Ήταν Μάιος αλλά στην Αθήνα έβρεχε, από εκείνες τις ανοιξιάτικες μπόρες. Τόσο το καλλίτερο. Έτσι μπορούσε χωρίς παρεξήγηση να φορέσει το αδιάβροχό του και καπέλο, με τα μεγάλα μαύρα γυαλιά να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του. Το γένι το ‘χε ξυρίσει.
Έριξε δύο κλεφτές ματιές δεξιά-αριστερά και μπήκε με το κλειδί που του ‘χαν δώσει. Ανέβηκε στον τρίτο όροφο με τα πόδια και κτύπησε -τρεις φορές, παύση, και μετά δύο φορές- για να του ανοίξουν. Το σύνθημα το ‘χε συμφωνήσει την προηγούμενη φορά έτσι για να του θυμίζει φουλ του άσσου.
Οι υπόλοιποι ήταν όλοι εκεί, γύρω από το τραπέζι, με τα παντζούρια κλειστά. Τους χαιρέτισε όλους εγκάρδια και πριν κάτσει πήγε στο ψυγείο να βγάλει το κινητό του με τον πακιστάνικο αριθμό.
Το θέμα της κεντρικής τράπεζας το ‘χαν επεξεργαστεί την προηγούμενη φορά. Μάλλον θα το πασάρανε στον Παναγιώτη για υλοποίηση. Για τα νέα χαρτονομίσματα περίμεναν την προσφορά από χαρτοβιομηχανία της νότιας Ρωσίας, σε λίγες μέρες ελπίζανε να την έχουν. Ο Νίκ τους είχε διαβεβαιώσει και για την ετοιμότητα επίλεκτων μονάδων των δυνάμεων ασφαλείας.
Αυτό που τους απασχολούσε ήταν το θέμα του στρατού. Θα αρκούσαν πεζοπόρα τμήματα ή μήπως θα χρειαζόντουσαν και μηχανοκίνητα; Σκέφτηκε να πάρει τηλέφωνο τον Καρβάλιο που ‘χε ακούσει ότι είχε εμπειρία αλλά κρατήθηκε. Πρώτα απ’ όλα δεν ήξερε αν ζούσε και δεν ήθελε να τον γκουγκλάρει με το παγωμένο smarphone του. Και μετά, αν τους απεκάλυπτε; Άλλο Σαλαζάρ και άλλο Μέρκελ. Γιατί βέβαια αυτό που ετοίμαζαν ήταν ένα επαναστατικό πραξικόπημα ενάντια στην Μέρκελ κυρίως και δευτερευόντως ενάντια αυτόν σ’ αυτόν τον νερόβραστο, γκομενιάρη (άλλη τσαντίλα και αυτή) ψευδοσοσιαλιστή, τον Ολαντρέου.
Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Εικόνες από διηγήσεις, κάτι παλιά επίκαιρα του ‘ρθαν στο μυαλό. Ο Φιντέλ καβάλα σε τζίπ να μπαίνει στην Αβάνα. Ο Ορτέγκα να αναγκάζει τον Σομόζα σε φυγή. Είδε τον εαυτό του, όρθιο μέσα σ’ ένα ΡΕΟ του στρατού να ανεμίζει την κόκκινη σημαία -αυτή που ‘χε φέρει κρυμμένη στις βαλίτσες του, δήθεν για να τυλίξει ένα μπουκάλι bourbon.
Βιβλία και βλακείες σκέφτηκε. Αυτή η καταπίεση της “Κοινωνίας της Αφθονίας”, μια ζωή τώρα, θα ‘παιρνε τέλος, θα την έσκιζε μαζί με τα μνημόνια. Θα το ζούσε και θα το ‘γραφε, να τον δουν και τα παιδιά του με άλλο μάτι.
Τελικά δεν του βγήκε στη ζωή. Αλλά τουλάχιστον το ‘γραψε. Να βγει και κανένα φράγκο.