Δεκαετία του‘80
Ήταν Κυριακή του Πάσχα. Είμασταν μαζεμένοι γύρω από το λάκο του αρνιού συγγενείς, συμπέθεροι και οικογενειακοί φίλοι. Απολαμβάναμε τη μάζωξη, και τη χαρά να βρίσκεσαι με δικούς σου ανθρώπους.
Ανάμεσα τους βρισκόντουσαν και δύο ηλικιωμένοι, παππούδες πια, που δεν μιλούσαν για το παρελθόν τους κι ας ξέραμε όλοι πολλές ιστορίες για τον καθένα. Με πολλά μικρά παιδιά να τριγυρίζουν στα πόδια τους χαιρόντουσαν το σήμερα, όπου δεν είχαν πια νόημα οι ήττες, μα και οι νίκες.
Όλοι μας γνωρίζαμε πως μοιραζόντουσαν και οι δυο σιωπηρά την ίδια αλήθεια, πως δηλαδή τα βάσανα κι η ταλαιπωρία του πολέμου είναι πάνω απ όλα ατομική υπόθεση. Κι ας λένε μερικοί πως η μοιρασιά των βασάνων ή ο σκοπός τα κάνει πιο ελαφριά.
Ο ένας, ο Δημητρός ήταν παλιός αντάρτης , μαυροσκούφης με τον Άρη στο πρώτο αντάρτικο και αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού στο δεύτερο.
Ο άλλος, ο παππούς Λευτέρης, είχε μια λαμπρη καριέρα σαν αξιωματικός των τεθωρακισμένων στην Μ. Ανατολή και αργότερα στο Βίτσι Γράμμο.
Και οι δυό τους είχαν πολεμήσει στηνΑλβανία στην ίδια πλευρά.
Εμείς τα παιδιά τους, γεμάτοι αποάφθονη επαναστατική διάθεση εν μέσω δημοκρατίας τους κρίναμε για τα λάθη τους που τάχα βρίσκαμε στη δική τους πορεία.
Λέει ο Σαββόπουλος στους Αχαρνής: “Πολέμησα κι εγώ σε όλα τα πεδία και με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό. Τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία μια τσογλανοπαρέα μου κανει κριτική.”
Γιατί ο μπάρμπα Λεφτέρης αν και είχε κυνηγηθεί από τη Χούντα από πάνω άκου σε κριτική από τον επαναστάτη γιό επειδή έκανε το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα.
Με πόση ευκολία κρίναμε τους πατεράδες μας για αυτά που έκαναν. Καμιά συναίσθηση για το τι τράβηξαν και σε τι μονοπάτια βρέθηκαν. Και πολύ φοβάμαι τώρα που κοιτάζω πίσω κανένας σεβασμός.
Οι σπονδές είχαν αρχίσει. Το κοκορέτσι κι η συκωταριά έκαναν την αρχή. Ο ανοιξιάτικος καιρός, το κρασί και το ούζο έκαναν τα υπόλοιπα.
Ο Λευτέρης κουβαλούσε μαζί τους χαμένους συμπολεμιστές του στην μάχη της ερήμου. Θυμόταν πάντα τον ήχο της νάρκης που είχε μόλις πατηθεί από κάποιο συμπολεμιστή που ήταν η σειρά του να βγει να κάνει κατόπτευση. Άγραφος νόμος σαν ρώσικη ρουλέτα που τον τηρούσαν κι οποιανού ήταν γραφτό…
Ο Δημητρός κουβαλούσε το δικό του φορτίο. Τους συντρόφους που κληρώθηκαν για τουφέκι μετά την ήττα τους.
Ο ίδιος με τρις εις θάνατο ήταν περίπου ξεγραμμένος. Τα κοσμήματα και η χρυσές καδένες της μητέρας του τον είχαν κρατήσει στη ζωή. Το ήξερε. Τραγική διάψευση της ισότητας που ευαγγελιζόταν το Κόμμα.
Τι κι αν φαγώθηκε μια μεγάλη περιουσία για τον επαναστάτη γιό;
Ποιός όμως τολμούσε να του το πεί;
Στεκόντουσαν όλοι σιωπηλοί μπροστά στην ανθρώπινη σκοπιμότητα της μάνας.
Προδομένοι κι οι δυο από τις παρατάξεις τους προχωρούσαν τη ζωή τους με αξιοπρέπεια.
Ο αξιωματικός του στρατού έπεσε θύμα των σχεδιασμών του παρακράτους για την προετοιμασία του πραξικοπήματος. Εκδιώχθηκε επί δημοκρατίας από τη θέση του διοικητή των τεθωρακισμένων στο Γουδί για να πάρει τη θέση του ο Πατακός.
Πιο πριν τον είχαν λοιδωρήσει. Η αποστρατεία δεν άργησε να έρθει.
Ο αντάρτης πάλι , αν και καταδικασμένος και χωρίς να είναι δηλωσίας , μέσα στη φυλακή δεχόταν τις διαρκείς επιθέσεις της κομματικής καθοδήγησης. Κατηγορούσε το Κόμμα για την παράλογή τακτική του να ζητάει από τα μέλη του να υπερβούν τα ανθρώπινα όρια ζητώντας τους να μην υπογράψουν. Αν υπέγραφαν όλοι η δήλωση σαν μέσο εξευτελισμού θα ακυρωνόταν. Τι ασέβεια. Το Κόμμα ήθελε κατ εντολή ήρωες. Μετά από χρόνια επι δημοκρατίας ξέκοψε κι αυτός παίρνοντας το δικό του δρόμο
Στις λιγοστές διηγήσεις και των δυο παππούδων υπήρχαν με διαφορετικό τρόπο κάποιοι αόρατοι, ήταν “αυτοί”, που δίνανε διαφορετικό νόημα στην προσωπική τους ιστορία.
Το αρνί είχε σχεδόν ψηθεί, το κρασί είχε ανοίξει τις ψυχές και οι μνήμες βρήκαν πρόσφορο έδαφος, αφού όλα συγχωρούνται μια τέτοια μέρα
Ο αντάρτης πιο φιγουρατζής άρχισε να λέει μια ιστορία. Δεν ηρωοποιούσε, παρά αναπολούσε τις λίγες στιγμές της δικής του ιστορίας.
Μίλαγε για τη σκληρότητα των μαχών, χωρίς ωστόσο να μειώνει τους αντιπάλους. Γι αυτόν ο εχθρός ήταν από τότε η στενοκεφαλιά των ηγετών.
Εμείς οι νεώτεροι ακούγαμε με ευχαρίστηση τις ιστορίες του, όμως κι ο απόστρατος συνταγματάρχης δεν πήγαινε πίσω σε διάθεση και αφηγηματική ικανότητα.
Ώσπου ο παλιός αντάρτης, διηγήθηκε ένα τέχνασμα που έκαναν στο Βίτσι Γράμμο για να μπερδέψουν τον εχθρό.
Πριν καλά καλά καταλάβουν οι υπόλοιποι ποιο ήταν ακριβώς ήταν το τέχνασμα , ο απόστρατος σηκώνεται κι αρχίζει τον αντάρτη σε ξυλιές, που προς στιγμή έμοιαζαν σαν αναβίωση του εθνικού διχασμού.
Ευτυχώς όμως αμέσως όλοι καταλάβαμε απο τα λεγόμενά του, πως ήταν πείραγμα.
-Εσύ ήσουνα βρέ μπαγάσα, είπε ο μπάρμπα Λευτέρης. Και συνέχιζε να του ρίχνει φάπες ενώ ο Δημητρός γελούσε κι επιβεβαίωσε τα γεγονότα παραθέτοντας κάποια ακόμα στοιχεία που λίγο έχουν σημασία.
Οι δυο παλαίμαχοι στο τέλος αγκαλιάστηκαν σαν να μοιραζόντουσαν κάτι κοινό που μόνο εκείνοιτο ήξεραν.
Τα εγγόνια,τα παιδιά μας δηλαδή κοίταζαν με απορία τους παππούδες.
Το αρνί εντωμεταξύ ήταν έτοιμο δίνοντας νόημα στην συμφιλίωση. Εμείς όμως, μείναμε με την απορία.
Στα αλήθεια συναντήθηκαν ή ήταν μια ανάγκη να μοιραστούν τις μνήμες απο την κοινή τους θητεία στην εμφύλια τραγωδία;
Η συνάντησηαυτηέγινετηδεκαετία του 1980
Αναρωτιεμαι τιειναι αυτο πουενετει 2023 κραταειτοντρόπο σκεψηςμερικώνσε αντιλήψεις πουοιπρωταγωνιστές μπόρεσαν να αφήσουν πίσωτους 40 και χρονια πριν και βάλε.
Καλό Πάσχα
Το κείμενο αυτό ακούστηκε την Μεγάλη Τετάρτη στην εκπομπή Καθρέφτης του Χρήστου Μιχαηλίδη στην ΕΡΑ 1.