Επειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις επτά μηνών με την τρόικα, ένα μεγάλο στοίχημα για τη χώρα, τον πρωθυπουργό, την κυβέρνηση και εμένα προσωπικά, κερδήθηκε. Πριν από λίγες μέρες, το Eurogroup, έδωσε εδώ στην Αθήνα το πράσινο φως για την έναρξη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, για την εκταμίευση της δόσης του Μαΐου. Για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, ακούγονται και γράφονται τόσο θετικές διαπιστώσεις για την προσπάθεια του ελληνικού λαού και της ελληνικής κυβέρνησης για την ανόρθωση της οικονομίας.
Η Ελλάδα εφαρμόζει ένα από τα πιο δύσκολα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής της σύγχρονης ιστορίας. Εχει ήδη διανύσει πολύ δρόμο. Η κρίση ήταν το αποτέλεσμα των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων στις τρέχουσες συναλλαγές που είχαν συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, καθώς και χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων. Μετά από τέσσερα χρόνια δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η ελληνική οικονομία έχει αρχίσει να δείχνει τα πρώτα ενθαρρυντικά σημάδια ισορροπίας και ανάκαμψης.
Η μέχρι τώρα προσαρμογή των δύο αυτών ελλειμμάτων είναι πρωτοφανής στη σύγχρονη οικονομική ιστορία. Μέχρι το τέλος του 2013 το πρωτογενές έλλειμμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, όχι μόνο είχαν εξαλειφθεί, αλλά μετατράπηκαν σε πλεονάσματα. Πάνω από το 85% της βελτίωσης που απαιτείται στο πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, ώστε να μειωθεί το χρέος σε βιώσιμα επίπεδα μέχρι το 2020, έχει ήδη επιτευχθεί. Από το 2009 έως σήμερα το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης αλλά και το πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώθηκαν περισσότερο από 10 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το 2013 υπήρξε πρωτογενές πλεόνασμα που εκτιμάται ότι υπερέβη κατά πολύ τον αρχικό μηδενικό στόχο. Επιπλέον, εκτιμάται ότι, από το 2009 μέχρι το 2013, το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές ισοζύγιο της Ελλάδας έχει βελτιωθεί περισσότερο από 15 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Σχετικά με τις εξωτερικές ανισορροπίες, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας που η Ελλάδα υπέστη κατά την προηγούμενη δεκαετία έχει πλήρως αντιστραφεί. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου συρρικνώθηκε κατά την περίοδο 2008-2013 κατά περισσότερο από 15 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το 2013 καταγράφηκε πλεόνασμα στις τρέχουσες συναλλαγές για πρώτη φορά ύστερα από πολλές δεκαετίες.
Θετικές είναι και οι ενδείξεις στα μακροοικονομικά μεγέθη. Η ύφεση το 2013 ήταν για πρώτη φορά μικρότερη από ό,τι είχε προβλεφθεί, ενώ το 2014 η Ελλάδα αναμένεται να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης έπειτα από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης. Επίσης, θετικά είναι τα νέα και για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και για την ανταγωνιστικότητα από την πλευρά των τιμών. Το 2013 η Ελλάδα είχε το χαμηλότερο ποσοστό πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, ύστερα από μακρά περίοδο υψηλότερων ποσοστών σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης. Ο ρυθμός μεταβολής των τιμών καταναλωτή είναι αρνητικός από τον Μάρτιο του περασμένου έτους, για πρώτη φορά από το 1968.
Η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποκαθίσταται. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων πέντε ετών. Η διαφορά απόδοσης των 10ετών ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών έχει πέσει κάτω από 450 μονάδες βάσης , όταν κατά την κορύφωση της κρίσης είχε ξεπεράσει τις 3.000 μονάδες βάσης. Η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας αποτυπώνεται περαιτέρω σε αρκετούς βραχυπρόθεσμους δείκτες. Σημαντική εξέλιξη για την εμπιστοσύνη είναι πως δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας έχουν ήδη αντλήσει νέα κεφάλαια περίπου 3 δισ. ευρώ.
Κατά τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, με σημαντικότερες αυτές στην αγορά εργασίας, στο ασφαλιστικό, το σύστημα υγείας και στη φορολογική διοίκηση. Είναι χαρακτηριστικό, πως τα τελευταία χρόνια ο ΟΟΣΑ κατατάσσει σταθερά την Ελλάδα ως τη χώρα με τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στην υιοθέτηση των προτάσεών του για πολιτικές που ευνοούν την ανάπτυξη.
Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει εξαιρετικά υψηλό κοινωνικοοικονομικό κόστος. Από το 2009 έως σήμερα, το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου 25%. Μια τέτοια μείωση δεν έχει ποτέ βιώσει ανεπτυγμένη χώρα, με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Υφεσης. Η ανεργία παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα για τους νέους, αν και δείχνει σημάδια σταθεροποίησης. Επιπλέον, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει συρρικνωθεί κατά ένα τρίτο, ενώ το 35% του ελληνικού πληθυσμού είναι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Η παραπάνω επισκόπηση γεννά κάποια ερωτήματα. Ηταν αναπόφευκτο αυτό το κοινωνικοοικονομικό κόστος; Γιατί παρά τη σημαντική βελτίωση στο μοναδιαίο κόστος εργασίας η ανεργία παραμένει υψηλή και οι τιμές δεν έχουν υποχωρήσει ικανοποιητικά; Η θεωρία αλλά και η εμπειρία δείχνουν πως μια κρίση φέρνει μεγαλύτερης διάρκειας αρνητικές επιπτώσεις όταν η οικονομία χαρακτηρίζεται από δυσκαμψίες. Για παράδειγμα, όταν η αγορά εργασίας είναι αυστηρά ρυθμιζόμενη, η ανεργία μπορεί μεν να μην αυξάνεται με ταχύτητα αλλά εξίσου αργή είναι και η αντιστροφή της. Οταν οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών χαρακτηρίζονται από μειωμένο ανταγωνισμό, οι τιμές δεν μειώνονται ακόμα και αν το κόστος εργασίας έχει μειωθεί. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη υιοθετηθεί στην αγορά εργασίας θα διευκολύνουν τη γρηγορότερη μείωση της ανεργίας τώρα που η ελληνική οικονομία μπαίνει σε πορεία ανάκαμψης. Με τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών που υιοθετήσαμε με τη ψήφιση του πολυνομοσχεδίου πριν από λίγες ημέρες αναμένουμε μείωση των σχετικών τιμών, αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης. Δηλαδή σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστικό πως οικονομικοί αναλυτές υπολογίζουν πως τέτοιες παρεμβάσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων κατά 17% και του ΑΕΠ κατά 3% σε πέντε χρόνια.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε διαδικασία δημιουργίας νέου προτύπου ανάπτυξης με στόχο να γίνει εξωστρεφής και φιλική για τις επιχειρήσεις. Ενα τέτοιο πρότυπο θα αξιοποιήσει πλήρως τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας δηλ. τη γεωγραφία και το κλίμα, τον πολιτισμό, τους φυσικούς πόρους, αλλά πάνω από όλα το εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Τώρα που η Ελλάδα βάζει τα δημοσιονομικά της σε τάξη, πρέπει να φροντίσει και για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς της και σε όρους τιμών. Και αυτό προφανώς δεν σημαίνει χαμηλούς μισθούς αλλά αύξηση της παραγωγικότητας.
Από την πλευρά της προσφοράς, το νέο πρότυπο αναμένεται να επικεντρωθεί σε εξωστρεφείς τομείς και δραστηριότητες, όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, τα τρόφιμα και η γεωργία, οι υδατοκαλλιέργειες, η τεχνολογία των πληροφοριών, των τηλεπικοινωνιών, η ανάπτυξη ακινήτων και οι μεταφορές. Από την πλευρά της ζήτησης αναμένεται μερική μετατόπιση από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση στις επενδύσεις και τις καθαρές εξαγωγές.
Η οικονομική πολιτική, παρά τις πρόσφατες επιτυχίες, πρέπει να παραμείνει αφοσιωμένη στην ανάπτυξη του νέου εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου, στη δημοσιονομική πειθαρχία, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος και την κοινωνική πολιτική, με έμφαση σε όσους έχουν πραγματική ανάγκη. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η πολιτική σταθερότητα. Οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις του τόπου είμαι βέβαιος ότι θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων για μια ακόμη φορά.