Είμαστε δύο μήνες μετά τις εκλογές και ακόμη είναι πολύ νωρίς για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα για τις πολιτικές εξελίξεις στην χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιες οι εκλογές και οι δύο πρώτοι μήνες διακυβέρνησης από την ΝΔ έχουν κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία βοηθούν για πρώτες ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις και εκτιμήσεις.
Η νίκη της ΝΔ ήταν καθαρή. Η κύρια επιδίωξη των ψηφοφόρων της ήταν η επιστροφή στην κανονικότητα και η δημιουργία στοιχειωδών προϋποθέσεων για να αποκτήσει η χώρα πολιτική και κοινωνική συνοχή.
Οι δύο πρώτοι μήνες διακυβέρνησης συνοδεύτηκαν από μέτρα σχετικά με την καθημερινότητα των πολιτών, κυρίως σε σχέση με την φορολογία, τα οποία είναι σε θετική κατεύθυνση και ευπρόσδεκτα από μεγάλη μερίδα πολιτών. Αν δε συνυπολογίσουμε ότι έρχονται και μετά από ιδιαιτέρως δύσκολα χρόνια, δημιούργησαν μια σχετική ευφορία σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και κυρίως στην μεσαία τάξη.
Η συνολική πορεία της οικονομίας, οι επενδύσεις, το πως αυτές θα φέρουν θέσεις εργασίας και καλύτερες συνθήκες ζωής, θα κριθούν σταδιακά και σίγουρα είναι παρακινδυνευμένες οι όποιες σημερινές βεβαιότητες και προβλέψεις. Η πορεία της οικονομίας θα καθορίσει και το κατά πόσο τα θετικά αυτά μέτρα θα σταθεροποιηθούν και οι αντίστοιχες δεσμεύσεις για το μέλλον θα υλοποιηθούν.
Βεβαίως, παράλληλα με αυτά τα μέτρα, υπήρξαν και αρνητικές κυβερνητικές επιλογές, όπως η διατήρηση του γραφείου του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, οι παρεμβάσεις για την επιλογή του Διοικητή της Ε.Υ.Π., η αναφορά της Υπουργού Παιδείας για δημιουργία «εθνικής συνείδησης» μέσω της διδασκαλίας της Ιστορίας κλπ. Αλλά όλα αυτά δεν φαίνεται να επηρεάζουν ουσιαστικά το σε γενικές γραμμές ευνοϊκό κλίμα αποδοχής των πρόσφατων κυβερνητικών πρωτοβουλιών.
Σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων της ΝΔ στις εκλογές του Ιουλίου διάλεξε το κόμμα αυτό με την ελπίδα της επαναφοράς της χώρας στην κανονικότητα, χωρίς να θεωρεί ότι είναι η ουσιαστική πολιτική και κομματική του επιλογή και χωρίς να αισθάνεται ότι ανήκει στον ευρύτερο χώρο της. Αποφάσισαν οι ψηφοφόροι να καταδείξουν στην κάλπη την εντονότατη αντίδρασή τους απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και σε όλα τα αρνητικά που συνόδευσαν την περίοδο διακυβέρνησής του. Ο πολίτες αυτοί προερχόμενοι και από τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο ψήφισαν βεβαίως συνειδητά ΝΔ για τους πιο πάνω λόγους, αλλά σίγουρα θα επιθυμούσαν να έχουν (και δυστυχώς δεν είχαν) και άλλη επιλογή, πιο κοντά στην πολιτική τους κουλτούρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένων των συνθηκών και του ποσοστού που πήρε, έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται ότι έστω και ηττημένος ισορροπεί από το αποτέλεσμα των εκλογών. Η αντιπολίτευση που ασκεί, το διάστημα αυτών των δύο μηνών είναι επιθετική απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές με μια επιχειρηματολογία όμως πολιτικά αδύναμη και απλουστευτική. Χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπιση των θετικών μέτρων, με το επιχείρημα ότι «τρώτε από τα έτοιμα» ή «εμείς θα κάναμε περισσότερα αλλά δεν προλάβαμε».
Από την άλλη, προσπαθεί να διευρυνθεί με άνοιγμα προς τον κεντροαριστερό χώρο, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής για τα κυβερνητικά του πεπραγμένα. Συνυπολογίζοντας τον τρόπο που έγιναν κάποιες συνεργασίες προεκλογικά (με έντονο το χαρακτηριστικό της πολιτικής συνδιαλλαγής), καθώς επίσης και τα ανταλλάγματα με τα οποία προσέγγισε κάποιους συνεργαζόμενους, είναι φανερό ότι η διεύρυνση αυτή δεν έπεισε (και δεν πείθει) ένα ευρύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Επίσης ο έντονος εναγκαλισμός του με τον λαϊκισμό και τον ακραίο πολιτικό λόγο τον κρατά μακριά από την παράδοση της Ανανεωτικής Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας.
Αντιστοίχως, όπως και με τους «δανεικούς» ψηφοφόρους της ΝΔ, έτσι και τον ΣΥΡΙΖΑ τον ψήφισαν στην κάλπη των Εθνικών εκλογών και μετά την ευρεία ήττα του στις Ευρωεκλογές και στις Αυτοδιοικητικές εκλογές, πολίτες που δεν εκφράζονται από αυτόν αλλά που θέλησαν να αποτρέψουν μια σαρωτικού χαρακτήρα νίκη της ΝΔ. Στους ψηφοφόρους αυτούς μέτρησε επίσης η στάση της ΝΔ σε σχέση με το Μακεδονικό και όσα εθνικιστικά χαρακτηριστικά παρουσίασε το προηγούμενο διάστημα.
Το ΚΙΝΑΛ, ενώ ξεκίνησε με πολλές φιλοδοξίες πριν από 3 χρόνια, βρίσκεται σε διαδικασία πλήρους εσωστρέφειας, ουσιαστικά δεν μπορεί να ξεπεράσει τον στενό χώρο επιρροής του και δεν μπορεί να πείσει ούτε καν αν θα διατηρήσει αυτή την επιρροή στο μέλλον. Η αντιπολιτευτική του τακτική παρουσιάζει παρόμοια απλουστευτικά χαρακτηριστικά με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ και αδυνατεί να δώσει κάποια ελπίδα για το μέλλον. Επίσης και το ΚΙΝΑΛ έχει επιλεγεί από ψηφοφόρους στις εκλογές ως αρνητική ψήφος απέναντι στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, και επομένως και εδώ υπήρξαν ψηφοφόροι που δεν θεωρούν τον εαυτό τους σταθερό υποστηρικτή του.
Αν αυτές οι εκτιμήσεις είναι ακριβείς, σοβαρό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έφτασε στις κάλπες με τις προτεραιότητές του, ψήφισε με τη σκέψη «τι πρέπει να αποφύγει», αλλά δεν θεωρεί ότι εκφράζεται πολιτικά από τα κόμματα που επέλεξε. Βιώνει έτσι την πολιτική του αμηχανία.
Εκτιμώ ότι εξακολουθεί να υπάρχει η ανάγκη για κάτι διαφορετικό στο πολιτικό σκηνικό, που θα έχει την ωριμότητα να επικροτήσει τα θετικά της κυβέρνησης και να διαφοροποιηθεί τεκμηριωμένα στα αρνητικά, που θα μπορεί να δώσει προοπτική σε αυτούς που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, που θα ξεπεράσει τα διχαστικά διλήμματα, τον ακραίο λόγο και την πολιτική του «εμείς ή αυτοί», τους διαχωρισμούς σε προδότες και πατριώτες ή σε ηθικούς και ανήθικους.
Η αναζωογόνηση των αρχών και των αξιών της σύγχρονης Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας υπό τις νέες συνθήκες, ευρωπαϊκές και διεθνείς, αποτελεί ιστορική ανάγκη, για την χώρα μας, αλλά και για τον Ευρωπαϊκό χώρο. Αυτή η αναζωογόνηση θα πρέπει να βρει μορφή μέσα από ένα νέο πολιτικό ρεύμα με αρχές και αξίες, καθώς οι υπάρχουσες δυνάμεις αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε αυτό τον ρόλο. Η δυνατότητα συγκρότησης πολιτικού ρεύματος με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά είναι ένα ερωτηματικό, αλλά η αναγκαιότητα του δεδομένη. Το γεγονός ότι, μόνο δύο μήνες μετά τις εκλογές, φαίνονται σημάδια της έλλειψης αυτών των χαρακτηριστικών στην πολιτική ζωή, υποχρεώνει όσους πιστεύουμε στην αναζωογόνηση αυτών των αρχών να ξαναπροσπαθήσουμε όλοι μαζί να διαμορφώσουμε στην πολιτική ζωή του τόπου, τον χώρο που θα εκφράσει τους ανέστιους, πολιτικά πολίτες της σύγχρονης αριστερής και κεντροοαριστερής σκέψης και πρακτικής.