Σύμφωνα με την πρόσφατη Σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης (3ο Μνημόνιο) η κυβέρνηση δεσμεύεται να καταρτίσει μία στρατηγική ανάπτυξης μέχρι τον Μάρτιο του 2016. Εμμέσως αναγνωρίζεται ότι οι (αναγκαίες πλην όμως ανεπαρκείς και υφεσιακές) πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν εξαντλήσει τα όριά τους και το κέντρο βάρους πρέπει να μετατοπιστεί στις πολιτικές της ανάπτυξης.
Είναι γεγονός ότι, η Ελλάδα διαθέτει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις και προοπτικές που, με την κατάλληλη στήριξη, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια αναπτυξιακή έκρηξη και να αποφύγουμε τη λεγόμενη «παγίδα της λιτότητας» (austerity trap). Πράγματι, με βάση διαθέσιμες μελέτες (McKinsey 2012), στοχευμένες επενδύσεις συνολικού ύψους 112 δις ευρώ μέχρι το 2020 σε επιλεγμένους τομείς δραστηριότητας θα μπορούσαν να αποδώσουν ετησίως στην ελληνική οικονομία 48 δις ευρώ, δημιουργώντας παράλληλα 640 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, η αναπτυξιακή προοπτική υπονομεύεται από τη διαχρονική έλλειψη ολοκληρωμένου μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Η αποσπασματικότητα των σχεδιαζόμενων πολιτικών (και οι οποίες στην πορεία στρεβλώνονται, εγκαταλείπονται, ή ακυρώνονται στην πράξη) είναι ιστορικά σύμφυτη με ένα θεσμικά «κούφιο» κράτος, που έχει πρόθυμα παραδοθεί στις πολυπληθείς προσοδοθηρικές ομάδες και ομάδες ειδικών συμφερόντων, αδυνατώντας να προτεραιοποιήσει τις δράσεις του. Και τελικά καταλήγει σε ένα εσωστρεφές (αντι)παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης που περιορίζει την παραγωγική βάση. Έτσι, πχ. το 2007 οι ελληνικές εξαγωγές έφθαναν στο 23% του ΑΕΠ ενώ στην Πορτογαλία ανέρχονταν στο 32%. Διόλου τυχαία, σε αυτό το περιβάλλον οι εφαρμοζόμενες πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης (μείωση μισθολογικού κόστους περισσότερο του 20%) δεν οδήγησαν σε ουσιαστική ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Απαιτείται λοιπόν ένα «αναπτυξιακό άλμα», ικανό να κινητοποιήσει τις ανενεργούς και αποκαρδιωμένες παραγωγικές δυνάμεις της χώρας και να υποβοηθήσει στην ανάπτυξη νέων. Οι προωθούμενες παρεμβάσεις πρέπει να συναρθρωθούν σε ένα νέο εθνικό, φιλόδοξο και ταυτόχρονα ρεαλιστικό, αναπτυξιακό σχέδιο που ξεπερνά τις μνημονιακές μας υποχρεώσεις και το οποίο θα πρέπει να δομηθεί γύρω από τους παρακάτω τρεις άξονες:
Πρώτον, προϋπόθεση για την έναρξη μίας βιώσιμης αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η θεσμική ανασυγκρότηση με στόχο τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, την ενίσχυση της υγιούς και εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας, την προώθηση των εμπορεύσιμων αγαθών, ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον φιλικό προς την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, σε ένα σύγχρονο δίκαιο επιχειρήσεων, ένα αποδοτικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης καθώς η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ 18 κρατών της ΕΕ (EU Justice Scoreboard 2014) και ένα σταθερό και ευνοϊκό για τις επενδύσεις φορολογικό πλαίσιο. Παράλληλα, έμφαση πρέπει να δοθεί στις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, οι πολυάριθμες στρεβλώσεις των οποίων αποτρέπουν την ανάπτυξη ολόκληρων κλάδων της οικονομίας.
Δεύτερον, απαιτείται ο σχεδιασμός μίας εθνικής βιομηχανικής πολιτικής που στοχεύει σε συγκεκριμένους τομείς και παραγωγικούς κλάδους ενισχύοντας τον ανταγωνισμό εντός του ιδίου κλάδου, αντί της ξεπερασμένης επιλεκτικής στήριξης επιχειρήσεων για την ανάδειξη «εθνικών πρωταθλητών».
Τρίτον, είναι αναγκαία η ενσωμάτωση των πόρων των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ) σε ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης. Οι περιορισμένες (αν και σημαντικές) κοινοτικές πιστώσεις, ως οι μοναδικοί διαθέσιμοι αναπτυξιακοί πόροι της χώρας, καλούνται να συμβάλουν στο μέγιστο δυνατό στη μόχλευση πόρων και επενδύσεων. Για αυτό και πρέπει να κατευθυνθούν στην ενίσχυση τομέων υψηλής προστιθέμενης αξίας, που ενσωματώνουν καινοτομία και δημιουργούν διατηρήσιμες θέσεις απασχόλησης. Και παράλληλα, στηρίζουν το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας (εκπαίδευση, απασχόληση). Άλλωστε, είναι πια καιρός να πάψουν οι πόροι της πολιτικής Συνοχής να αποτελούν αντικείμενο πολιτικών ανταγωνισμών στην επιλογή των συγχρηματοδοτούμενων έργων ή μέσο κάλυψης βραχυπρόθεσμων αναγκών της οικονομίας.
Πλησιάζοντας το χρονικό ορόσημο των διακοσίων ετών από την εξέγερση την υπόδουλων Ελλήνων που γέννησε το ελληνικό κράτος, οφείλουμε να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις ώστε να τροχοδρομήσουμε τον τόπο στις ράγες της ανάπτυξης και της δημιουργίας. Η Ελλάδα του 2021 πρέπει να μοιάζει με την χώρα που οραματίστηκαν οι πρωτεργάτες της- ευρωπαϊκή, πολιτικά φιλελεύθερη και κοινωνικά ευημερούσα. Δεν μας αξίζει η περιθωριοποίησή μας στη γωνία της μίζερης εσωστρέφειας και της οικονομικής καχεξίας, εκεί όπου οι καταστροφικές πολιτικές επιλογές του, πρόσφατου και λιγότερου πρόσφατου, παρελθόντος μας οδήγησαν.