Με τη συνηθισμένη ανησυχία αναμένουμε τη νέα επίσκεψη της τρόικας: ποιες αποκλίσεις από τους στόχους θα εντοπίσει τούτη τη φορά, ποια πρόσθετα επώδυνα μέτρα ενδεχομένως θα απαιτήσει. Παράλληλα εντείνονται η απόγνωση και η αγανάκτηση για τη συνεχιζόμενη ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, χωρίς να διακρίνεται κάπου ένα τέλος. Δεν αρκεί να διαπιστώνουμε ότι σε σύγκριση με παλαιότερα η οικονομική κατάσταση είναι πιο σταθερή. Τα υπέρογκα δίδυμα ελλείμματα του δημόσιου τομέα και των εξωτερικών συναλλαγών, τα οποία το 2010 είχαν αναγκάσει τη χώρα να προσφύγει στην ευρωπαϊκή και στη διεθνή βοήθεια και να δεχθεί τους όρους που της επιβλήθηκαν, τείνουν πράγματι πια να εξαλειφθούν, ενώ με τις αποφάσεις του Δεκεμβρίου η ευρωζώνη εξασφάλισε τη χρηματοδότηση της Ελλάδας για ακόμη μία διετία. Εφόσον αποτράπηκε ο κίνδυνος άτακτης χρεοκοπίας και αποκλεισμού από το ευρώ, δημιουργούνται ξανά προϋποθέσεις ώστε να εισρεύσουν ιδιωτικά κεφάλαια στη χώρα, καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα όμως με όλες τις επίσημες προβλέψεις, η ύφεση θα συνεχιστεί και φέτος: παραγωγή, εισοδήματα, επενδύσεις συνολικά θα εξακολουθήσουν να μειώνονται, η τεράστια ανεργία θα ανέβει κι άλλο.
Το μεγάλο ζητούμενο, δίπλα στην υποχρεωτική εξάλειψη των ελλειμμάτων και τη συνακόλουθα αναπότρεπτη οικονομική συρρίκνωση, ήταν από την πρώτη στιγμή της κρίσης να στηριχθούν και να διευρυνθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Διόλου εύκολο αφού έπρεπε να γίνει με όρους διεθνώς ανταγωνιστικούς σε μιαν οικονομία την οποία έως τότε στρέβλωνε σε μεγάλο βαθμό η άνιση κρατική προστασία, ενώ οι δημόσιοι πόροι προς αναδιανομή περιορίζονταν δραστικά. Για να μην αφεθεί το παραγωγικό σύστημα στην ανεξέλεγκτη καταστροφική δυναμική των αγορών, χρειαζόταν ένα εθνικό σχέδιο. Στην εκπόνησή του δεν ανταποκρίθηκαν οι εγχώριες πολιτικές, κοινωνικές, επιχειρηματικές και επιστημονικές δυνάμεις, από κοινού, όπως θα όφειλαν. Μπορεί να εξηγηθεί η αδυναμία τους. Βρέθηκαν ανέτοιμες μέσα στην παραζάλη από τη φοβερή κρίση, οι εξωτερικές απαιτήσεις ήταν εξοντωτικές, θεσμική παράδοση για τη διευθέτηση συγκρουόμενων συμφερόντων στη χώρα μας δεν υφίσταται. Αλλωστε ούτε οι άλλες χώρες του Νότου της ευρωζώνης φαίνεται να αντεπεξήλθαν πολύ καλύτερα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, έτσι, πρόσφατη αυστριακή μελέτη η οποία επικρίνει την πολιτική των Μνημονίων που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά: την ανυπαρξία στόχων για την παραγωγή.
Διαπιστώνει εκεί ο καθηγητής Καρλ Αϊγκινγκερ, διευθυντής του WIFO, του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Βιέννης, κάποιο εύρος στα διάφορα Μνημόνια: δεν προβλέπουν μόνο στόχους μείωσης των ελλειμμάτων, αλλά και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στα συστήματα μισθών και συντάξεων, στη νομοθεσία του ανταγωνισμού, στην έκδοση αδειών, ιδιωτικοποιήσεις, γράφει. Για να επισημάνει όμως τα σημαντικά κενά: σχεδόν τίποτα δεν λέγεται για την έρευνα και την ανάπτυξη, την καλύτερη αξιοποίηση της εκπαίδευσης, τη διά βίου μάθηση. Στρατηγικές για την ενίσχυση των εξαγωγών απουσιάζουν. Αμελούνται μέτρα για εναλλακτικές πηγές ενέργειας και για την υποκατάσταση εισαγωγών πετρελαίου. Λείπουν αλλαγές στη δομή των δαπανών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εξαιρετικά υψηλή ανεργία των νέων. Στο ελληνικό Μνημόνιο ειδικότερα, γράφει, αναφέρεται η ανάγκη αξιοποίησης των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών πόρων αλλά χωρίς ποσοτικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα, ενώ δεν επικρίνονται οι στρατιωτικές δαπάνες ούτε οι εισαγωγές εξοπλισμών. (Πειραματική άσκηση που δείχνει πολύ καλύτερες οικονομικές επιδόσεις αν μειωθεί το μερίδιο του ΑΕΠ για στρατιωτικές δαπάνες στο χαμηλότερο επίπεδο της ευρωζώνης σίγουρα θα άρεσε σε όσους τελευταία επικεντρώθηκαν στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές.)
Προπάντων, όμως, ο Αϊγκινγκερ επικρίνει την έλλειψη βιομηχανικής πολιτικής, απόλυτα αναγκαίας για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, υποστηρίζει, την ώρα που οι βόρειες χώρες αναπτύσσουν συστηματικά τη δική τους βιομηχανική πολιτική. Και, αντίστοιχα, την απουσία αναπροσανατολισμού των επενδύσεων από τις υποδομές στη δημιουργία επιχειρήσεων, καθώς και την υποβάθμιση θεμάτων της διανομής – ανεργία, φτώχεια – που καταστρέφουν μακροπρόθεσμα ανθρώπινο κεφάλαιο.
Η μελέτη («A New Strategy for the European Periphery», Karl Aiginger, WIFO) μπορεί να αποδειχθεί διπλά χρήσιμη: εμπλουτίζοντας την τρέχουσα ενδοευρωπαϊκή συζήτηση με καίριες επισημάνσεις από ίδρυμα αναγνωρισμένου κύρους. Αλλά και εδώ, σε εμάς, αν συνέβαλλε ώστε να προσγειωθούμε από τις άγονες μακροοικονομικές αντιπαραθέσεις στις πραγματικές ανάγκες της παραγωγής και της απασχόλησης.