Συχνά ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να δικαιολογήσουν την κωλοτούμπα μετά το δημοψήφισμα του 2015, παραφράζουν τη φράση του Λένιν («ένα βήμα μπρος, δύο πίσω») λέγοντας ότι: «Κάναμε ένα βήμα πίσω, για να κάνουμε αργότερα δύο βήματα εμπρός». Κάπως έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η μεγάλη εικόνα της χώρας από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη διαφαινόμενη ήττα του στις εθνικές εκλογές. Η Ελλάδα και οι Έλληνες έκαναν ένα βήμα πίσω με την επιλογή τους να δοκιμάσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση του τόπου και πλέον δείχνουν έτοιμοι να κάνουν δύο βήματα μπροστά. Πολλοί διαπιστώνουν ότι η κοινωνία πλέον είναι πολύ πιο ώριμη, συνειδητοποιημένη και αποφασισμένη σχετικά με την πορεία του τόπου από εδώ και πέρα, έστω κι αν χρειάστηκε η εμπειρία-πείραμα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Όπως και να έχει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ήταν το πρώτο μισό βήμα εμπρός μετά από το μεγάλο βήμα προς τα πίσω της επιλογής ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε τη στάση του απέναντι στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, δηλαδή στη μεσαία τάξη. Η δήλωση του Υπ. Οικονομικών, Ε. Τσακαλώτου, ότι η υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης είναι συνειδητή ταξική επιλογή αποτελεί μια στιγμή ειλικρίνειας, η οποία φανερώνει μία από τις ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ. Ως κυβέρνηση, μη έχοντας την τεχνογνωσία και την ιδεολογική βάση για να φέρει ανάπτυξη ώστε να δημιουργήσει πλούτο και να αυξήσει την πίτα, έγινε εμμονικά επιθετική απέναντι στη μεσαία τάξη. Η επιλογή αυτή μαρτυρά και τις μαρξιστικές καταβολές του ίδιου του Υπ. Οικονομικών όσο και πολλών υψηλόβαθμων στελεχών της κυβέρνησης. Αν ακόμα συνυπολογίσουμε το χαρακτηρισμό όσων διαφώνησαν δημοκρατικά με τη συμφωνία των Πρεσπών ως «γραφικών» και «ακροδεξιών»», έχουμε μια πλήρη εικόνα. Συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκε ως κυβέρνηση τη μεσαία τάξη σαν μικροαστούς οι οποίοι δεν πολεμούν το σύστημα που αναπαράγει φτώχεια αλλά προσπαθούν μέσω αυτού να ανέλθουν. Αυτή ήταν η αντίληψη του κομμουνιστογενούς ΣΥΡΙΖΑ του 3%, αυτή εφάρμοσε και ως κυβέρνηση. Αντιθέτως, η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Δε λαΐκισε απλώς για να προσεγγίσει τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, αλλά αγκάλιασε και ανέδειξε όλες τις συντεχνίες και τα αιτήματά τους. Τότε, ήταν ο μέγας υπερασπιστής των μεσαίων και αδιαφορούσε για το γεγονός ότι η πολιτική που εφαρμόζονταν ήταν η καλύτερη, ειδικά για τους ασθενέστερους. Το αντιλήφθηκε κατά την «περήφανη» 17ωρη διαπραγμάτευση, αλλά η ανάδειξη του συντεχνιακού κράτους είχε ήδη αφήσει πληγές στην κοινωνία.
Ένας ακόμα λόγος της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η κούραση της κοινωνίας. Αυτή τη φορά όχι μόνο με την έννοια της οικονομικής επιβάρυνσης αλλά της ψυχικής. Μέσα στα χρόνια της κρίσης, μοιραία, επικράτησε η ρήση του Καρλ Σμιτ ότι: «Κυρίαρχος είναι αυτός που επικαλείται την έκτακτη κατάσταση». Πολλές φορές, αυτή η κατάσταση ήταν όντως έκτακτη και προϋπήρχε πριν την επίκλησή της, όπως το 2012 λόγω κινδύνου εξόδου από το ευρώ και το 2015 λόγω ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ εργαζόταν ως αντιπολίτευση προκειμένου να διαμορφωθεί η έκτακτη κατάσταση που τον βόλευε, δηλαδή ο κοινωνικός πόλεμος και η ανθρωπιστική κρίση. Κατάφερε να πείσει για αυτά το 2015. Η έκτακτη κατάσταση που επικαλέστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα και προεκλογικά, ήταν η άνοδος της επάρατου δεξιάς, των ολιγαρχών, του παλαιού πολιτικού συστήματος, του νέο-φιλελευθερισμού. Αποδείχτηκε όμως ότι η κοινωνία έχει κουραστεί πλέον από τη συνεχή επίκληση του έκτακτου, ειδικά όταν αυτό είναι οφθαλμοφανώς πλαστό και δημαγωγικό. Αυτό, όμως, δε συνεπάγεται ότι η επόμενη μέρα μετά τις εκλογές -κι αν υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης- θα είναι μια κατάσταση κανονικότητας. Μπορεί η έκτακτη κατάσταση σήμερα να μην είναι άμεσα ζωτικής σημασίας για τη χώρα, όπως το 2012, όμως είναι εξίσου επικίνδυνη για το μέλλον καθώς εξελίσσεται υποδόρια. Κι αυτό είναι ύπουλο διότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι δυναμικοί και ενεργοί πολίτες να μείνουν ανενεργοί.
Ποια είναι όμως η σημερινή έκτακτη κατάσταση; Είναι η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να επανα-ανακαλύψει τον εαυτό της σε έναν κόσμο που αλλάζει και να πηδήξει έστω την ύστατη στιγμή στο πρώτο βαγόνι των σύγχρονων δυτικών κρατών. Για να γίνει αυτό, πρώτα από όλα η χώρα πρέπει να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και διεθνώς. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι επιτέλους να κάνει τις μεταρρυθμίσεις που δεν τις απαιτεί το μνημόνιο και πλέον είναι αίτημα της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Μεταρρυθμίσεις στους τομείς της ανάπτυξης και των επενδύσεων, στο δημόσιο και στην παιδεία. Ωστόσο, αυτές είναι κινήσεις οι οποίες δεν θα προχωρήσουν χωρίς πολιτικό κόστος και παρόλο που -φαινομενικά τουλάχιστον- η κοινωνία είναι πιο ώριμη, χρειάζεται ένα κρίσιμο ρεύμα το οποίο θα βάλει πλάτη δημόσια σε αυτά την κρίσιμη στιγμή. Ίσως η πρώτη και η πιο εμβληματική από τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις είναι αυτή στην παιδεία και στο παράπλευρο αλλά φλέγον ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου. Σε αυτή την περίπτωση, σίγουρα, από τη μία πλευρά θα υπάρξουν έντονες και μακροχρόνιες αντιδράσεις απέναντι στη μεταρρύθμιση. Από την άλλη, σαφώς θα υπάρχουν πανεπιστημιακοί που θα δώσουν τη μάχη, εκφράζοντας τη σιωπηλή πλειοψηφία, αυτό όμως δεν αρκεί.
Η νέα γενιά έχει χρέος να βγει μπροστά και γίνει η πρωτοπορία στις μάχες που πρέπει να δοθούν. Διότι, αν δε δοθούν και δεν κερδηθούν τώρα, δε θα αλλάξουν τα κακώς κείμενα ποτέ. Κι αυτό θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις σε αυτή τη γενιά, γιατί σε αυτό περιβάλλον θα κληθεί να ζήσει. Εδώ, λοιπόν, έγκειται η έκτακτη κατάσταση η οποία αφορά κυρίως τους νέους. Είναι αναγκαίο, συνεπώς, να διαμορφωθεί την επόμενη μέρα των εκλογών, ένα ρεύμα πολιτών στο οποίο θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο οι νέοι της Ελλάδας και του εξωτερικού, το οποίο θα αποτελέσει την πρωτοπορία μιας κοινωνίας που απαιτεί μετά το πίσω βήμα, να κάνει βήματα μπροστά.