Σε πρόσφατη έκθεση, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, γνωστός καθηγητής της Οικονομίας, Ολ. Μπλανσάρ, παραδέχεται ότι οι περικοπές των δημοσίων δαπανών σε χώρες αναπτυγμένες οδηγούν σε πολύ μεγαλύτερη ύφεση από την αναμενόμενη (προφανώς σε σχέση με χώρες του Τρίτου Κόσμου), παίρνοντας ως παράδειγμα την Ελλάδα.
Η σημερινή ομολογία δεν μπορεί όμως να «αποζημιώσει» την οικονομική και κοινωνική καταστροφή που προκλήθηκε στη χώρα μας από τις λανθασμένες εκτιμήσεις ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής θα ήταν 1,5, ενώ στην πραγματικότητα είναι 1,7 – 1,8, δηλαδή ότι η περικοπή δημοσίων δαπανών προκαλεί μεγαλύτερη ύφεση από την αναμενόμενη.
Και όμως, δεν χρειαζόταν να εφαρμοσθούν περίτεχνα «μοντέλα» για να αντιληφθεί ένας οικονομολόγος που ζει στην Ελλάδα ότι θα συνέβαινε ακριβώς αυτό που τελικά συνέβη έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής. Το μέγεθος της ύφεσης πλησιάζει σωρευτικά το 25% του ΑΕΠ τα χρόνια αυτά και οδηγεί στα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία (αύξηση της φτώχειας και εκτίναξη της ανεργίας στο 26% του εργατικού δυναμικού). Ηδη πριν από περίπου δύο χρόνια, στις 29/5/2011, γράφαμε στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ε.Ε. δεν έλαβαν υπόψη την ελληνική πραγματικότητα και εφάρμοσαν τη «γενική συνταγή» των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες, με αποτέλεσμα την αυξημένη ύφεση.1
Επιπλέον, το ζήτημα είναι ότι η ύφεση επιτείνει παραοικονομική δραστηριότητα, καθώς οδηγεί όλο και περισσότερους μισθωτούς και συνταξιούχους να αποκρύπτουν όσο μπορούν τις ολοένα και λιγότερες αγορές τους για να αποφύγουν την αυξανόμενη έμμεση φορολογία και έτσι να μη μειωθούν τα ήδη περιορισμένα από τις περικοπές μισθών και συντάξεων εισοδήματά τους. Ταυτόχρονα, οι επιχειρηματίες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες έμποροι, αγρότες κ.λπ., που αποτελούν πάνω από το 40% των εργαζομένων στη χώρα μας, αποκρύπτουν επιμελώς για τον ίδιο λόγο τα, λόγω της χαμηλής ζήτησης, μειωμένα έσοδά τους.
Ακόμη, η μαύρη εργασία έχει φθάσει στο 30% και στερεί από εισφορές το ασφαλιστικό σύστημα, διευρύνοντας τα ελλείμματα των Ταμείων. Ολα αυτά αυξάνουν την παραοικονομία η οποία πρόσφατα εκτιμήθηκε για την Ελλάδα σε 50 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αμεσα συνδεδεμένη με την παραοικονομία είναι η φοροδιαφυγή, η οποία περιορίζει τα, ήδη μειούμενα λόγω της συρρίκνωσης της οικονομίας, δημόσια έσοδα και εντείνει το αίσθημα της αδικίας όσων δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα, δηλαδή των μισθωτών και συνταξιούχων, έναντι των άλλων, μάλλον πλουσιότερων, εργαζομένων.
Οι προσπάθειες σταθεροποίησης της πτωτικής πορείας και στη συνέχεια ανάκαμψης του ΑΕΠ της χώρας μας υπονομεύονται και πάλι από τις επιβαλλόμενες από τους εταίρους και δανειστές μας νέες περικοπές δημόσιων δαπανών για μισθούς και συντάξεις και από τη συνεχή αύξηση της φορολογίας, την οποία υφίστανται και πάλι όσοι δεν μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα, δηλαδή οι μισθωτοί και συνταξιούχοι δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Για να «σπάσει» ο φαύλος κύκλος της καταστροφικής τριάδας, ύφεση – παραοικονομία – φοροδιαφυγή, και να επιτύχουν οι προσπάθειες της κυβέρνησης, πρώτα από όλα είναι ανάγκη να φορολογηθούν και τα άλλα κοινωνικά στρώματα. Ταυτόχρονα απαιτούνται: α) μια γενναία περικοπή του δημόσιου χρέους προκειμένου να περιορισθούν οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας και να χαλαρώσει η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, β) μια μεγάλη «ένεση» ρευστότητας για να ανακοπεί η πτωτική πορεία του ΑΕΠ και γ) άμεσες επενδύσεις για να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή και οι εξαγωγές. Το ζήτημα είναι πώς και πότε θα γίνουν όλα αυτά.
1. Ν. Μαραβέγιας, «Εκατό Κομμάτια της Κρίσης», Εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 2012, σ.140.