O αέρας τον χειμώνα του 1898 στην Αθήνα είναι βαρύς. Την οδό Σταδίου ανεβαίνει ένας φραγκοντυμένος λόγιος άνδρας κρατώντας σφιχτά έναν χαρτοφύλακα. Λίγο πιο πέρα, στη Βουλή, τον περιμένουν τα υπόλοιπα στελέχη της κυβέρνησης Ζαΐμη. Για τον λαό, ακόμη και για τους αστούς, ο Στέφανος Στρέιτ είναι ο αινιγματικός υπουργός Οικονομικών με το παράξενο επίθετο. Οι πολιτικοί της εποχής, όμως, βλέπουν έναν τεχνοκράτη ειδικού σκοπού, στου οποίου τον χαρτοφύλακα κρύβεται αυτό που οι ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν να φέρουν εις πέρας επί έξι χρόνια: μία συμφωνία με τους δανειστές και ένας εφαρμοστικός νόμος. Μία συμφωνία η οποία κουβαλάει την υπόσχεση για ένα δάνειο, σκοπός του οποίου είναι η αναχρηματοδότηση του κρατικού χρέους και του ελλείμματος της κυβέρνησης. Προϋπόθεση, ωστόσο, αποτελεί η επιβολή ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και η καθιέρωση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Αν και μόλις 70 ετών, το νεόκοπο ελληνικό κράτος υπογράφει ένα ακόμη μνημόνιο με το οποίο παραδίδει μέρος της εθνικής του κυριαρχίας. Το έθνος συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για να ξεπεράσει και αυτή την κρίση. Πηγή της δύναμης των πολιτών αποτελεί η πίστη ότι οι κόποι τους δεν θα πάνε χαμένοι και ότι τα ίδια λάθη δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον.
Το 1879 το ελληνικό κράτος είχε μόλις καταφέρει να ξεπληρώσει μεγάλο μέρος των δανείων του από την εποχή της ανεξαρτησίας και ετοιμαζόταν να μπει σε μια νέα εποχή ανάπτυξης υπό την ηγεσία του δυναμικού Τρικούπη. Μια σειρά άστοχων κινήσεων και διεθνών συγκυριών, ωστόσο, οδήγησαν στη χρεοκοπία της κυβέρνησης το 1893. Ο Τρικούπης σύναψε μια σειρά δανείων με τράπεζες όπως η Banque Franco-Egyptienne από τη Γαλλία, η Antony Gibbs and Sons από την Αγγλία, η Bleichroeder από το Βερολίνο και η Τράπεζα της Κωνσταντινούπολης με σκοπό να χρηματοδοτήσει μια σειρά φιλόδοξων προγραμμάτων. Το μεγάλο όραμα της εποχής ήταν φυσικά η «Mεγάλη Iδέα», δηλαδή η απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών και η ενσωμάτωσή τους στην πατρίδα. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας προς την επίτευξη του σκοπού αυτού επιβαρύνει σημαντικά τον προϋπολογισμό. Ο Τρικούπης διαβλέπει τις επερχόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις και διαπιστώνει την ανάγκη δημιουργίας μιας αναπτυγμένης οικονομίας. Οι ισχνές δυνατότητες του ελληνικού κράτους, ωστόσο, δεν επέτρεπαν την άνθηση οιασδήποτε στιβαρής παραγωγής. Για να αντιμετωπίσει τον πρωτογονισμό της ελληνικής υποδομής η κυβέρνηση επιδόθηκε σε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα κατασκευής οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, λιμανιών, καθώς και της διώρυγας της Κορίνθου.
Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, δεν κατάφερε να διαφύγει από τη χρόνια κατάρα της κακοδιαχείρισης και των ιλαροτραγικών σχεδιασμών. Στην ήδη επιβαρυμένη κατάσταση έρχεται να προστεθεί και η ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896. Όπως και την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Ελλάδα δαπανά χωρίς να γνωρίζει το πώς θα ξεπληρώσει. Η κυβέρνηση Τρικούπη, μέσω ενός νόμου ο οποίος μειώνει τις δόσεις του χρέους κατά 40%, οδηγείται νομοτελειακά στη χρεοκοπία επισείοντας το μένος των αγορών, αφού κανείς δεν επιθυμεί πλέον να αναχρηματοδοτήσει το «μη βιώσιμο» ελληνικό χρέος.
Πέρα από τις ενδογενείς αιτίες, όμως, υπήρξε και μια σειρά διεθνών εξελίξεων οι οποίες είχαν αρνητική επίδραση στο ελληνικό ζήτημα. Το 1893 η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε μεγάλη ύφεση, η οποία οδήγησε πολλούς επενδυτές εκείνης της εποχής να δανείσουν την ελληνική κυβέρνηση, καθότι οι αποδόσεις που λάμβαναν ήταν πολύ ανώτερες από τις αντίστοιχες στη Δύση. Σε κάποιο σημείο η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ υπολογίζεται ότι είχε φτάσει στο 200%, περίπου δηλαδή όσο και σήμερα. Παράλληλα, η δυσχερής οικονομική κατάσταση έκανε πολλές κυβερνήσεις να καταφύγουν στον προστατευτισμό, επιβάλλοντας δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα. Η ελληνική εξαγωγή σταφίδας επλήγη ιδιαίτερα από το μέτρο αυτό, στερώντας από τη χώρα μια πολύτιμη πηγή εσόδων. Ο κόσμος την εποχή εκείνη έζησε και μια στιγμή Lehman σε ένα γεγονός που έμεινε γνωστό ως ο «Πανικός του 1893». Πολλές τράπεζες οι οποίες είχαν επενδύσει σε ομόλογα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επέκταση του αμερικανικού σιδηροδρόμου, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, καθότι οι κατασκευάστριες εταιρείες χρεοκόπησαν εξαιτίας κακού οικονομικού προγραμματισμού. Αυτό οδήγησε σε μια μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία συντάραξε την εμπιστοσύνη και την ανοχή των επενδυτών σε πιο ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις, όπως το ελληνικό χρέος.
Οι δανειστές στέλνουν στην Ελλάδα μια επιτροπή για να διαπραγματευτεί τη διαχείριση του χρέους, η οποία θα μετεξελιχθεί στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, όπως έμεινε γνωστός. Ο ΔΟΕ θα προτείνει βάναυσα μέτρα λιτότητας με αντάλλαγμα διάφορες μορφές βοήθειας στην κατεύθυνση της βελτίωσης των οικονομικών του κράτους. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όπως και στα μνημόνια του σήμερα, οι δανειστές δεν είχαν πάντοτε αγαστή συνεργασία. Οι εκπρόσωποι της Γαλλίας, για παράδειγμα, τάσσονταν υπέρ μιας επίσημης χρεοκοπίας, ενώ οι Άγγλοι επιθυμούσαν αναχρηματοδότηση και επιβολή εποπτείας.
Από το 1893 έως το 1896 τα μέτρα που εφαρμόζει η κυβέρνηση βελτιώνουν κάπως τα οικονομικά, προκαλώντας, ωστόσο, παλλαϊκή οργή. Το έδαφος ήταν πρόσφορο για την ανάπτυξη λαϊκιστικής ρητορείας, την οποία εκμεταλλεύτηκε η κυβέρνηση Δηλιγιάννη για να εξάψει το εθνικιστικό αίσθημα των πολιτών. Εάν η χώρα είχε επιτύχει μια οριστική συμφωνία με τους δανειστές συνεχίζοντας τη δημοσιονομική προσαρμογή, θα είχε σαφώς εξέλθει της κρίσης πολύ ταχύτερα. Η βολονταριστική διάθεση των διοικούντων, ωστόσο, οδήγησε σε συνεχείς καθυστερήσεις και παρατάσεις τη διαπραγμάτευση και κατέληξε σε έναν καταστροφικό πόλεμο με την Τουρκία. Ο Δηλιγιάννης επέλεξε την πλέον ακατάλληλη στιγμή για να φέρει τη χώρα σε ένοπλη σύγκρουση με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα, εμφορούμενος από έναν αψυχολόγητο παλικαρισμό. Η ελληνική ήττα αύξησε ακόμη περισσότερο το κόστος του χρέους, αφού σε αυτό ήρθαν να προστεθούν και οι πολεμικές επανορθώσεις προς τους Οθωμανούς. Η κυβέρνηση Ζαΐμη, πέρα από τον έλεγχο της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, αναγκάστηκε να εκχωρήσει σε ένα «υπερταμείο» τα έσοδα από διάφορα κρατικά μονοπώλια και από το λιμάνι του Πειραιά.
Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα ενέχουν τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης. Η επισκόπηση του ιστορικού αυτού γεγονότος, ωστόσο, προσφέρεται για την εξαγωγή μιας σειράς συμπερασμάτων. Πρώτον, το ελληνικό κράτος βρίσκεται σε μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση χρεοκοπίας ή ανάκαμψης. Η σημερινή κατάσταση της οικονομίας είναι δηλαδή ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Δεύτερον, η οικονομική εποπτεία παραμένει πολλά χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Ο ΔΟΕ, για παράδειγμα, καταργήθηκε επισήμως το 1978! Τρίτον, όσο μια χώρα επιδιώκει να είναι κομμάτι της παγκόσμιας οικονομίας, οι αγορές θα προσπαθούν να νέμονται την τοπική οικονομία με σκοπό το κέρδος. Και φυσικά ένα μικρό έθνος, όπως η Ελλάδα, θα επηρεάζεται πάντοτε σημαντικά από τις διεθνείς εξελίξεις. Τέταρτον, οι Έλληνες έχουν τη μαζοχιστική ενόρμηση να παραδίδουν τη χώρα σε μικρονοϊκούς άρχοντες στις πιο κρίσιμες στιγμές και να επιλέγουν τα ενδεδειγμένα πρόσωπα όταν πλέον είναι πολύ αργά. Τελευταίο συμπέρασμα και κραυγή αγωνίας αποτελεί η διαχρονική έλλειψη αυτοπεποίθησης, η οποία οδηγεί το έθνος στην εξάρτηση από ξένες επιρροές ανεξαρτήτως πολιτικής πυξίδας. Απομένει να δούμε ποια θα είναι η κρίση αυτή η οποία θα αλλάξει τον ρου της ελληνικής Ιστορίας.