Το ραντεβού ήταν για τις 7 30’ το βραδάκι σ’ ένα καφενείο, ψηλά στην Αλεξάνδρας. Οι κανόνες της παρανομίας είχαν, σχετικά, ατονήσει. Ο ένας ήταν ήδη εκεί. Είδε τον άλλον, τον «καθοδηγητή», χαμογελαστό όπως πάντα, να κατεβαίνει από ένα ταξί. Πρόλαβε και του έκανε την παρατήρηση «καλά με ταξί έρχεσαι, κατευθείαν;». Η απάντηση ήρθε άμεση «Καλά, εσύ δε μας έχεις πρήξει καιρό τώρα ν’ αφήσουμε αυτές τις μαλακίες με τη ‘βαθιά παρανομία’ και να περάσουμε σε μαζικότερες μορφές αγώνα –έστω και ημιπαράνομες; Το ταξί σε μάρανε τώρα; Κάτσε να δούμε τώρα τι κάνουμε στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται».
Οι «νέες συνθήκες» αφορούσαν κάποια διαφαινόμενη ‘φιλελευθεροποίηση’ του καθεστώτος κι αυτό που θα ‘έβλεπαν’ ήταν η θέση του κόμματος τους απέναντί της. Το κουβεντιάζανε το ζήτημα, μια συμφωνώντας και μια διαφωνώντας. Η κουβέντα περιστρεφόταν γύρω από το αν αυτή η «φιλελευθεροποίηση» θα οδηγούσε, ή έστω θα δημιουργούσε τις συνθήκες για μια δημοκρατική διέξοδο –προφανώς διευρύνοντας την, σύμφωνα με τη «θεωρία των ρωγμών»- ή θα αποτελούσε απλώς μια μεταμφίεση του καθεστώτος στο οποίο ο Στρατός θα ήταν ο ρυθμιστικός παράγοντας. Η συζήτηση κράταγε ώρα.
Στο μεταξύ, συνηθισμένοι κι οι δυό να κρυφακούνε τους διπλανούς τους, κάτι πήρε το αυτί τους για κάποια κατάληψη, στο Πολυτεχνείο. Ο πρώτος το ήξερε ήδη –χάρη στις επαφές του με το φοιτητικόκοσμο. Αλλά κι αυτός δεν περίμενε να φουντώσει τόσο γρήγορα. Έτσι η κουβέντα σχετικά με το «πέρασμα» της «γραμμής» για το «τι κάνουμε στις νέες συνθήκες» πολύ γρήγορα ξεστράτισε. «Μπά θα ξεφουσκώσει» ήταν η πρώτη, αυθόρμητη, αντίδραση του «καθοδηγητή». «Δε νομίζω. Τα πράγμα θα χοντρύνει», απάντησε ο άλλος.
Ώσπου ξαφνικά εμφανίστηκε να περνάει μπροστά στα μάτια τους ένα λεωφορείο. Της γραμμής. Διαλαλώντας, γραμμένο με σπρέι στα πλευρά του: «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ».
Αυτό ήταν: συμφώνησαν και οι δύο πως κάτι μεγάλο ετοιμάζεται. Το να τριγυρνάνε στην Αθήνα λεωφορεία και τρόλεϊ γεμάτα με αντιχουντικά συνθήματα δεν ήταν μικρό πράγμα: σήμαινε πως η «κατάληψη» και ό,τι κουβάλαγε μαζί της διαχεόταν ευρύτερα στην πόλη. Κι ήρθε, σαν επιβεβαίωση, η πρώτη εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού, που έκπληκτος και κάπως μαζεμένος έπιασε στο ραδιόφωνο του ο καφετζής, με όλους τους θαμώνες να στήνουν αυτί. Ηταν ακριβώς η στιγμή που μια ομάδα μερικών εκατοντάδων κατάφερε να λειτουργήσει σαν καταλύτης, δίνοντας φωνή σ’ ένα κόσμο που μέχρι τότε παρέμενε στη μέγιστη πλειοψηφία του βουβός, παρόλο που ήδη είχε αρχίσει να κλείνει ο κύκλος της «προσαρμογής» ή της «ανοχής» απέναντι στη δικτατορία. «Μπες μέσα και προσπάθησε να μαζέψεις τους δικούς μας και να ελέγξετε αυτούς που φωνάζουν ‘Κάτω το κράτος’ και ‘Λαοκρατία’. ‘Κάτω η χούντα’ και ‘Δημοκρατία’ πρέπει να είναι τα συνθήματα μας», -ο «καθοδηγητής».
Κι έτσι έγινε: από το ίδιο βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί άρχισαν να συρρέουν οι «δικοί» μας, μαζί με κάθε ιδεολογικής απόχρωσης μέλη των Φοιτητικών Επιτροπών Αγώνα, που ήδη, από την εποχή της εξέγερσης της Νομικής είχαν νομιμοποιηθεί στα μάτια πολλών φοιτητών συμπαρασύροντας εκατοντάδες άλλους. Πολύ γρήγορα τα ακραία συνθήματα αντικαταστάθηκαν, τα αυτοσχέδια τρικ που ρίχνονταν στα διερχόμενα αυτοκίνητα και οι επιγραφές στα λεωφορεία πολλαπλασιάστηκαν, ο ραδιοφωνικός σταθμός αύξησε την εμβέλεια του και η συμμετοχή έγινε πια μαζική, φτάνοντας προς το τέλος γύρω στους πέντε χιλιάδες μέσα και καμιά δεκαριά χιλιάδες «συμπαραστάτες», γύρω-γύρω. Και κάπου εκεί άρχισε το διήμερο πανηγύρι της έξαρσης και της «βιωματικής και συγκινησιακής πυκνότητας»
Η συνέχεια και το τέλος αυτής της τριήμερης «πυκνότητας», είναι γνωστή. Όπως και η ιδεολογική "κοπτοραπτική" για να ταιριάξει στα μέτρα των επιτήδειων καταπατητών.
Το ραντεβού σ’ εκείνο εκεί το καφενείο, ψηλά στην Αλεξάνδρας πάντως έγινε την Τετάρτη, στις 14 Νοεμβρίου του 1973.
Μισόν αιώνα πριν.
ΥΓ . Όσο για το ερώτημα «αν έριξε τη χούντα το Πολυτεχνείο», που για πολλούς, ανάμεσα στους «επιτήδειους» συνήθως, δε μπορεί παρά να έχει καταφατική απάντηση, ισχύει το αντίθετο: ‘Όχι, τη χούντα ασφαλώς και δεν την έριξε το Πολυτεχνείο. Με την ίδια ασφάλεια όμως μπορούμε να υποθέσουμε πως αργά ή γρήγορα, με την πορεία που είχε πάρει το δικτατορικό καθεστώς και οι εσωτερικές αντιθέσεις του, κάποιου είδους «Πολυτεχνείο» θα είχε γίνει. Το αν θα είχε αυτή τη μορφή ή κάποια άλλη και το αν η χούντα θα κατέρρεε μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο ή θα συνέχιζε να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα. Για άλλα «ραντεβού».