Θα μας λείψει. Θα λείψει απ’ την παρέα του ‘’Βοξ ‘’των Εξαρχείων, όσων μετά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες βρισκόμασταν και σχολιάζαμε: για τη ζωή στην Ελλάδα, για τη φύση της κρίσης, για την πορεία της Ευρώπης, για τις αδυναμίες μας.
Θα μας λείψει. Θα λείψει τα βράδια απ’ την ευρύχωρη και φιλόξενη «μπουάτ» στο λόφο. Παρέες παλιές από τη φυλακή, από τις οργανώσεις, από τις Βρυξέλλες, από τους χώρους δουλειάς. Κι είχε δουλέψει στην Τράπεζα της Ελλάδας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ΕΛΙΑΜΕΠ, σε γραφεία επιτρόπων, σε γραφεία πρωθυπουργών…
Θα μας λείψει. Θα λείψει το πιάνο, το πάθος για τον Μάνο Χατζιδάκι. Το τελευταίο τραγούδι που διάλεξε η Γιάννα. Η τρυφερότητα για τον Άκη Πάνου, τη μουσική και τη φωνή του. Και την τραγική ζωή του (Θα πεθά- που θα πεθά-).
Θα μας λείψει. Θα λείψει απ’ την ενημέρωση, απ’ τις εφημερίδες. Πόσες φορές κορυφαίοι δημοσιογράφοι, από εφημερίδες, στα δύσκολα, κατέφευγαν στις στέρεες γνώσεις του, στις εύστοχες παρατηρήσεις του. Στον τρόπο με τον οποίο ξετρύπωνε τον πυρήνα. Στον τρόπο με τον οποίο φώτιζε την επόμενη μέρα. Θα λείψει απ’ την τηλεόραση και το ραδιόφωνο της Ελλάδας, της Γερμανίας, των γαλλόφωνων. Να δώσει κουράγιο, με χιούμορ και πάθος – πάθος για την Ελλάδα, πάθος για την Ευρώπη.
Και πάντα πάθος για το τσιγάρο…
«Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη του Δάκη, του Τάκη και του Αντώνη, “που με τσιγάρο έφυγαν στα χείλη”, αλλά και στον εξάδελφο που το έκοψε πριν 15 χρόνια και σήμερα είναι μια χαρά», γράφει στο βιβλιαράκι του, Αυτοβιογραφία 1959-2009: μισόν αιώνα καπνιστής (Μεταμεσονύχτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2009, 24 σελ.). Δεν πρόλαβε να το κόψει.
Θα μας λείψει. Αυτός και το κουσούρι του να είναι αριστερός και να πιστεύει στην Ενωμένη Ευρώπη. Να είναι αριστερός και να γράφει στη Γαλέρα, στο Βήμα, στην Καθημερινή για το ευρώ και τους μύθους που έπλαθαν γύρω του οι αμαθείς. Για την πτώχευση και τη δραχμή. Έτρεμε και αγωνιούσε. Όχι για τον ίδιο. Ο ίδιος ήξερε. Αλλά για τη χώρα του, για τα παιδιά της και τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Να είναι αριστερός, κάτοικος από επιλογή στα Εξάρχεια. Καπνιστής και σεβαστός από όλους, που μεταξύ τους ήσαν και αντίπαλοι. Στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, στη γραφειοκρατία.
Σ’ αυτόν δεν έπιαναν οι ρετσινιές – «δεξιός-αριστερός», «ευρωπαϊστής» και άλλα κλισέ της καθ’ ημάς Ανατολής. Αυτός ξεφλούδιζε τον καρπό και αποκάλυπτε τον πυρήνα. Τον μελετούσε, τον περιέγραφε, κι ύστερα προχωρούσε φωτίζοντας το μέλλον. Οι φούσκες έσκαγαν γύρω του, χωρίς να τον αγγίζουν.
Τι ήταν λοιπόν ο Γιώργος Γλυνός; Ποιος ήταν ο πυρήνας του; Πώς τον άκουγαν σαν μαθητούδια δεξιοί και αριστεροί, αναρχικοί και φιλελεύθεροι, χωρίς να τον διακόπτουν. Οι δημοσιογράφοι, εμφανώς γοητευμένοι, τον καλούσαν να ξαναπάει στην εκπομπή τους. Πόσες φορές δεν άκουσα να λένε «Πού ήταν κρυμμένος ο κύριος που τα λέει τόσο καθαρά, και κατανοητά». Για μήνες σχεδόν μόνος περιέγραφε την πραγματικότητα της κρίσης. Μιλούσε για τις δικές μας ευθύνες όταν οι άλλοι διάλεγαν τον εύκολο δρόμο της καταγγελίας. Αυτός, ο θαρραλέος, μίλαγε για διάλογο. Αυτός, ο εξτρεμιστής, επέλεγε τη συνεννόηση. Και βήμα βήμα, βλέπαμε να βγαίνει αληθινός στις προβλέψεις του.
Ήταν δογματικός ή ρεβιζιονιστής; Πολιτικός ή τεχνοκράτης; Σκληρός ευρωκράτης ή συναισθηματικός Εξαρχειώτης; Χαβαλές ή βαρύς διανοούμενος; Οικονομολόγος ή παραμυθάς; Αλήθεια, πώς κατάφερνε τα πιο πολύπλοκα οικονομικά, πολιτικά ή ιδεολογικά ζητήματα να τα μετατρέπει σε παραμύθια που αιχμαλωτίζουν;
Και πώς κατάφερνε να αλλάζει μένοντας ίδιος σταθερά, ανιδιοτελής, σκληρός και ανεκτικός ταυτόχρονα;
Η λέξη που μου έρχεται αυθόρμητα προκειμένου να τον προσδιορίσω είναι η λέξη «αρμονία». Γιατί άραγε;
Τα δάχτυλά του ήταν τα ίδια όταν έστριβε το τσιγάρο, όταν έγραφε ένα πύρινο κείμενο, όταν δούλευε μια μελέτη για την οικονομία ή μια ομιλία για πολιτικούς. Όταν έβαζε φωτιά στο φυτίλι κι όταν χάιδευε τα εγγόνια του. Όταν καθόταν στο πιάνο. Όταν κουμαντάριζε το σερφ στα νερά των Κυθήρων, στο Πόρτο Ράφτη και αλλού.
Πριν τέσσερα χρόνια φτιάξαμε ένα μπλογκ (http://strongeuro.blogspot.gr). Με παιδιάστικη σοβαρότητα ρωτούσε: «Μα τι κάνεις, και ποίηση, και πολιτική, και μουσική, και επιστήμη;» Όταν μετά τη διάγνωση της αρρώστειας του ζήτησα να κάνουμε ένα βίντεο για να τον θυμόμαστε όταν πεθάνει, γέλασε, συμφώνησε, απομάκρυνε από τη σκηνή τα τσιγάρα και το ουίσκι και άρχισε να μιλάει για την κρίση, για το μέλλον, για την Αριστερά, για την Ευρώπη. Και τέλειωσε με δυο τραγούδια στο πιάνο. Θεοδωράκη και Άκη Πάνου. Του ζήτησα να παίξει και να τραγουδήσει Χατζιδάκι. Αρνήθηκε. Αυτόν, δεν τολμώ…»
Ο Γλυνός είχε χίλιες ζωές. Πώς τα κατάφερνε να είναι παρών σε όλες; «Τα παραλές, υπερβάλλεις», θα έλεγε αν διάβαζε αυτό το κείμενο. Μα βέβαια τα παραλέω. Γιατί ήσουν κυνικός και τρυφερός. Με χιούμορ και καυστικότητα. Και αυτοσαρκασμό. Τάχα όλα αυτά μαζί είναι αρμονία;
Τελευταίες ημέρες. Η Γιάννα κι ο Βασίλης πάντα πλάι. Είμαστε οι δυο μας. Προσπάθησα να επαναφέρω αγαπημένα του θέματα. Δεν επικοινωνούσε πια παρά σπάνια. Αμηχανία. Κοίταγε αλλού. Δεν αντιδρούσε. Πιάνω την κιθάρα. Μερικές αμήχανες συγχορδίες. «Κοιμήσoυ Περσεφόνη…». Άρχισε να κρατάει το ρυθμό με το πόδι…