσιέ. Φωτογραφηθήκαμε, ειπώθηκαν τα καθιερωμένα της παραλαβής και παράδοσης, αλλά όταν μείναμε μόνοι μετά την αποχώρηση των δημοσιογράφων, ο Γέρος με μια περίπου περιφρονητική χειρονομία, πήρε το ντοσιέ από την επιφάνεια του γραφείου του, άνοιξε ένα πλαϊνό συρτάρι και περίπου το πέταξε μέσα και το έκλεισε. Γύρισε τότε σε εμάς και μας είπε περίπου τα εξής: « Καλά τα γραφτά και τα λόγια. Αλλά τώρα να πέσετε με τα μούτρα στην προεκλογική δουλειά. Αυτές τις εκλογές πρέπει να τις κερδίσουμε». Και τις κέρδισε η Ε.Κ. ‘Όταν σχημάτισε κυβέρνηση, σχεδόν τίποτα από ότι είχαμε επεξεργαστεί με την δουλειά μας, δεν είδαμε να εφαρμόζεται. Έτσι μου έμεινε έκτοτε το τραύμα, για την μοίρα των πολιτικών προγραμμάτων. Παρά ταύτα, τραυματίας ή όχι, τώρα πιστεύω ότι ένα πρόγραμμα για την σοσιαλδημοκρατία είναι χρήσιμο και κυρίως απαραίτητο. Αν όχι για άμεση εφαρμογή, τουλάχιστο ως πλατφόρμα πολιτικής καθοδήγησης για να καταπολεμηθεί η υπέρ-δεσπόζουσα ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού που απειλεί τα θεμέλια του πολιτικού μας πολιτισμού.
Τα δύο κείμενα που επικαλούμαι ως υλικό για το προκαταρτικό ντοσιέ, δεν είναι ολοκληρωμένα προγράμματα. Μακράν απέχουν από κάτι τέτοιο. Όμως, το μεν Μνημόνιο δεν έχει την τρομερή ιδεολογική μονομέρεια που του προσάπτουν. Δεν είναι μήτε νεοφιλελεύθερο ούτε όμως και σοσιαλδημοκρατικό. Είναι απλώς ένας κατάλογος ζητημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν εξ ανάγκης. Απλώς για να αντιμετωπιστεί το συγκυριακό πρόβλημα της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και να σημειωθούν ορισμένα βήματα προς την κατεύθυνση δομικών αλλαγών που είναι ανάγκη να γίνουν ώστε να μη κυλήσει πίσω η χώρα σε δημοσιονομική κρίση. Αυτός, όμως, ο κατάλογος δίνει πλούσιο υλικό για πιο οργανωμένη σκέψη. Άρα είναι χρήσιμος για όσους καταπιαστούν στη εκπόνηση ενός σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος. Τους δίνει την ευκαιρία να μη ξεκινήσουν εκ του μηδενός. Είναι ένα χρήσιμο μενού, όπως σημείωσα παραπάνω, για να συνθέσουν τον δικό τους ιδανικό γεύμα.
Το σχέδιο προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, είναι ένα σημαντικό κείμενο κατά το ότι για πρώτη φορά βάζει την αριστερά μπροστά στο καθήκον να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και να εγκαταλείψει τις αιμοδιψείς φαντασιώσεις της. Μπορεί να είναι άρτζι μπούρτζι κι ο λουλάς, αλλά και πάλι τα στοιχεία του δίνουν ευκαιρία για πολύ γόνιμες σκέψεις. Κριτικές κατά βάση. Μερικές φορές, όμως, η κριτική σκέψη είναι περισσότερο αποκαλυπτική από την ex initio ορθολογική επαγωγή. Κατά την άποψή μου, ένα από τα πολύ σημαντικά στοιχεία του σχεδίου αυτού είναι ότι για πρώτη φορά η ριζοσπαστική αριστερά παραδέχεται την αναγκαιότητα πλουραλισμού της αγοράς και δεν μιλάει αποκλειστικά για κρατικίστικο σοσιαλισμό. Αναφέρομαι στο μέρος εκείνο του σχεδίου που εντάσσει τις κοινωνικές επιχειρήσεις στην πραγματικότητα της αγοράς την οποία δεν απορρίπτει. Πολλά μπορεί να σκεφτεί κανείς πάνω στο θέμα αυτό όταν αναφερόμαστε σε μια οικονομία με κατακερματισμένη μικροϊδιοκτησία ιδίως στον αγροτικό, αλλά όχι μόνο, τομέα. Παραδέχομαι ότι στη συνοπτική αυτή αναφορά ελλοχεύουν σημαντικοί κίνδυνοι διολίσθησης σε καταστάσεις προνομιακών συντεχνιακών συμπεριφορών (βλ. την μέχρι τώρα εμπειρία από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς). Παρά ταύτα, το θέμα ανοίγει ορίζοντα πλούσιας διερεύνησης. Χρειάζεται να χωνέψουμε ότι για την κινητοποίηση των ντόπιων πόρων δεν αρκεί η κλασσική μορφή εξωγενούς επένδυσης. Χρειάζονται και άλλες μορφές οργάνωσης της παραγωγής με αντίστοιχα συστήματα ιδιοκτησιακής συνεργασίας. Για την σοσιαλδημοκρατία η ανάγκη αυτή αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόκληση καινοτομίας και εκσυγχρονισμού.
Εν κατακλείδι, τι θέλω να πω; Πολύ απλά επισημαίνω ότι η ίδια η πραγματικότητα έβγαλε δυναμικά στην επιφάνεια τα ζητήματα παθογένειας που μέχρι τώρα ήταν αντικείμενα στοχασμού ανάμεσα στους πολιτικούς φιλοσόφους μας. Η ζωή μας πρόσφερε ένα καλάθι με ανεπεξέργαστους καρπούς και μας καλεί να παρασκευάσουμε με αυτούς μια συγκροτημένη τροφή για την σκέψη των απλών πολιτών. Ας το κάνουμε. Όσο πιο γρήγορα εγκαταλείψουμε την αθλιότητα της προεκλογικής «ενημέρωσης» τόσο πιο κερδισμένοι θα βγούμε στην πορεία μας προς τους συμπολίτες μας.